Χρήστος Λεοντής: «Το “εγώ” βρίσκεται στο απόγειό του, το “εμείς” δεν το ξέρει κανείς…»

«Ζούμε σ’ ένα σύστημα στο οποίο είσαι δούλος θέλοντας και μη. Αντί να κοιτάξουμε το πώς θα αποτινάξουμε όλη αυτήν την ασχήμια, διατρέχουμε τον μεγάλο κίνδυνο να τη συνηθίσουμε.»

Μια εξαιρετική συνέντευξη του μεγάλου μας συνθέτη, Χρήστου Λεοντή, στην Σεμίνα Διγενή. Την αναδημοσιεύουμε από τον Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου 9-10 Σεπτέμβρη 2023:

Στις 26 του μήνα έχουμε μια μεγάλη γιορτή. Ενας από τους σπουδαιότερους Ελληνες συνθέτες, ο Χρήστος Λεοντής, γιορτάζει φέτος 60 χρόνια μιας λαμπρής μουσικής πορείας και εμείς θα ήμαστε εκεί, στο Ηρώδειο, για να ταξιδέψουμε δίπλα του, στο μαγικό σύμπαν της μουσικής του, στην «Καταχνιά», στο «Καπνισμένο Τσουκάλι», στο «Πρωινό Αστρο», στο «Αχ! Ερωτα» και σε δεκάδες ακόμα πολύτιμα έργα της Τέχνης του. Ο εμβληματικός συνθέτης μιλάει σήμερα στον «Ριζοσπάστη» για μερικές από τις σημαντικότερες μουσικές στιγμές των 60 χρόνων της πορείας του. Μιας πορείας γεμάτης από σκληρή δουλειά, αλλά και συναρπαστική δημιουργία. Με αμέτρητες εμπειρίες, που έδωσαν στη μετουσίωσή τους τραγούδια λυρικά, ερωτικά, επαναστατικά, στοχαστικά… Με τραγούδια που «έντυσαν» όνειρα, νίκες, ήττες, ελπίδες, αγάπες και αγώνες. Και, όπως λέει ο ίδιος: «Θέλω να θυμηθώ και εγώ, αλλά να θυμίσω και στον κόσμο, μέσα απ’ αυτήν την παράσταση – γιορτή που θα ανατρέξει σε μερικές από τις σημαντικότερες στιγμές της εξηντάχρονης πορείας μου. Ηταν αδιάκοπη η προσπάθεια επαφής και επικοινωνίας μέσα από τα τραγούδια. Μιας επικοινωνίας με τον κόσμο, με τις προσδοκίες του, με τα προβλήματά του, για μια προσφορά ομορφιάς μέσα από ένα τραγούδι, είτε αυτό ήταν από κύκλους τραγουδιών, είτε από το θέατρο, είτε από οπουδήποτε αλλού. Τα 60 είναι για μένα μία οριακή χρονιά, γιατί έχουν συσσωρευθεί ένα σωρό εμπειρίες όμορφες αλλά και δύσκολες. Αλλοτε με διώξεις, με απαγορεύσεις, με λογοκρισίες, δικτατορίες, με ένα σωρό εμπόδια. Αυτή η συγκυρία μού δίνει την ευκαιρία να ξαναβρεθώ και να συνταξιδέψω πάλι με σας, με γεμάτο όμως το δισάκι της ζωής στην πλάτη».

«Η αγάπη του κόσμου με κράτησε όρθιο»

Ο αεικίνητος και πάντα μαχητικός και ανήσυχος Χρήστος Λεοντής, όταν τον ρωτάω πώς τα ‘βγαλε πέρα σ’ αυτόν τον 60χρονο αγώνα, επισημαίνει: «Αυτός ο αγώνας ήταν η κινητήρια δύναμη στην προσπάθεια της επικοινωνίας μαζί σας και, ευτυχώς, η αγάπη του κόσμου ήταν αυτή που με κράτησε όρθιο όλα αυτά τα χρόνια».

— Από το πρώτο σου τραγούδι, «Το σπίτι γέμισε με λύπη», κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’60, μέχρι σήμερα, τι σε συγκίνησε περισσότερο σ’ αυτήν τη διαδρομή και τι σε απογοήτευσε;

— Κοίταξε Σεμίνα, οι συγκινήσεις ήταν πολλές και προέρχονταν κυρίως από την αποδοχή του κόσμου. Η στήριξη και η συμπόρευση του κόσμου ήταν αυτό που με ωθούσε και μου έδινε δύναμη και πίστη, ότι μπορώ άξια να κάνω αυτή τη δουλειά.

— Εκείνη η πέτρα που σας προσέφερε – ακριβώς 60 χρόνια πριν – ο Μίκης Θεοδωράκης, στο τέλος της παρθενικής σας συναυλίας με τον Μάνο Λοΐζο, στο κατάμεστο «Ακροπόλ», ήταν τελικά ένα είδος σκυτάλης;

— Τότε είχανε ρίξει μια πέτρα στον Μίκη, στη Νάουσα, σε ώρα συναυλίας. Οι νεότεροι δεν τα έχουν ζήσει και ευτυχώς. Αλλες δυσκολίες έχουν οι σημερινοί νέοι. Τότε ήταν άθλος το να πας να παρακολουθήσεις μια συναυλία του Μίκη. Του είχαν πετάξει μια πέτρα την ώρα που διηύθυνε, για να τον σκοτώσουν. Η πράξη του Μίκη να μας δώσει αυτήν την πέτρα όταν ήμασταν επί σκηνής ο Λοΐζος, ο Μάνος ο Ελευθερίου, ο Φώντας Λάδης και εγώ, νέα παιδιά που τότε θέλαμε να αλλάξουμε τον κόσμο, ήταν μία συμβολική πράξη αγώνα μέσα από τη μουσική και μέσα από το τραγούδι. Ηταν Μάρτης του 1963.

— Η γενιά μου τραγούδησε τα τραγούδια σου, εμπνεύστηκε απ’ αυτά, πήρε δύναμη και ονειρεύτηκε. Εσύ τι πήρες από εμάς;

— Ξέρεις, νομίζω ότι μέσα από τα τραγούδια μου, φαίνεται αν πήρα κάτι. Πήρα πολλά πράγματα από την αγωνία και από τον αγώνα του κόσμου και αυτόν τον αγώνα προσπάθησα να τον εκφράσω μέσα από τα τραγούδια μου, που μίλησαν και για την ομορφιά και για τη δυσκολία της ζωής. Για την προσπάθεια να σταθούμε όρθιοι και νομίζω πως το καταφέραμε αυτό το πράγμα. Νομίζω πως οτιδήποτε έχει κάτι να πει και κάτι να προσφέρει στις αγωνίες του κόσμου είναι μεγάλη παρηγοριά και για τον δημιουργό και γι’ αυτόν που απολαμβάνει το έργο τέχνης, είτε τραγούδι είναι, είτε ποίημα, είτε θεατρικό έργο ή οτιδήποτε άλλο.

— Γνωρίζω πως είναι βαθιά ριζωμένη μέσα σου η πεποίθηση ότι το «εγώ» δεν οδηγεί πουθενά και ότι αν κάτι μπορεί να γίνει, θα γίνει μόνο με το «εμείς». Πόσο ζωτικής σημασίας είναι αυτό, ειδικά σήμερα;

— Προφανώς και είναι ζωτικής σημασίας. Ειδικά σήμερα, που βλέπω να είναι οι άνθρωποι χωρισμένοι και ο καθένας να είναι περιχαρακωμένος, ένας κόσμος μόνος του. Δεν ξέρω να ήταν έτσι παλιά βρε παιδάκι μου κι αναρωτιέμαι, δεν παίρνει κανείς δίδαγμα – ας πούμε – από την πρόσφατη Ιστορία; Μέσα στο ΕΑΜ υπήρχαν όλοι μαζί, για τον ίδιο σκοπό, δεν το έζησα εγώ γιατί γεννήθηκα το ’40, αλλά εκεί ήταν όλος μαζί ο λαός. Ενωμένος. Σήμερα γιατί είναι χωρισμένος; Δεν το καταλαβαίνω. Εμένα το έμβλημά μου είναι το τραγούδι του Ρίτσου: «Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο, όχι για να τον χωρίσουμε τον κόσμο».

«Η παρέα του Φεστιβάλ Αθηνών συνηθίζει να εγκρίνει …τον εαυτό της!»

— Το Φεστιβάλ Αθηνών «επιβράβευσε» την 60χρονη μουσική προσφορά σου με τον αποκλεισμό σου από τις εκδηλώσεις του το καλοκαίρι. Μαζί δε με τη διοίκηση της ΕΡΤ, αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν το έργο σου, με την αδιαμφισβήτητα υψηλότατη καλλιτεχνική αξία. Αξίζει, λες, κάποιο σχόλιο αυτή η απρέπεια;— Τι σχόλιο να κάνω; Η κυρία Ευαγγελάτου και η «παρέα» της συνηθίζουν να εγκρίνουν …τον εαυτό τους. Από τη μια μεριά υποβάλλουν αίτηση στο Φεστιβάλ, από την άλλη είναι αυτοί οι ίδιοι που την εγκρίνουν. Αλλά, βέβαια, είναι πολλά τα χρήματα. Συγγνώμη που το λέω έτσι ωμά, αλλά έχω γίνει έξαλλος με όλη αυτήν την αθλιότητα που υπάρχει. Σαν να μην τους φτάνουν όλα αυτά που κάνουν στον Ευριπίδη και τον Αριστοφάνη. Νομίζουν π.χ. ότι με το να βάλουν ένα τζιν στον Χορό κάνουν μοντέρνο θέατρο, γερμανικού τύπου… Οτιδήποτε ελληνικό το αφελληνίζουν. Οι ποιητές μας εκφράζανε τη συλλογική, τη λαϊκή συνείδηση. Αυτά τα έργα είναι μεγάλα και σε πλήρη επάρκεια. Ξεχειλίζουν από ανθρωπιά, ξεχειλίζουν από αισθητική, ξεχειλίζουν από ομορφιά. Το τι έχουν δει τα μάτια μας δεν λέγεται, τι γερανούς, τι καπνούς, τι σκαλωσιές, τι κόκα κόλα, δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Οι άνθρωποι που πήγαιναν τότε στο θέατρο, απόγευμα πήγαιναν, ούτε φώτα είχαν, ούτε προβολείς, ούτε μικρόφωνα. Ολοι οι ξένοι θεατές στην Επίδαυρο μιλούν για την εκπληκτική ακουστική του θεάτρου. Τώρα βάζουν μικρόφωνα. Να τα κάνουν τι;

— Εσύ που αγωνίζεσαι χρόνια για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των δημιουργών, ποια πιστεύεις ότι μπορεί να είναι η επόμενη μέρα γι’ αυτούς και την Τέχνη στις σημερινές δύσκολες συνθήκες;

— Χωρισμένοι είναι και οι δημιουργοί. Ο ένας από δω, ο άλλος από κει. Γι’ αυτό βρισκόμαστε ως κοινωνία σ’ αυτήν την αθλιότητα. Ολοι νομίζουμε ότι δεν υπάρχει άλλος δίπλα. Είναι η εποχή που το «εγώ» βρίσκεται στο απόγειό του, το «εμείς» δεν το ξέρει κανείς. Δεν πάει άλλο αυτός ο χωρισμός της κοινωνίας. Πρέπει να δώσουμε τα χέρια και να δούμε τι θα κάνουμε όλοι μαζί.

«Ακούγονται παντού τραγούδια για τις ορμόνες των 15χρονων και την αποχαύνωση»

— Εχεις χαρακτηρίσει πράξη ελευθερίας τις ανεξάρτητες παραγωγές, αυτές δηλαδή που γίνονται εκτός δισκογραφικών εταιρειών και εκτός της λογικής και της αισθητικής τους. Γιατί;

— Οι δυνατότητες που παρέχονται σήμερα από την τεχνολογία στους νέους μουσικούς τούς δίνουν τη δυνατότητα να κάνουν τα πάντα… σε ένα σπίτι. Ενα καλό μικρόφωνο χρειάζεται και ένας υπολογιστής. Μπορούν να εκφράζονται με αυτόν τον τρόπο. Το ζήτημα δεν είναι αυτό. Υπάρχουν εξαιρετικοί μουσικοί, νέοι μουσικοί, αλλά δεν τους ακούει κανείς, γιατί δυστυχώς τα μέσα – τηλεόραση, ραδιόφωνα – είναι εξαγορασμένα, οπότε δεν έχουν βήμα να εκφραστούν και να τους ακούσει ο κόσμος. Τα ΜΜΕ βάζουν μόνο αυτά που βάζουν και που είναι προορισμένα για τις ορμόνες των δεκαπεντάρηδων και την αποχαύνωση.

— Πώς έχει επηρεάσει το ελληνικό τραγούδι η λογική του μεγαλύτερου κέρδους, με τη …συμμαχία τηλεόρασης, μαγαζιών, εταιρειών, live, ραδιοφώνων, μάνατζερς; Τι είδους κατάσταση διαμορφώνεται;

— Τα Μέσα Ενημέρωσης και ιδιαίτερα η εικόνα, η τηλεόραση, είναι ένα στοιχείο πολύ δυνατό. Η εικόνα δηλαδή μαζί με τον ήχο μες στο σπίτι σου είναι ισχυρό στοιχείο. Ε, όταν αυτά τα μέσα ελέγχονται από πέντε ανθρώπους, από πέντε εφοπλιστές και βιομήχανους και μεγαλοεπιχειρηματίες, τι περιμένεις; Να σε καθοδηγήσουν σωστά; Σε βάζουν σε ένα λούκι και σου λένε, αυτά θα βλέπεις και θα τρως κουτόχορτο. Με τη συνεχή επανάληψη και την πλύση εγκεφάλου, σε κάνουν να συνηθίζεις να τα βλέπεις και να τα ακούς όλα αυτά.

Τα «κακόφημα κέντρα», ο Κουν και ο Μίκης

— Με τα γεγονότα της Νομικής στη χούντα είχες γράψει το «Καπνισμένο Τσουκάλι» και είχες ανοίξει και μια μπουάτ, νομίζω την «Αγρύπνια» στην Πλάκα, που την έκλεισαν λίγες μέρες μετά, ως «κακόφημο κέντρο».

— Ναι, εκείνη την περίοδο ακριβώς, το ’72. Με τα γεγονότα στη Νομική είχα ανοίξει αυτήν την μπουάτ και την κλείσανε – πολύ σωστά επισημαίνεις – ως «κακόφημο κέντρο», μαζί με τη «Λήδρα», πιο κάτω, με τον Μαρκόπουλο. Νομίζω πως ήταν κι ο Μικρούτσικος εκεί και έπαιζε, μας κλείσανε όλους ως «κακόφημα κέντρα». Εκεί παρουσίασα για πρώτη φορά το «Καπνισμένο Τσουκάλι» και είχαν έρθει να μας ακούσουν ο Ρίτσος και ο Νίκος Καββαδίας. Είχε έρθει πολύ σημαντικός κόσμος εκεί, και αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που μας έκλεισαν.

— Τότε ήταν που μπήκε στη ζωή σου – μέσω Σκούρτη – ο Κουν;

— Τότε ήταν, ναι. Είχε έρθει μια μέρα και ο Σκούρτης και μου λέει: «Θα ανεβάσει ο Κουν ένα έργο μου, το “Καραγκιόζης παραλίγο βεζίρης”, και θέλει να γράψεις εσύ τη μουσική. Θέλεις; Λεφτά δεν υπάρχουν». «Βεβαιότατα», του λέω. Την άλλη μέρα πήγα στο θέατρο, με υποδέχτηκε ο Κουν με πολύ θερμή αγκαλιά και καλοσύνη, και μάλιστα εκείνη την ώρα έρχεται και ο Λαζάνης και μου λέει «να κι ο Καραγκιόζης», και βάζουμε όλοι τα γέλια. Ε, από τότε δέσαμε κι απ’ ό,τι φάνηκε, δέσαμε και ιδεολογικά και αισθητικά και στα περισσότερα έργα του Κουν – άμα δεις τα προγράμματα που έχει στις προθήκες στο θέατρο, έχω γράψει εγώ τη μουσική. Ταιριάξαμε πολύ στην ιδεολογία θεάτρου. Το θέατρο για μένα ήταν ο μεγάλος έρωτας, το θέατρο σου δίνει την ευκαιρία να καθίσεις σε ένα τραπέζι και να ανταλλάξεις τις απόψεις και την αισθητική σου, να πάρεις και να δώσεις αυτό που αισθάνεσαι, από ανθρώπους, από συγγραφείς, από σκηνοθέτες. Δεν είναι λίγο πράγμα να κουβεντιάζεις και να συναποφασίζεις με τον Κουν, τον Τσαρούχη, τον Καμπανέλλη, τον Διονύση Φωτόπουλο, με μερικούς ανθρώπους που είναι ό,τι καλύτερο στον πνευματικό χώρο της Ελλάδας. Είχα τη μεγάλη τύχη να αφιερώσω μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς μου στο θέατρο και μου έδωσε την ευκαιρία να συνεργαστώ με σπουδαίες προσωπικότητες της Τέχνης, αλλά και να πατήσω πάνω σε ποιητικά κείμενα προερχόμενα απ’ αυτό.

— Η μακρόχρονη πορεία σου δεν ήταν εύκολη, ούτε ρόδινη. Είχες όμως σπουδαίες συναντήσεις και συνεργασίες. Πες μου, πώς έγινε και το 1963 στο Θέατρο «Παρκ», στη «Μαγική Πόλη», βρέθηκες να διευθύνεις την ορχήστρα των Χατζιδάκι – Θεοδωράκη;

— Εγώ είχα γνωριστεί με τον Μίκη όταν ήρθε από το Παρίσι και ήθελε βοηθό αντιγραφέα. Εγώ ήμουν τότε μαζί με τον Μαρκόπουλο στο Ωδείο Αθηνών και έμαθε ο Μαρκόπουλος ότι έχει έρθει ένας μουσικός από το Παρίσι που θα κάνει κάποια τραγούδια, λέει, με την ορχήστρα της ΕΡΤ και ζητάει αντιγραφείς. Μου λέει «Πάμε;», λέω «Φουλ, πάμε», διότι έτσι θα βγάζαμε και κανένα φράγκο, γιατί ήταν 7 δραχμές η σελίδα τα αντιγραφικά και εμείς γράψαμε γύρω στις 2.000 σελίδες. Ετσι, γνωριστήκαμε με τον Μίκη και μέναμε μια βδομάδα νυχθημερόν στο σπίτι της πεθεράς του, που ήτανε στην Κωνσταντινουπόλεως στη Νέα Σμύρνη και εκεί ήμασταν μέρα νύχτα, δεν φεύγαμε, τρώγαμε και ό,τι βρίσκαμε, είχε κάτι πορτοκάλια, κάτι γλυκά, κάτι πούρα που του είχαν χαρίσει, γιατί μόλις είχε έρθει από την Αβάνα. Ηταν επεισοδιακή αλλά και δημιουργική εκείνη η βδομάδα. Και μου λέει μια μέρα ο Μίκης, «γράφεις τραγούδια;», λέω «γράφω». Λέει «παίξε μου ένα». Του παίζω «Το σπίτι γέμισε με λύπη». Λέει «παίξε μου άλλο ένα». Του παίζω. Λέει, «θέλεις να κάνουμε μαζί συναυλίες;». Εγώ τρελάθηκα. Ακουγόταν τότε παντού ο «Επιτάφιος», ήταν στο ζενίθ η επιτυχία του.

Ο Χατζιδάκις, ο Σακελλάριος και ο Λοΐζος

— Υπάρχει κι άλλη μια ιστορία πίσω από αυτό το πρώτο σου τραγούδι, με την οποία συνδέονται ο Αλέκος Σακελλάριος και ο Μάνος Χατζιδάκις;

— Είχα μάθει σε έναν φιλαράκο το τραγούδι στην κιθάρα – Διονύση τον λέγανε – κι αυτός, για να βγάλει κάνα φράγκο, πήγαινε τα βράδια με την κιθάρα σε ταβέρνες και έπαιζε. Ενα βράδυ, εκεί που τραγουδούσε στον «Βάκχο», στην Πλάκα, όπου σύχναζε ο Σακελλάριος, λέει και το δικό μου. Ο Σακελλάριος τότε κυριαρχούσε στην αγορά του τραγουδιού, με αμέτρητα σουξέ. Τον σταματάει και του λέει «Τι είναι αυτό που τραγουδάς;». «Τίποτα, ενός φίλου», λέει. «Πώς τον λένε;». «Δεν τον ξέρεις». «Βρε πώς τον λένε;». Τέλος πάντων, του λέει το όνομά μου και του λέει ο Σακελλάριος: «Αύριο να μου τον φέρεις εδώ μαζί σου, αν δεν τον φέρεις να μην έρθεις ούτε εσύ». Ερχεται λοιπόν ο Διονύσης, μου το λέει, εμένα με πιάνει η μούρλα, το κρητικό μου, και λέω «Δεν πάω πουθενά, επειδή είναι ο Σακελλάριος θα κάνω ό,τι θέλει; Δεν πάω». Πάει ο Διονύσης μόνος, επιστρέφει αμέσως και μου λέει «Με έδιωξε». Τον λυπήθηκα και τελικά πήγαμε μαζί, έτσι γνώρισα τον Σακελλάριο, ο οποίος με περιποιήθηκε, με κέρασε κιόλας και φαγητό και μου είπε: «Στην επόμενη ταινία θα μου κάνεις εσύ τη μουσική». Λέω «καλά, εντάξει» και έμεινε έτσι το πράγμα, στον αέρα. Λίγες μέρες μετά, ένας φίλος μου στον δρόμο μού λέει «πάρε την εφημερίδα “Το Εθνος”, γράφει κάτι για σένα ο Χατζιδάκις». Και λέω «Πού με ξέρει εμένα ο Χατζιδάκις;». Τέλος πάντων, παίρνω την εφημερίδα και διαβάζω τη δήλωσή του: «Στο τραγούδι υπάρχει μεγάλη ελπίδα όσο υπάρχουν μουσικοί που γράφουν τραγούδια σαν “Το σπίτι γέμισε με λύπη”». Εμεινα κατάπληκτος. Φαίνεται πως επειδή ήταν και πολύ φίλοι με τον Σακελλάριο, και μόνο ο Διονύσης το έλεγε στην ταβέρνα, ο Χατζιδάκις το άκουσε εκεί. Εμαθα αργότερα το στέκι του στο Ζόναρς και πήγα και τον ευχαρίστησα. Το καλοκαίρι λοιπόν που προετοίμαζαν τη «Μαγική Πόλη» ο Μίκης με τον Μάνο, μου λέει ο Μίκης, «θα έρθεις να διευθύνεις στο “Παρκ”, επειδή εμείς δεν προλαβαίνουμε». Και λέω, «θα έρθω, αλλά θα πάρουμε και τον Μάνο Λοΐζο να διευθύνει αυτός τον έναν και εγώ τον άλλον». Και μας έδωσαν και τη δυνατότητα να παίζουμε από δύο τραγούδια ο καθένας στο ιντερμέτζο. Και εκεί μας παρουσίασε ο Χατζηδάκις, στο θεατρόφιλο κοινό, με ευχές και θερμά λόγια, ο οποίος επέμενε, «εγώ θα παρουσιάσω τα παιδιά», και του λέει ο Μίκης: «Κάτσε ρε, εγώ τους έφερα, εσύ θα τους παρουσιάσεις;». Ετσι έγινε η γνωριμία και με τον έναν και με τον άλλον, και η ενθάρρυνση που μας έδωσαν και η θερμή τους αγάπη ήταν η πιο σημαντική στήριξη στο ξεκίνημά μας.

— Τι σκέφτεσαι σήμερα για τον μουσικό σου δίδυμο, τον Μάνο Λοΐζο;

— Ο Μάνος μου λείπει πρώτα πρώτα σαν φίλος, γιατί ήμασταν σαν αδέρφια. Φίλους τώρα δεν έχω. Ο φίλος μου ήταν ο Μάνος. Είχε γράψει εξαιρετικά τραγούδια, τα οποία τα βλέπετε και σήμερα, όχι μόνο στέκουν αλλά είναι και μία ανάσα για όλους μας. Εμείς επιδιώκαμε τότε να παίζουμε ο ένας τα τραγούδια του αλλουνού, παντού. Κάθε μέρα ήμασταν μαζί. Οταν ακούω ένα τραγούδι του Μάνου αγαλλιάζει η ψυχή μου. Γεμίζει αισθητική, ηθική, μια μελωδικότητα, μια τρυφερότητα, όπως ήταν ο Μάνος. Φαντάζομαι ότι δεν είναι πρωτότυπο αυτό που λέω, γιατί το αισθάνεται όλος ο κόσμος.

— Εχεις πει ότι τίποτα δεν γίνεται χωρίς ιδεολογία και ότι είναι σημαντικό ο καλλιτέχνης να ξέρει αυτό που κάνει από πού ξεκινάει και σε ποιους απευθύνεται. Μπορεί, πιστεύεις, ο άνθρωπος της Τέχνης να δημιουργήσει και να αντέξει μέσα σε καθεστώς νέου τύπου λογοκρισίας, που καταδικάζει στη σιωπή, στη λήθη και την αφάνεια οποιονδήποτε δεν βολεύει το σύστημα;

— Κοίταξε, όλα αυτά τα περάσαμε, σε χαμηλότερο ή σε εντονότερο βαθμό. Ομως όταν η ανάγκη να εκφραστείς και η απόφαση να υπερασπιστείς αυτό που αισθάνεσαι είναι ισχυρές, δεν σε σταματάει τίποτα. Αντίθετα, παίρνεις δύναμη και εκφράζεσαι με τον πιο έντονο και δυνατό τρόπο. Γι’ αυτό λέω, άμα δεν έχεις μια ιδεολογία δεν μπορείς να είσαι «και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ». Γράφεις και ξέρεις γιατί γράφεις. Ξέρεις πού, πώς και γιατί τα λες.

«Να αποτινάξουμε την ασχήμια, να μην τη συνηθίσουμε»

— Η Ελλάδα που κάηκε, οι κυβερνητικοί σχεδιασμοί για ακόμα μεγαλύτερη εμπλοκή στον πόλεμο της Ουκρανίας, η αποθράσυνση των φασιστών και το κατάπτυστο άρθρο 61 για την αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης στα 74 χρόνια, τι σκέψεις σου δημιουργούν;

— Τώρα μάλιστα. Δεν άφησες και τίποτα, Σεμίνα. Αθλιότης αθλιοτήτων. Τίποτε άλλο. Τι να πω τώρα εγώ; Οτι καίγεται όλη η Ελλάδα και ο Μητσοτάκης φιλοξενεί τον Ζελένσκι, με όλα όσα σημαίνει για εμάς αυτή η κίνηση; Τι να πω εγώ; Και ο κόσμος ψηφίζει αυτά που ψηφίζει, με τα γνωστά αποτελέσματα. Οσο για τη δουλειά μέχρι τα 74, σου λένε οι «αρμόδιοι»: «Το προσδόκιμο ζωής είναι μέχρι τότε, άντε κάνα δυο χρονάκια μετά και πολλά σας είναι. Να φεύγουν οι ηλικιωμένοι από τη μέση, γιατί έχουμε και δουλειές». Ο πρώτος διδάξας, ο άλλος …φιλόσοφος, ο Μακρόν, προσπάθησε να ανοίξει αυτόν τον απάνθρωπο δρόμο. Κάτι τέτοιοι σοφοί κανονίζουν πλέον το μέλλον της ανθρωπότητας, και σίγουρα σκέφτονται «Ευρωπαϊκή Ενωση δεν θέλατε; Φάτε την».

— Εμείς τι κάνουμε είναι το θέμα.

— Ακριβώς. Εμείς τι οφείλουμε να κάνουμε. Ας θυμηθούμε ότι η χρεοκοπία, της Ελλάδας, στην Ευρωπαϊκή Ενωση έγινε. Ολοι βλέπουμε πια πως δεν μπορούμε να εργαζόμαστε ανθρώπινα, αυτά που παίρνει ο μέσος Ελληνας δεν μπορούν να θρέψουν την οικογένειά του – δεν ξέρω αν του επιτρέπεται πλέον να κάνει οικογένεια. Βήχει ένας στην Αμερική και ακριβαίνει το πετρέλαιο εδώ, το πληρώνουμε 2 ευρώ. Σηκώνει κανείς τα χέρια ψηλά. Ζούμε σ’ ένα σύστημα στο οποίο είσαι δούλος θέλοντας και μη. Αντί να κοιτάξουμε το πώς θα αποτινάξουμε όλη αυτήν την ασχήμια, διατρέχουμε τον μεγάλο κίνδυνο να τη συνηθίσουμε.

Δείτε ακόμα:

«Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο…» – Χρήστος Λεοντής “60 χρόνια μαζί” στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: