Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Η σελήνη των πεθαμένων» του Γιώργου Θέμελη

“Μην αγγίζετε τις κρυφές πληγές
Θα γελάσουν οι λιμναίοι καθρέπτες
Προβάλλοντας σκοτεινά κέρατα
Κόκαλο και ντροπή τ’ ουρανού…”

Ο ποιητής, δοκιμιογράφος και θεατρικός συγγραφέας, Γιώργος Θέμελης, γεννήθηκε στη Σάμο, στις του 23 Αυγούστου 1900 και έφυγε από τη ζωή στις 17 του Απρίλη 1976.

Η Θεσσαλονίκη, όπου έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του, θεωρείται η πνευματική του πατρίδα αφού εκεί διαμορφώθηκε η ποιητική του προσωπικότητα.

Ως φιλόλογος δίδαξε στο Πειραματικό Σχολείο Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης βρίσκοντας απήχηση σε πολλές γενιές μαθητών του, ειδικά στο μάθημα των νέων ελληνικών.

Διετέλεσε Γενικός Γραμματέας και Μέλος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, από την ίδρυση του το 1961 έως το 1965.

Η ποιητική πορεία του Γιώργου Θέμελη ξεκινάει ουσιαστικά με τον πόλεμο και την κατοχή. Τότε μυήθηκε στα νεότερα πολιτικά ρεύματα από τον πρωτοποριακό κύκλο του περιοδικού «Κοχλίας».

Ποιήματά του μελοποιήθηκαν από τον Σταύρο Κουγιουμτζή («Το πρώτο περιστέρι», «Μ’ έκοψαν με χώρισαν στα δυο», «Σαν ένα αστέρι» κ.ά.).

Η σελήνη των πεθαμένων

Δώδεκα χτύπησαν οι δείχτες

Και τώρα πια ποιος να μιλήσει
Ποιος να μιλήσει ποιος ν’ ακούσει

Δώδεκα χτύπησαν οι δείχτες

Όλες οι πλάκες κουφαθήκαν
Κι από του φεγγαριού την άλλην όψη
Άγγελοι μαύροι κατεβαίνουν
Χτυπώντας αναμμένες φτερούγες
Τριπλές ματωμένες άγκυρες

Και τώρα πια ποιος να μιλήσει

Στα βαθιά σκαλοπάτια με τους καπνούς
Η πλατιά φουσκωμένη θάλασσα
Δε δέχεται ούτ’ ένα ψόφιο γατί
Ούτ’ ένα καράβι από χαρτί
Χωνεύοντας θειάφι και πτώματα

Δώδεκα χτύπησαν οι δείχτες

Όλες οι πλάκες κουφαθήκαν
Κι όλες οι φλόγες αναμμένες
Κίτρινες φλόγες μες στον κάμπο
Φέγγοντας τ’ άθαφτα κορμιά
Μην τα πατήσει ο καβαλάρης

Ποιος να μιλήσει ποιος ν’ ακούσει

Μην αγγίζετε τις κρυφές πληγές
Θα γελάσουν οι λιμναίοι καθρέπτες
Προβάλλοντας σκοτεινά κέρατα
Κόκαλο και ντροπή τ’ ουρανού

Βαθύ το ράγισμα του κόσμου

Τα ζώα χάθηκαν πίσω απ’ τα βουνά
Γκρεμίστηκαν μες στα φαράγγια
Μονάχα η σελήνη των πεθαμένων
Με τα παράξενα μάτια που τρυπούν
Κατεβαίνει σαν ένα αρπαχτικό πουλί
Σα μια τρελή γυναίκα σκύβοντας
Επάνω στα μέτωπα

“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: