Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Η καινούργια Ελλάδα» του Αλέκου Πούλου

“Τότε που οι Αθηναίοι της αγοράς
αργόσχολοι
είχαν εγκατασταθεί στις έδρες
δημοπρατώντας σκλάβους
Κι ο Βελουχιώτης αυτόχειρας
σημάδευε την καρδιά τους…”

Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Η καινούργια Ελλάδα» του Αλέκου Πούλου

Ο Αλέκος Πούλος είναι ναυτεργάτης και γράφει ποίηση και διηγήματα. Γεννήθηκε το 1955 στη Σάρτη Χαλκιδικής από Νικαριώτη πατέρα και Μικρασιάτισσα μητέρα.

Πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1980, μέσα από τις στήλες της εφημερίδας των ναυτεργατών «Η ΝΑΥΤΕΡΓΑΤΙΚΗ», στην αρχή ακόμη της εργασίας του στα καράβια.

Μηχανικός του Εμπορικού Ναυτικού, συνταξιούχος του ΝΑΤ σήμερα, διετέλεσε για πολλά χρόνια μέλος του Δ.Σ. του Ναυτεργατικού Σωματείου «ΣΤΕΦΕΝΣΩΝ» (Αντιπρόεδρος – Ταμίας) καθώς και του Δ.Σ. της Πανελλήνιας Ένωσης Συνταξιούχων ΝΑΤ.

Ο Αλέκος Πούλος συμμετείχε στο Δ.Σ. της Πανικαριακής Αδελφότητας Αθηνών, υπήρξε απ’ τα ιδρυτικά μέλη του «Νέου πνευματικού κύκλου Καλλιθέας» και είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, στην οποία υπήρξε μέλος του Διοικητικού της Συμβουλίου το 2010-12, μέλος της Επιτροπής Κρίσης Νέων Μελών το 2012-14 και Πρόεδρος αυτής το 2014-16.

Έχει εκδώσει: «Ατέλειωτες πορείες» (ποίηση, 1992), «Χαρτογραφήσεις νοσταλγίας» (ποίηση, 1995, ΑΓΕΡΙ), «Εξ ωκεανών» (ποίηση, 2000, ΣΤΕΦΕΝΣΩΝ), «Μια θάλασσα με δυο γιαλούς» (ποίηση, 2007, ΙΚΑΡΙΑΚΑ), «Στον Καφέ των Δέκα» (ποίηση, 2008, ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ), «Θαλασσινά σημάδια» (διηγήματα, 2011, ΕΝΤΟΣ), «Μιας άλλης θύμησης μορφές» (ποίηση, 2012), «Παράξενες ιστορίες» (διηγήματα, 2014, ΕΝΤΟΣ, Συλλογική έκδοση μελών της Ε.Κ.Ν.Μ.).

Ποιήματα και διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά, ανθολογίες και εφημερίδες και έχουν συμπεριληφθεί στους Χρονιάτικους τόμους των «Ικαριακών». Οι «Ατέλειωτες πορείες» έχουν μεταφραστεί στα Ρωσικά και μέρος της στα Γαλλικά.  Έχει τιμηθεί με το βραβείο της Πανικαριακής Αδελφότητας για το σύνολο του έργου του.

Η καινούργια Ελλάδα

Θα διώξω την Ελλάδα
του ζητιάνου Νικηταρά
απ’ το κατώφλι της εκκλησιάς
Τότε που οι Αθηναίοι της αγοράς
αργόσχολοι
είχαν εγκατασταθεί στις έδρες
δημοπρατώντας σκλάβους
Κι ο Βελουχιώτης αυτόχειρας
σημάδευε την καρδιά τους.
Τότε που ανακάλυπταν φοβισμένοι
ιστότοπους σε στοές ορυχείων
στατιστικά ν’ αυξηθούν
των δοσίλογων τα μάτια
Τότε που οι αχέρωγοι
με του Αντάρτη το χαμόγελο
του Αρματωλού το βήμα
αναζητούσαν την χαραυγή
που έγραφε τ’ όνομά τους
με καινούργια καθήκοντα
σε μαζικές συνελεύσεις
υψώνοντας λάβαρα
την φουστανέλα του Κλέφτη
το αμπέχωνο του Αντάρτη
κι έγιναν κάστρα απάτητα
στων δολοφόνων τα ξεγελάσματα.

Την Ελλάδα
που Κύκλωπες και κουκουλοφόροι
της είχαν κλείσει την έξοδο
μεθώντας με το πρωινό αίμα
απ’ τα ξερονήσια και της Καισαριανές
στου Μακρονησιώτη τη μνήμη
την έχω κρεμάσει ανάποδα
με διαταγή του ιδρώτα
έξω από κλειστού ναυπηγείου την πύλη
ν’ αδειάσει τις τσέπες της
απ’ όλα τα κλοπιμαία
με τον Ανδρούτσο να τα κερνάμε
στις μάχες των αδούλωτων
να τα φορέσουμε
χαμόγελο στον Τατάκη
φέτα ψωμί να τα κάνουμε
στου Νικηταρά το χέρι
του εξόριστου να ζωγραφίσουμε τ’ όνειρο

Ψάχνοντας σ’ ανασκαφές πληγών
βρήκα τον βωμό
σ’ άνεργου εργάτη το στήθος
που έπρεπε να κάψω την Ελλάδα τους
κι αγκαλιάζοντας
της Ελπίδας τους πανηγυριώτες
στην απελευθέρωση της ζωής
και θα καταδικάσουμε με λαϊκή εντολή
του Κουτσαμπάση, τον Βιομήχανο,
τον Εφοπλιστή
να μαζεύουν αυτοί το ξημέρωμα
τα παράσιτα της αυλής τους
την αγκαλιά της Ελλάδας να καθαρίσουν
γιατί έρχονται να παρελάσουν περήφανοι
οι αμέτρητοι νεκροί εργάτες
απ’ τα γκρεμισμένα τείχη των εκτελέσεων
στους ορθάνοιχτους δρόμους
της καινούργιας Ελλάδας.

Σημείωση: Η Κατιούσα ευχαριστεί θερμά τον ποιητή για την αποστολή του ποιήματος.

“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: