Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Η άνοιξη σαν έκλεισε τα μάτια» του Γιώργου Σαραντάρη

“Είχε τρέξει στο δάσος
Και ονειρεύονταν τον ουρανό
Γιατί λυπότανε
Που δεν της έμειναν λουλούδια…”

“Τον ίσιο πόνο τον πονάμε εμείς
Οι ποιητές.” 

Ο Γιώργος Σαραντάρης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, στις 20 του Απρίλη 1908 και έφυγε από τη ζωή στις 25 του Φλεβάρη 1941.

Σπούδασε νομικά και φιλοσοφία στην Μπολόνια της Ιταλίας.

Υπήρξε από τους πρώτους εισηγητές του υπαρξισμού στη χώρα μας και ποιητής της γενιάς του ’30.

Ασχολήθηκε, στο υπόλοιπο της μικρής ζωής του, αποκλειστικά με την ποίηση και την φιλοσοφία.

Στον πόλεμο του 1940, στρατεύτηκε στην Αλβανία και αρρώστησε. Λίγο μετά, στην επιστροφή του στην Αθήνα πέθανε μόλις 33 χρόνων. Ο ίδιος δεν ζήτησε τίποτα, μια θέση δηλαδή ασφαλέστερη, στα μετόπισθεν. Θεωρούσε ότι έκανε στην πράξη το χρέος του προς την πατρίδα του,  αλλά και θεωρητικά, έβλεπε τη συμμετοχή του σαν αντιπαράθεση του πνεύματος ενάντια στη βία του άδικου πολέμου. Σωματικά όμως δεν άντεξε.  Ο Ελύτης είχε πάρει τη θέση – καταγγελία, ότι έπρεπε οι αρμόδιοι να είχαν φροντίσει, ώστε ο Σαραντάρης να μην ήταν στην πρώτη γραμμή του μετώπου.

Του έχουν αποδώσει τον χαρακτηρισμό του ποιητή του “ελάσσονος τόνου”. Η ποίησή του έχει μια εσωτερική δύναμη, είναι αληθινή και διακρίνεται από ένα γνήσιο ανθρωπισμό.

“Κι είναι η σειρά μας / Να βρεθούμε αθάνατοι, / Να φιλήσουμε την ομορφιά / Στα χείλη / Και στο λεπτό της φόρεμα.”

Τα ποιήματά του είναι σύντομα, λιτά, όπου η κάθε λέξη έχει την σημασία της, καθώς είναι προσεχτικά επιλεγμένη.

Κάποια ποιήματα, είναι γραμμένα, με ακόμα λιγότερους στίχους:

“Ιδού, η όμορφη / Η ξακουστή η αφάνταστη / Σάρκα των ονείρων μου! / Ιδού, η τρισχαριτωμένη / Αγάπη, που πλάθουν / Οι χίλιες μέρες / Της ανέσπερης ζωής μου!”(Απόκοσμο τραγούδι)

“Και αίσθημα και αίσθηση αφήσανε / οι ανεπαίσθητοι ουρανοί / χαϊδεύοντας τις επιφάνειες.”  (Αύριο)

Με ιδιαίτερο σεβασμό αναφερόταν στην γυναίκα, στον έρωτα, στην αγάπη:

“… Αλλά είναι η καρδιά μας ένα κύμα, μυστικό, χωρίς αφρό. Βουβά πιάνει μια στεριά…”  (Η καρδιά μας)

“…Ω, το γέλιο της αυγής / Που ξύπνησε στην άκρη ενός φιλιού / Μέσα στη νύχτα!”  (Νηνεμία)

“Μπορεί ένας από μας ν’ αγαπήσει μια γυναίκα; / Ας βγει έξω / Ας περπατήσει προς τη θάλασσα / Ας τραγουδήσει / Από τα κύματα θ’ ανθίσουν γυναίκες / Όχι μοναχά για κείνον που τραγουδά / Αλλά για όλους μας / Όλοι θα μάθουμε ξανά τον έρωτα / Σαν να μην τον ξέραμε ποτέ / Σαν να τον είχαμε λησμονήσει / Γιατί τον είχαμε λησμονήσει.” (Γιατί τον είχαμε λησμονήσει)

Έργα του Γιώργου Σαραντάρη: Οι αγάπες του χρόνου (1934), Τα ουράνια (1934),  Αστέρια (1935), Γράμματα σε μια γυναίκα (πεζό – 1936), Στους φίλους μιας άλλης χαράς (Νεοελληνική λογοτεχνία – 1940).

Δοκίμια: Συμβολή σε μια φιλοσοφία της ύπαρξης (1937),  Η παρουσία του ανθρώπου (1938),  Δοκίμια λογικής σα θεωρία του απόλυτου και μη απόλυτου (1939).

Η άνοιξη σαν έκλεισε τα μάτια

Η άνοιξη σαν έκλεισε τα μάτια
Είταν γιομάτη θόρυβο

Είχε το πρόσωπο ξανθό
Απ’ το μεθύσι

Τα μαλλιά
Της σκέπαζαν τον ύπνο

Είχε τρέξει στο δάσος
Και ονειρεύονταν τον ουρανό

Γιατί λυπότανε
Που δεν της έμειναν λουλούδια

Να χαρίσει
Στον ουρανό

Τα είχε χαρίσει όλα
Στην καρδιά μας

Και είχε φύγει
Να μην την ξαναδούμε

Να μη ζητάμε πια
Να μη θέλουμε πια

Δικό της δώρο.

“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: