Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Ακούμε: Δε θέλεις πια να δουλέψεις μαζί μας» του Μπέρτολτ Μπρεχτ

“Λες:
Πολύν καιρό έλπιζες. Δε μπορείς
άλλο πια να ελπίζεις.
Έλπιζες τι;
Πως ο αγώνας θαν’ εύκολος;

Δεν είν’ έτσι.
Η θέση μας είναι χειρότερη απ’ όσο νόμιζες…”

Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ ήταν θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης, ποιητής, κριτικός λογοτεχνίας, έγραψε και θεωρητικά – πολιτικά κείμενα.

Γεννήθηκε στο Άουγκσμπουργκ της Βαυαρίας, στις 10 του Φλεβάρη 1898.

Το 1949 εγκατεστάθηκε στο Ανατολικό Βερολίνο, όπου και ίδρυσε τον περίφημο θίασο “Μπερλίνερ Ανσάμπλ”. Στην ίδια πόλη, έφυγε από τη ζωή στις 14 Αυγούστου 1956.

Το έργο του είναι στρατευμένο στο πλευρό των εργατών.

Έργα του (εκτός από ποιήματα έγραψε και τα θεατρικά έργα): Ταμπούρλα μέσα στη νύχτα,  Η όπερα της πεντάρας,  Ο κύκλος με την κιμωλία, Η Αγία Ιωάννα των σφαγείων, Ο κ. Πούντιλα κι ο δούλος του ο Μάτι, Η ανασχετική άνοδος του Αρθούρου Ούι, Η μάνα κουράγιο και τα παιδιά της, Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν, Τα οράματα της Σιμόν Μασσάρ, Τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ  κ.ά.

«Κι η τέχνη πρέπει, σ’ αυτούς τους καιρούς των αποφάσεων ν’ αποφασίσει. Μπορεί να κάνει τον εαυτό της όργανο μιας μικρής μερίδας ορισμένων, που παίζουν τις θεότητες της μοίρας για τους πολλούς και που απαιτούν μια πίστη που πρέπει, πρώτ’ απ’ όλα, να είναι τυφλή και μπορεί να σταθεί στο πλευρό των πολλών και να βάλει τη μοίρα τους στα δικά τους χέρια. Μπορεί να παραδώσει τον άνθρωπο στις συγχύσεις, τις αυταπάτες και τα θαύματα και μπορεί να παραδώσει τον κόσμο στον άνθρωπο. Μπορεί να μεγαλώσει την αμάθεια και μπορεί να μεγαλώσει τη γνώση. Μπορεί να κάνει έκκληση στις δυνάμεις που αποδείχνουν τη δύναμή τους, καταστρέφοντας και στις δυνάμεις που αποδείχνουν τη δύναμή τους, βοηθώντας.»

Μπέρτολτ Μπρεχτ

Το παραπάνω κείμενο είναι ο πρόλογος από τα “Πολιτικά κείμενα” του Μπέρτολτ Μπρεχτ, που τα έγραψε στη δεκαετία ’30 – ’40, όταν ο φασισμός απλώνονταν απειλητικός στην Ευρώπη. Από αυτά τα κείμενα, σαν επίλογος, είναι και το ποίημά του, που ακολουθεί.

Η μετάφραση από το πρωτότυπο είναι του Βασίλη Βεργωτή. Εκδόσεις “Στοχαστής” – 1971.

 

Α.

Ακούμε:
Δε θέλεις πια να δουλέψεις μαζί μας.
Γονάτισες. Δε μπορείς άλλο να τρέχεις.
Κουράστηκες. Δε μπορείς πια να μαθαίνεις καινούργια.
Ξόφλησες.
Κανείς δε μπορεί να σου ζητήσει να κάνεις πια τίποτα.

Μάθε λοιπόν:
Εμείς το ζητάμε.

Σαν κουραστείς κι αποκοιμηθείς
Κανείς δε θα σε ξυπνήσει πια να πει:
Σήκω, το φαΐ είν’ έτοιμο.
Γιατί να υπάρχει έτοιμο φαΐ;
Σαν δε θα μπορείς άλλο να τρέχεις,
θα μείνεις ξαπλωμένος. Κανείς
Δε θα σε ψάξει για να πει:
Έγινε επανάσταση. Τα εργοστάσια
Σε περιμένουν.
Γιατί να ‘χει γίνει επανάσταση;
Όταν πεθάνεις θα σε θάψουν
Είτε φταις που πέθανες είτε όχι.

Λες:
Πολύν καιρό αγωνίστηκες. Δεν μπορείς
άλλο πια ν’ αγωνιστείς.
Άκου λοιπόν:
Είτε φταις είτε όχι:
Σαν δε μπορείς άλλο να παλέψεις, θα πεθάνεις.

 

Β.

Λες:
Πολύν καιρό έλπιζες. Δε μπορείς
άλλο πια να ελπίζεις.
Έλπιζες τι;
Πως ο αγώνας θαν’ εύκολος;

Δεν είν’ έτσι.
Η θέση μας είναι χειρότερη απ’ όσο νόμιζες.

Είναι τέτοια που:
Αν δεν καταφέρουμε το αδύνατο
Δεν έχουμε ελπίδα.
Αν δεν κάνουμε αυτό που κανείς δε μπορεί να μας ζητήσει
Θα χαθούμε.

Οι εχθροί μας περιμένουν να κουραστούμε.

Όταν ο αγώνας είναι στην πιο σκληρή καμπή του.
Οι αγωνιστές έχουν την πιο μεγάλη κούραση.
Οι κουρασμένοι χάνουν τη μάχη.

“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: