“Δάκρυα σκορπά το σύννεφο κι άνεμο το φεγγάρι, Έρωτα! σπάσε τα δεσμά, λύγισε το δοξάρι…”
“Φύγατε εσείς για να ζήσουμε εμείς και ήρθε η μεγάλη σκοτεινιά, η στέρηση και το μικροβόλεμα!…”
“Αιχμάλωτοι δεμένοι στις άγκυρες ένας κρίκος γύρω στο λαιμό του ορίζοντα κι άλλες αλυσίδες εκεί στα πόδια των παιδιών και στα χέρια της αυγής που κρατούν μια μαργαρίτα…”
“Απλώνονται δειλά – δειλά τα παιδιά και σ’ άλλα μέρη και σ’ άλλες γειτονιές και τραβούν απ’ τον ουρανό το φεγγάρι Το τραβούν, το σέρνουν και χάνονται…”
“Μην αγγίζετε τις κρυφές πληγές Θα γελάσουν οι λιμναίοι καθρέπτες Προβάλλοντας σκοτεινά κέρατα Κόκαλο και ντροπή τ’ ουρανού…”
Κεραυνός και βροντή ή άλλη αιτία/ ποτέ δε συγκλόνισαν την Ισπανία συθέμελα/ όσο οι πιστολιές από το χέρι σου, δολοφόνε/ του Λόρκα, των χιλιάδων αθώων
«Κοντά στα ποιήματά μου δοκίμασα να γράψω και μερικά τραγούδια, χωρίς να τα υποτιμώ καθόλου. Έτσι ή αλλιώς, μιλά κανείς για τα ίδια πράγματα που αγαπά και από κει και πέρα το λόγο έχουν αυτοί που θα τ’ ακούσουν…»
“Έφτασα γέρος στη στεριά, στη λατρευτή Ιθάκη κι αντί να βρω παρηγοριά, με τρώει το σαράκι!
Εγώ ‘μαι ο μέγας νικητής, εγώ κι ο νικημένος κι αν με ορθότητα σκεφτείς, είμαι διπλά χαμένος…”
“Ο λαός των τυφλών εξοντωμένος μαρμάρωσε στα ίδια και στα ίδια… Τα όνειρα ντυμένα με φορέματα αγγέλων φωνάζουνε: «Δεν πάει άλλο, ξυπνήστε!»…”
Ο Τάσος Λειβαδίτης συγκαταλέγεται στους λεγόμενους “ποιητές της ήττας”, αν τελικά είναι σωστός αυτός ο όρος. Παρόλα αυτά, στην ποίησή του διακρίνουμε και στην πιο απαισιόδοξη γραφή του, μια κρυμμένη αισιοδοξία, βγαλμένη από το πέρασμα του χρόνου.