Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Το Εμβατήριο του Ωκεανού» του Γιάννη Ρίτσου

“Αιχμάλωτοι δεμένοι στις άγκυρες
ένας κρίκος γύρω στο λαιμό του ορίζοντα
κι άλλες αλυσίδες εκεί στα πόδια των παιδιών
και στα χέρια της αυγής που κρατούν μια μαργαρίτα…”

Ο Γιάννης Ρίτσος είναι από τους σπουδαιότερους ποιητές μας. Γεννήθηκε την 1 του Μάη του 1909, στη Μονεμβασιά της Λακωνίας και έφυγε από τη ζωή στις 11 του Νοέμβρη 1990.

Τελείωσε το Γυμνάσιο στο Γύθειο και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου δούλεψε τυπογραφικός διορθωτής στις εκδόσεις “Γκοβόστης”, ως αυτοδίδακτος σκηνοθέτης και ηθοποιός, καθώς και ως χορευτής σε επιθεωρήσεις.

Στην κατοχή εντάχθηκε στο ΕΑΜ. Ο Γιάννης Ρίτσος ήταν  μέλος του ΚΚΕ, και όταν αυτό ήταν στην παρανομία συνέχισε τους αγώνες του στην ΕΔΑ.

Εξορίστηκε στη Μακρόνησο, στη Λήμνο, στον Αη Στράτη. Αργότερα, στη χούντα των συνταγματαρχών, στη Γυάρο και στη Λέρο.

Προτάθηκε τέσσερις φορές για το βραβείο Νόμπελ, χωρίς, για ευνόητους λόγους, να το πάρει.

Το 1956 πήρε το Α’ Κρατικό Λογοτεχνικό Βραβείο Ποίησης, για την περίφημη Σονάτα του Σεληνόφωτος και το 1977 το Βραβείο Λένιν. Ο Γιάννης Ρίτσος έχει τιμηθεί και με άλλα διεθνή βραβεία ποίησης.

Το πλούσιο έργο του Γιάννη Ρίτσου, είναι πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις. Έγραψε και είκοσι δύο μυθιστορήματα.

Τρακτέρ (1934), Πυραμίδες (1935), Επιτάφιος (1936), Το τραγούδι της αδελφής μου (1937), Εαρινή συμφωνία (1938), Το εμβατηρίου του ωκεανού (1940), Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής (1943), Δοκιμασία (1943), Ο σύντροφός μας (1945), Ο άνθρωπος με το γαρύφαλο (1952), Αγρύπνια (1954), Πρωινό άστρο (1955), Η σονάτα του σεληνόφωτος (1956), Χρονικό (1957), Αποχαιρετισμός (1957), Υδρία (1957), Χειμερινή διαύγεια ,(1957), Πέτρινος χρόνος (1957) Οι Γειτονιές του Κόσμου (1957), Όταν έρχεται ο ξένος (1958), Ανυπότακτη Πολιτεία (1958), Οι γερόντισσες και η θάλασσα (1959), Το παράθυρο (1960), Η γέφυρα (1960), Το νεκρό σπίτι (1962), Κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού (1962), Το δέντρο της φυλακής και οι γυναίκες (1963), Δώδεκα ποιήματα για τον Καβάφη (1963), Παιχνίδια τ’ ουρανού και του νερού (1964), Φιλοκτήτης (1965), Ρωμιοσύνη 1966, Ορέστης (1966), Όστραβα (1967), Μαρτυρίες – σειρά πρώτη), Μαρτυρίες – σειρά δεύτερη), Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα (1972), Η Ελένη (1972), Χειρονομίες (1972), Τετάρτη διάσταση (1972), Η επιστροφή της Ιφιγένειας (1972), Χρυσόθεμις (1972), Ισμήνη (1972), Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1973), Διάδρομος και η σκάλα (1973), Γκραγκάντα (1973), Σεπτήρια και Δαφνηφόρια (1973), Ο αφανισμός της Μήλος (1974),  Ύμνος και θρήνος για την Κύπρο (1974), Καπνισμένο Τσουκάλι (1974), Κωδωνοστάσιο (1974), Χάρτινα (1974), Ο τοίχος μέσα στον καθρέπτη (1974), Η Κυρά των Αμπελιών (1975), Η τελευταία προ Ανθρώπου Εκατονταετία (1975), Τα Επικαιρικά (1975), Το Υστερόγραφο της Δόξας (Άρης Βελουχιώτης), Ημερολόγια Εξορίας (1975), Μαντατοφόρες (1975), Θυρωρείο (1976), Γίγνεσθαι (1977), Το μακρινό (1977),  Βολιδοσκόπος (1978), Τοιχοκολλητής (1978), Τροχονόμος (1978), Η Πρύλη (1978), Το σώμα και το αίμα (1978), Μονεμβασιώτισσες (1978), Το τερατώδες αριστούργημα (1978), Φαίδρα (1978), Λοιπόν; (1978), Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα (1978), Γραφή τυφλού (1979), Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού (1980), Διαφάνεια (1980), Πάροδος (1980), Μονόχορδα (1980), Τα Ερωτικά (1981),  Συντροφικά τραγούδια (1981), Αρίοστος ο Προσεχτικός (1982), Υπόκωφα (1982), Ιταλικό τρίπτυχο (1982), Μονοβάσια (1982), Το χορικό των σφουγγαράδων (1983), Τειρεσίας (1983), Τι παράξενα πράγματα (1983)  κ.ά.

Θεατρικά: Πέρα απ’ τον ίσκιο των κυπαρισσιών (1958), Μια γυναίκα πλάι στο θάλασσα (1959

Μετέφρασε  Μαγιακόφσκι, Ναζίμ Χικμέτ,  Άλ.Τολστόι, Α. Μπλοκ, Σεργκέι Γεσένιν, Νικόλα Γκιλλιέν, Έρενμπουργκ, Ρουμάνους ποιητές, Τσέχους και Σλοβάκους ποιητές,  κ.ά.

Αρκετά από τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες.

Το Εμβατήριο του Ωκεανού, εκδόθηκε το 1940 και θεωρείται ως ένα από τα λυρικά έργα του Γιάννη Ρίτσου.

Από εκεί ένα απόσπασμα:

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ λιμάνι
φώτα πνιγμένα στα νερά
πρόσωπα δίχως μνήμη και συνέχεια
φωτισμένα απ’ τους περαστικούς προβολείς μακρινών πλοίων
κ’ ύστερα βυθισμένα στη σκιά του ταξιδιού
λοξά ιστία με κρεμασμένες λάμπες ονείρου
σαν τις ραγισμένες φτερούγες αγγέλων που αμάρτησαν
οι στρατιώτες με τις κάσκες
ανάμεσα στη νύχτα και στο κάρβουνο
τραυματισμένα χέρια σαν τη συγνώμη που έφτασεν αργά.

Αιχμάλωτοι δεμένοι στις άγκυρες
ένας κρίκος γύρω στο λαιμό του ορίζοντα
κι άλλες αλυσίδες εκεί στα πόδια των παιδιών
και στα χέρια της αυγής που κρατούν μια μαργαρίτα.

Κ’ είναι τα κατάρτια που επιμένουνε
να μετρήσουν τ’ άστρα
με τη βοήθεια της ήρεμης ανάμνησης
– μια ανθοδέσμη γλάρων στην αυγινή ευδία.

Φεύγει το χρώμα απ’ το πρόσωπο της ημέρας
και το φως δε βρίσκει ένα άγαλμα
να κλειστεί να δικαστεί να γαληνέψει.

Θα υποθάλπουμε λοιπόν ακόμη
την ανοιχτή πληγή του ήλιου
που αναβρύζει σπόρους λουλουδιών
στην ίδια πορεία
στην ίδια ερώτηση
στις γόνιμες φλέβες της άνοιξης
που επαναλαμβάνει τους γύρους των χελιδονιών
γράφοντας ερωτικά μηδέν
στο ακατανίκητο στερέωμα;

Ποια πληγή
δεν μας δωρήθηκε ακόμη
για να συμπληρώσουμε
του θεού τη θεότητα;

ΠΑΙΔΙ μελαχρινό με τα γαλάζια μάτια
με τα πυκνά μαλλιά που τα χτένισε η θάλασσα
παιδί με το ανεύθυνο βάδισμα που ποτέ δε ρωτούσε τη γη
περήφανο παιδί που αρνιόσουνα την εκκλησία της Κυριακής
που έφτιαχνες χαρταετούς και πλοία
με τα τετράδια της αριθμητικής·
θυμάσαι το γέρο καπετάνιο
που ξέχασε το λιμάνι κοιτάζοντας τ’ αστέρια
για να κερδίσει τη νιότη τραγουδώντας τη θάλασσα;
Έτσι την ώρα που μας άφηνε
το τελευταίο χαμόγελο της νύχτας
και δεν είχαμε άλλο πλοίο να μπαρκάρουμε
κ’ ήταν οι προκυμαίες χωρίς φανάρια κ’ επιβάτες
απαντήσαμε τον ίσκιο μας ω παιδί της θάλασσας
απαντήσαμε σένα μ’ ένα φεγγάρι ανοιξιάτικο στα χέρια
να βηματίζεις μονάχο απ’ ακρογιάλι ανάμεσα στα βράχια
όπου ρεμβάζουν γαλήνια τα καβούρια κ’ οι φώκιες.

ΧΑΡΑ της τρικυμίας
της γαλήνης
της αναχώρησης
χαρά του αιώνιου ταξιδιού
τα φώτα της παραλίας να σβήνουν
να μπαίνουμε στην καρδιά του ωκεανού
στο αστείρευτο άσμα των νυκτερινών κυμάτων
ενώ ο Θεός
απ’ τα ύψη της μεγάλης ερημιάς του
λιθοβολάει την τόλμη μας
με όνειρα λαμπρά.

Ω ανεξάντλητε πόνε, ω παγκόσμια χαρά
συμπαντική φωτιά
που πυρπολείς τα μελανά μαλλιά της νύχτας
κι ανάβεις την αυγή πάνω από τ’ άσπρα ιστία
πάνω από τα ψηλά κατάρτια
όπου ανεβαίνουν οι ποιητές
να χαιρετήσουν το νέο πρόσωπο του Θεού
που καθρεφτίζεται μειδιώντας στα νερά
μέσα στο πλαίσιο δυο μεθυσμένων γλάρων.

Ήλιε, Ήλιε
που βάφεις μ’ αίματα τη θάλασσα
γυμνός προσφέρομαι στη φλόγα σου
να φωτίσω τα μάτια των ανθρώπων.

Αδέλφια μου
ακούστε τη φωνή σας, τη φωνή μου
ακούστε το τραγούδι του ήλιου και της θάλασσας.

“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: