“…κάνε τα πάντα για να πιάσεις την καλή, πάτα στον λαιμό τον μεροκαματιάρη, κλέψ’ του το ψωμί, άδειασε τα δημόσια ταμεία, αν προκύψει κάποιο πρόβλημα, μην φοβάσαι, δεν θα πας φυλακή, αρκεί να έχεις κλέψει αρκετά…”
“Γέμισε ο τόπος ρουφιάνους άνθρωποι που πουλιούνται φτηνά για 5 ευρώ για ένα καφέ και μια τυρόπιτα…”
“Πεταμένα τα λουλούδια της στον δρόμο, δεν πρόλαβε να τα μυρίσει, έφυγε νωρίς, βιαστικά, σχεδόν σα φάντασμα, πατώντας επάνω στη φρεσκοστρωμένη άσφαλτο…”
“Ετοιμάσου, ζαλίστηκαν τα πελάγη κι αλυχτάνε τα σκυλιά του φεγγαριού. Ετοιμάσου! – Να μην είναι η θέση σου κενή στους αγώνες! “
“Λες: Πολύν καιρό έλπιζες. Δε μπορείς άλλο πια να ελπίζεις. Έλπιζες τι; Πως ο αγώνας θαν’ εύκολος;
Δεν είν’ έτσι. Η θέση μας είναι χειρότερη απ’ όσο νόμιζες…”
Ένα αδημοσίευτο ποίημα του Γιώργου Δ. Μπίμη
“Έσπασες τη βιτρίνα τους κι ας το ‘ξερες ρε Zackie ήσουν μια δόση καθαρή σ’ ένα ντουνιά πρεζάκι…”
Ω αγωνιστή Ναπολέοντα Σουκατζίδη Η θυσία σου παράδειγμα για όλες τις γενιές Μύρια γαρύφαλλα στον τάφο σου στολίδι Και τα λόγια σου σε όλες τις καρδιές.
“Εγώ κι εγώ και πάλι εγώ, κι εγώ το σιχαμένο σαν βδέλλα πώς μας κόλλησε κι ακόμα το υπομένω; μην ξανακούσω να πεις: εγώ! Κι εσύ αν μ’ ακούσεις ποτέ, με τις χειρότερες βρισιές σου να με λούσεις…”
“Θα βγει πρωί ακούγοντας το κλάμα του περαματάρη, σαν παιδιού αθώο και θ’ ακουμπήσει το ένα πόδι στη στεριά και το άλλο στον ωκεανό Με πανοπλίες γεμάτος έτοιμος για της ζωής του το ταξίδι…”