Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Το τραγούδι της ηλιαχτίδας» του Μιχαήλ Λέρμοντοφ

“Είμαι η κατάχρυση ηλιαχτίδα
χτήμα του πλούσιου και φτωχού
παρηγοριά του απελπισμένου
και συντροφιά του μοναχού…”

Ο Μιχαήλ Γιούριεβιτς Λέρμοντοφ γεννήθηκε στη Μόσχα, στις 15 του Οκτώβρη 1814 και έφυγε από τη ζωή στις 27 του Ιούλη 1841. Με τον Αλεξάντρ Πούσκιν και τον Νικολάι Νεκράσοφ  αποτελούν την τριάδα των μεγαλύτερων Ρώσων ποιητών του 19ου αιώνα (από πολλούς θεωρείται ο μεγαλύτερος ποιητής της Ρωσίας μετά τον Πούσκιν), και βέβαια ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές του κόσμου. Έχει χαρακτηριστεί ως «ποιητής του Καυκάσου».

Άρχισε να γράφει τα πρώτα του ποιήματα σε ηλικία 15 χρονών. Το 1835 δημοσίευσε το πρώτο του ποίημα, με τον τίτλο «Χατζή Αμπράκ», στο οποίο δίνει με αριστουργηματικό τρόπο μια εικόνα της σκληρής ζωής και των αγώνων των ηρωικών φυλών του Καυκάσου για τη διατήρηση της ανεξαρτησίας τους. Σε ένα από τα ποιήματά του περιέγραψε την ποίησή του σαν «ατσαλένιο στίχο ποτισμένο με πικρία και μίσος».

Εγκατέλειψε το Πανεπιστήμιο της Μόσχας όπου σπούδαζε για να γραφτεί στη Σχολή Αξιωματικών της Αγίας Πετρούπολης. Υπηρέτησε στο σύνταγμα των Ουσάρων της φρουράς του Τσάρου με τον βαθμό του ανθυπιλάρχου. Ο ίδιος υπήρξε φιλελεύθερο πνεύμα και πολέμιος της απολυταρχίας.

Μετά το ποίημα που εκφώνησε στην κηδεία του Πούσκιν (είχε σκοτωθεί σε μονομαχία), διατάχτηκε η σύλληψή του και εξορίστηκε στον Καύκασο. Η εποχή της εξορίας του ήταν και η πιο γόνιμη της ποιητικής του δημιουργίας. Τότε έγραψε τα αριστουργήματά του «Δαίμονας», «Άγγελος θανάτου», «Νανούρισμα».

Ο Μιχαήλ Λέρμοντοφ σκοτώθηκε σε μονομαχία σε ηλικία 27 χρονών, αφήνοντας δυσαναπλήρωτο κενό στη ρωσική λογοτεχνία.

Το ποίημα «Το τραγούδι της ηλιαχτίδας», του Μιχαήλ Λέρμοντοφ, εμπεριέχεται στον τόμο “Ανθολογία Ρωσικής Ποίησης” των εκδόσεων “Κοροντζή” (Ανθολόγηση ποιημάτων: Χριστίνα Κοροντζή – Επιμέλεια: Ελπίδα Βουρλιώτη, Καισαριανή 2014), και αποδίδεται στα ελληνικά από τον Γιάννη Αηδονόπουλο.

Το τραγούδι της ηλιαχτίδας

Είμαι η κατάχρυση ηλιαχτίδα
χτήμα του πλούσιου και φτωχού
παρηγοριά του απελπισμένου
και συντροφιά του μοναχού.

Δεν ξεχωρίζω πλούτη ή φτώχεια
παντού σκορπιέμαι με χαρά
μπαίνω απ’ το κάθε παραθύρι
με τα χρυσά μου τα φτερά.

Μες στα παλάτια κάθε λάμψη
την παραβγαίνω και νικώ.
Φωτίζω απλά, χαριτωμένα,
κάθε σπιτάκι φτωχικό.

Στα χέρια των χλωμών αρρώστων
παίζω απαλή και στοργική,
φέρνω στο χώμα το σπαρμένο
τη φλόγα, την ερωτική.

Δίνω τη δύναμη στο στάχυ
για να το χαίρομαι μεστό.
Παίζω με τους φυλακισμένους
μες στο κελί τους το κλειστό.

Μπαίνω στα στήθια της θερίστρας
σαν ερωτιάρικο πουλί.
Βαρκούλα γίνομαι στο κύμα
παραμυθένια κι απαλή!

Στα γεροντάματα είμαι ο φίλος
ο σιωπηλός, που δε μιλεί.
Πόδια γλυκαίνω κουρασμένα
παίζω με τ’ άσπρο το μαλλί…

Κι είμαι το πιο φτηνό το δώρο
για τα παιδάκια των φτωχών
βραχιόλι γίνομαι στα χέρια
των πονεμένων τους ψυχών.

Μόνο ο τυφλός δεν με κατέχει.
Και τι δεν τάζει να με δει!…
Μα έχει κλειστά τα βλέφαρά του
και κλαίει για μένα σαν παιδί!

Είμαι η κατάχρυση ηλιαχτίδα
χτήμα ολονών και κανενός,
χωρίς εμέ τα μάτια τάφος
κι όλος ο κόσμος σκοτεινός…

“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: