“…Δεν πρόλαβε να γευτεί τη λευτεριά που αγαπούσε Για εκείνη που αγωνίστηκε ηρωικά όσο ζούσε. “
“…Ανέκαθεν το κόλπο ήταν μεγάλο. Σε ρούφηξαν και τώρα σε πετάνε, σαν το τσιγάρο, κάτω σε πατάνε, και από το πακέτο ανάβουν άλλο.”
“Το όνομά σου Κυριακή, όλοι οι δικοί σου χαθήκανε στους αγώνες, τους τιμούσαν συχνά με τελετές και λόγους και στεφάνια, μα εσύ τα σιχαινόσουν όλα αυτά…”
Αποφεύγοντας τα μεγάλα λόγια και τους ύμνους για τον Μίκη Θεοδωράκη, ας αναφερθούμε στην ποίησή του και τους στίχους του, που συναντάμε στα τραγούδια του. Η ποιητική γραφή του στο μουσικό του έργο, ως βίωμα του ίδιου του Μίκη Θεοδωράκη, ταυτίζεται με την σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας.
Αδημοσίευτη ποίηση, του Γιώργου Δ. Μπίμη
“Μπροστά μπροστά”, φώναξε η επικεφαλής. “Μπροστά μπροστά”, επανέλαβε το πλήθος των γυναικών. Οι αστυνομικοί που φύλαγαν τη γωνία αναδιπλώθηκαν. Δεν τις χτύπησαν. Πυροβολούσαν στον αέρα. Οι γυναίκες τους αφαίρεσαν τα όπλα…
“…αλλά ο κόπος του, από χρόνο σε χρόνο λιγότερα αξίζει, το εισόδημά του όσο πάει λιγοστεύει, το ψωμί που με τόση δυσκολία βγάζει, όλο και περισσότερο μικραίνει, είναι ολοφάνερο ότι κάποιος τον ληστεύει.”
“Όλοι μου λεν πως είμαι αθώος γιατί σπανίως εννοούν τα πάμπολλά μου εγκλήματα. Πως είμαι δήμιος, ασφαλώς δεν το πιστεύουν. Μα εγώ φοβάμαι. Γιατί, καλώς γνωρίζω πόσες ωραίες μου πράξεις καρατόμησα· πόσες φορές κλάδεψα τους βλαστούς μου…”
Ζει στα Εξάρχεια και κάνει την απογοήτευσή της τραγούδι. Μπλέκεται με αναρχοαυτόνομες ομάδες και βγάζει αφίσα που γίνεται (με τα σημερινά δεδομένα) viral, με σύνθημα «Οι μπάτσοι πουλάνε την ηρωίνη». Η ποίησή της εκτιμήθηκε ακόμα περισσότερο μετά τον θάνατό της.
“Κι αν μόνο ένας, πούνε, πως κάηκε, κι εσύ μ’ απάθεια κατανεύσεις, συλλογίσου! πως κάτι μέσα σου μηδενίστηκε, για να φτάσεις να απαντάς σ’ ανθρώπου κραυγή με τη δική σου σιωπή…”