«Γερασμένες Ιφιγένειες» – 8 Μαρτίου ντύνονται το μαύρο κουστούμι
Τα χέρια τους μυρίζουν άνηθο και σκόρδο, χλωρίνη και απορρυπαντικό. Τα τρίβουνε με το πράσινο σύρμα του ταψιού, ν’ ασπρίσουν τα κιτρινισμένα νύχια και οι καφέ κηλίδες, αλλά η φορά των ημερών δεν γυρίζει προς τα πίσω, δεν επιστρέφουν στα χρόνια με τα λευκά χέρια και το τρυφερό δέρμα, όταν, νεαρές Ιφιγένειες κοινής γενιάς, ονειρεύονταν έναν Αχιλλέα…
Γυναίκες που κοιμούνται στα παλιά μωσαϊκά κάτω από το τραπέζι της κουζίνας, έβγαλαν τα σεντόνια από τα διπλά στρώματα, κλείδωσαν τις κάμαρες, και περνούν τις μέρες και τις νύχτες τους, στο χώρο που από μικρές τις έταξαν ιέρειες. Υπηρετούν το χρέος τους μετρώντας τις κόγχες της κουζίνας, ανάμεσα σε πιπέρια και κανέλες, ωμά κρέατα, ψητά της κατσαρόλας, και τάπερ που πρέπει να γεμίσουν.
Τα χέρια τους μυρίζουν άνηθο και σκόρδο, χλωρίνη και απορρυπαντικό. Τα τρίβουνε με το πράσινο σύρμα του ταψιού, ν’ ασπρίσουν τα κιτρινισμένα νύχια και οι καφέ κηλίδες, αλλά η φορά των ημερών δεν γυρίζει προς τα πίσω, δεν επιστρέφουν στα χρόνια με τα λευκά χέρια και το τρυφερό δέρμα, όταν, νεαρές Ιφιγένειες κοινής γενιάς, ονειρεύονταν έναν Αχιλλέα, την αγκαλιά ενός ημίθεου που θα σήκωνε στο σώμα τους τρικυμίες.
Αγνοούσαν πως η μοίρα της κάθε Ιφιγένειας δεν είναι αυτή. Δεν έσμιξαν με κάποιον Αχιλλέα, είχαν να ξεπληρώσουν οφειλές, όπως όλα τα θηλυκά, γεννήθηκαν μ’ ένα χρέος. Ο Πατέρας τις πήρε παρθένες απ’ το χέρι και τις οδήγησε στο βωμό, σφαχτά για τη θυσία, καμία Άρτεμις δεν ήρθε να τις σώσει, κανένα σύννεφο δεν της πήρε μακριά, ήρθε ένας άγνωστος με μαύρο κουστούμι, ξένο χνώτο και ξένο άγγιγμα, τις τύλιξε σε νυφικά και τις έφερε στο σπίτι με το μωσαϊκό και το διπλό κρεβάτι.
Με τον καιρό συνήθισαν το χνώτο του, συνήθισαν το άγγιγμά του, την όψη του και τη φωνή του, συνήθισαν να ιερουργούν σαν μάνες, σύζυγοι, νοικοκυρές, συνήθισαν και το πεινασμένο σώμα τους, κατάπιαν τα παιδιά τους μήπως και χορτάσουν, και έμαθαν να κρύβουνε την πείνα τους στους ατμούς της κατσαρόλας, σε λερωμένες πάνες, ρούχα παιδικά, πουκάμισα σιδερωμένα, και γυαλισμένα έπιπλα.
Με τον καιρό, τον πόνεσαν εκείνον με το μαύρο κουστούμι, τον φρόντισαν, τον γηροκόμησαν, του έκλεισαν τα μάτια. Ξεμείναν στις κουζίνες τους, να γεμίζουν τάπερ για τους καρπούς της κοιλιάς τους, κουράστηκαν, γερασμένες ιέρειες της κουζίνας, κουράστηκαν, μα δεν το ομολογούν, ντρέπονται και φοβούνται, φοβούνται μέσα απ’ την κούραση μην ξεπεταχτούν αλήθειες, μην αποκαλυφθεί ότι μια ολόκληρη ζωή ποθούσαν έναν Αχιλλέα.
Οι γυναίκες που κοιμούνται στα παλιά μωσαϊκά κάτω από το τραπέζι της κουζίνας, κάθε βράδυ παρακαλούν, όταν ξαναγεννηθούν, να γίνουν χελιδόνια. Ελεύθερες να πετάνε ψηλά στον ουρανό, να τριγυρίζουν από τόπο σε τόπο, να φτιάχνουν τις φωλιές τους κάτω από μπαλκόνια και να τις αφήνουν όταν τα μικρά τους βγάζουνε φτερά. Οι γερασμένες Ιφιγένειες παρακαλούν να γίνουνε πουλιά, να σμίγουν με το ταίρι που επιθυμούν, να τις ζεσταίνει ο ήλιος, και να ζουν ανάλαφρες χωρίς το βάρος από τα χρέη κανενός.