Χαρακτικό στην καρδιά ενός πεντάχρονου: “Από το ράδιο έβγαιναν κραυγές”

Ο σημερινός εαυτός μου λέει «ευχαριστώ» σε όλους τους πρωταγωνιστές. Ευχαριστώ για ό,τι μου έμαθε ο καθένας ξεχωριστά, για τις θυσίες και τη στάση ζωής του καθένα ξεχωριστά, για το ότι, η φωνή στο ράδιο, τα δάκρυα της μάνας, ο πυρετός του πατέρα, δεν θα μου επιτρέψουν ποτέ να μείνω αδρανής όταν κινδυνεύουν «το Ψωμί, η Παιδεία, η Ελευθερία».

Αργά το βράδυ, καθισμένη στο διπλό κρεβάτι των γονιών μου, ο πατέρας ξαπλωμένος με ψηλό πυρετό, βυθισμένος σε έναν δικό του κόσμο, πάντα σε έναν δικό του κόσμο, που δεν είχε Ήλιο, μόνο δουλειά, δουλειά και δουλειά, από τις 6:00 το πρωί ως τις 12:00 το βράδυ και δυο μικρά παιδιά, νοίκι, έξοδα, λογαριασμούς, δουλειά εφτά ημέρες την εβδομάδα. Και κάτι τύπους που του ζητούσαν ταυτότητα κάθε βράδυ, κι ας είχαν ποτίσει τα ρούχα του μυρωδιά μπογιάς και κατεργασμένου δέρματος, βλαστήμαγε κάθε βράδυ, δεν κοιμόμουν, ήμουν πέντε, περίμενα να ακούσω τα κλειδιά στην πόρτα, να ησυχάσω ότι “ο μπαμπάς ήταν στο σπίτι”.

Αργά το βράδυ, καθισμένη στο διπλό κρεβάτι των γονιών μου, η μάνα κι εκείνη καθιστή, απέναντί μου και δίπλα στον πατέρα, άκουγε δακρυσμένη το ράδιο, δεν καταλάβαινα, κάτι φοβερό γινόταν. Κάποιοι φώναζαν δυνατά, θόρυβος πολύς, φασαρία, κάτι έσκαγε κάθε τόσο όπως τα πυροτεχνήματα την Ανάσταση, κάτι κακό γινόταν. Περνούσε μέσα απ’ το ράδιο και σκορπιζόταν στο δωμάτιο, ήταν μέσα στο σπίτι μας, φοβόμουν, φοβόμουν πολύ, κάτι όμως μου έλεγε πως δεν έπρεπε να μιλάω. Η μάνα δεν έκλεινε το ράδιο, είχε σταματήσει να κλαίει, ήταν θυμωμένη, ήξερα πότε ήταν θυμωμένη η μάνα, πού και πού με χάιδευε και μου έλεγε να μη φοβάμαι, να ξαπλώσω να κοιμηθώ, αλλά εγώ δεν ήθελα, μου είχε περάσει ο φόβος, αφού ήταν θυμωμένη η μάνα, θα ήμουν θυμωμένη κι εγώ, κάποιοι που σίγουρα ήταν κακοί χτυπούσαν φοιτητές, θα γινόμουν κι εγώ κάποτε φοιτήτρια, γιατί, λοιπόν, χτυπούσαν φοιτητές;

Κάποια ώρα πρέπει να με πήρε ο ύπνος, στο κρεβάτι ανάμεσα στους γονείς μου, με το ράδιο ανοιχτό, κι εκεί χάνεται στο σκοτάδι η μνήμη μιας πεντάχρονης, που δεν θυμάται τίποτα άλλο από τη 17η Νοεμβρίου 1973, ούτε πριν ούτε μετά, μια ανάμνηση που δεν έσβησε ποτέ μέσα στα χρόνια, ούτε αλλοιώθηκε σε καμιά της λεπτομέρεια, μόνο τοποθετήθηκε αργότερα όπως της έπρεπε στο ιστορικό πλαίσιο και απέκτησε τη σπουδαιότητα που της αναλογούσε και τη διαπίστωση ότι το αγωνίζεσθαι είναι αξία αδιαπραγμάτευτη.

Αυτά τα απλοϊκά έχει να διηγηθεί ο πεντάχρονος εαυτός μου, δεν περιέχουν, δυστυχώς, ήρωες και υπέροχες θυσίες, μόνο καθημερινούς ανθρώπους που δεν γεννήθηκαν για τις σπουδαίες πράξεις, αλλά οι ζωές τους καθορίστηκαν με πολλούς τρόπους από την εξέγερση εκείνων των γενναίων που έβαλαν την Ελευθερία πάνω από τη Ζωή τους.

Απλώς, όταν είσαι πέντε χρονών έχεις ακόμα την καθαρή διαίσθηση για να νιώσεις πόσο σπουδαία είναι αυτά που συμβαίνουν κάτω από μια απλοϊκή επιφάνεια. Κάποια γεγονότα γράφουν ανεξίτηλα στην ψυχή σου, και το ένστικτο εκείνου του παιδιού προφυλάσσει για όλη σου τη ζωή την αλήθεια που βίωσε, χωρίς να μπορούν να την αγγίξουν όσοι προσπαθούν να τη βουτήξουν στο ψέμα και τη λήθη.

Σαράντα οκτώ χρόνια μετά, το «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία» δεν είναι ένα παρωχημένο αίτημα.

Σαράντα οκτώ χρόνια μετά, δυστυχώς, η ανάγκη για Ψωμί, Παιδεία, και Ελευθερία έχει γιγαντωθεί, το αίτημα έχει γίνει κραυγή, και η καθημερινή καταπάτηση των αρχών της Δημοκρατίας, και των ανθρώπινων δικαιωμάτων, ζωντανεύουν τη βαθιά χαραγμένη ανάμνηση εκείνης της νύχτας, και τη μετατρέπουν σε φλόγα για αντίσταση και αγώνα, πιο επιτακτική από ποτέ.

Σαράντα οκτώ χρόνια μετά, εκείνο το πεντάχρονο παιδί μαθαίνει για συγγενείς, φίλους και γνωστούς, που έκρυψαν φοιτητές σε γκαράζ, υπόγεια και σπίτια γύρω από το Πολυτεχνείο, που δεν θέλησαν να μιλήσουν ποτέ για τις πολύτιμες πράξεις τους εκείνων των ημερών, ώστε να μη βρωμίσει κανείς με οποιονδήποτε τρόπο τις πιο λευκές μνήμες τους.

Όμως, σήμερα, πανδημικό έτος 2021, θεώρησαν ότι οφείλουν να μιλήσουν, να ταρακουνηθούν οι παλιοί, να μάθουν οι νέοι, να μην ξεχαστεί το παραμικρό από όσα έγιναν το Σάββατο, 17 Νοεμβρίου 1973. Να θυμίσουν, ότι οι απλοί καθημερινοί άνθρωποι που έμειναν ανώνυμοι για την Ιστορία, είναι ικανοί για σπουδαίες πράξεις, τέτοιες που δεν τραβάνε τα φώτα, αλλά αποτελούν το ένα ακόμα λιθάρι που μαζί με τα άλλα, θα χτίσουν το οικοδόμημα κάθε εξέγερσης.

Ο σημερινός εαυτός μου λέει «ευχαριστώ» σε όλους τους πρωταγωνιστές της παραπάνω αφήγησης. Ευχαριστώ για ό,τι μου έμαθε ο καθένας ξεχωριστά, για τις θυσίες και τη στάση ζωής του καθένα ξεχωριστά, για το ότι, η φωνή στο ράδιο, τα δάκρυα της μάνας, ο πυρετός του πατέρα, δεν θα μου επιτρέψουν ποτέ να μείνω αδρανής όταν κινδυνεύουν «το Ψωμί, η Παιδεία, η Ελευθερία».

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: