Η επιστροφή του νεκρού στρατιώτη

Όταν κατέβασαν το σεντόνι, οι δυο γυναίκες έβαλαν πάλι τις φωνές. Ήταν ίδιος ο παππούς του ο Γιώργης, όταν τον ξεθάψαν από τον τάφο στα τρία χρόνια. Μόνο μαύρο δέρμα και κόκκαλα, ίδιος λείψανο αγίου.

Η επιστροφή του νεκρού στρατιώτη

Ένας άντρας με βρώμικα μούσια και μακριά μαλλιά στεκόταν στην αυλή της κυρα-Αριστέας.

Ήταν ψηλός κι αδύνατος, κακοταϊσμένος και κουρασμένος. Το πρόσωπό του, όσο ξέφευγε από τη γενειάδα, ήταν μόνο κόκκαλα και δέρμα. Φορούσε σκισμένο αμπέχονο και τρύπιες, κακοπαθημένες αρβύλες.

Η Αριστέα και η νύφη της η Ειρήνη τον κοίταξαν στα μάτια. Η Αριστέα που είχε δει πολλούς νεκρούς στη ζωή της, θυμήθηκε το βλέμμα του πατέρα της όταν πέθανε. Η Ειρήνη που ήταν ακόμα νέα, δεν είχε κάποιον πεθαμένο να σκεφτεί.

«Θέλεις βοήθεια, φαντάρε;» ρώτησε η μεγάλη γυναίκα.

«Αν θες φαγητό, βράζω φακές» είπε η νεότερη.

Ο στρατιώτης δεν μίλησε, μόνο κοιτούσε, κοιτούσε ψηλά, την καρυδιά που είχε αρχίσει να ξεραίνεται και του ήρθε κάτι σαν ντροπή.

Τότε, άκουσε τις στριγκλιές των δύο γυναικών που όρμαγαν να τον αγκαλιάσουν.

«Μη με πλησιάζετε! Είμαι γεμάτος ψείρες, μείνετε μακριά μου, μέχρι να καθαριστώ» είπε εκείνος και τις σταμάτησε πριν τον ακουμπήσουν.

Οι φωνές τους έβγαλαν από τις γύρω πόρτες άντρες, γυναίκες και παιδιά κι άρχισαν κι εκείνοι να φωνάζουν μαζί μ’ εκείνες γιατί είχε επιστρέψει ο Γιώργης που τον είχαν για σκοτωμένο στον πόλεμο.

Βάλαν τη μάνα του να κάτσει σε μια καρέκλα κι εκείνη έκλαιγε και άπλωνε τα χέρια της στον αέρα σαν να τον αγκάλιαζε. Η Ειρήνη στεκόταν όρθια πίσω από την πεθερά της, κάπως φοβισμένη μ’ αυτόν  που έλεγε πως ήταν ο Γιώργης, ο άντρας της. Ετούτος ήταν άγριος και στεγνός, ενώ ο Γιώργης της ήταν γλυκός και μαλακός σαν αφράτη ζύμη.

Στήσανε καζάνι μέσα στην αυλή με καυτό νερό. Φέρανε και τον κουρέα. Κρέμασαν κι ένα σεντόνι να τον κρύψουν κι ο Γιώργης γδύθηκε κι έκανε μπάνιο. Τα ρούχα του, άναψαν φωτιά και τα κάψανε. Ο κουρέας με τη φαλτσέτα του, τον ξύρισε ολόκληρο. Δεν έμεινε τρίχα πουθενά, ούτε στο κεφάλι, ούτε στο σώμα, ούτε στ’ αχαμνά του. Ειδικά στ’ αχαμνά του, τον ξύρισε με πάσα προσοχή γιατί τα άτιμα τα ζωύφια εκεί στο δέρμα κόλλαγαν περισσότερο και ήταν δύσκολο να τα ξεκολλήσει. Οι ψείρες που τον είχαν πνίξει έπεσαν στο καυτό νερό τσιτσιρίζοντας. Η Ειρήνη τους έδωσε ρούχα και τον έντυσαν.

Όταν κατέβασαν το σεντόνι, οι δυο γυναίκες έβαλαν πάλι τις φωνές. Ήταν ίδιος ο παππούς του ο Γιώργης, όταν τον ξεθάψαν από τον τάφο στα τρία χρόνια. Μόνο μαύρο δέρμα και κόκκαλα, ίδιος λείψανο αγίου.

Μετά, έπεσαν πάνω του και έκλαιγαν. Τον πήραν μέσα στο σπίτι και η Ειρήνη, τον ξάπλωσε στο κρεβάτι τους, στη δεξιά μεριά, εκείνη που του άρεσε να κοιμάται. Του έφεραν φακές και ψωμί βρεγμένο. Έφαγε δυο κουταλιές φακή και ψωμί καθόλου. Τις φίλησε και αποκοιμήθηκε αμέσως.

Την άλλη μέρα, ο Γιώργης όλη μέρα δεν κουνήθηκε και δεν μίλησε καθόλου. Έφαγε λίγο κι έμεινε ξαπλωμένος μέχρι το βράδυ. Η Ειρήνη του γλυκομιλούσε και τον χάιδευε διστακτικά, μα τα χέρια της σκόνταφταν στα κόκκαλά του.

Πέρασαν μέρες με το φαντάρο να μην κουνιέται από το κρεβάτι, ούτε να μιλάει, ούτε να τρώει, μόνο να κοιμάται και να ξυπνάει.

Πέρασε ένας μήνας ολόκληρος και δεν τίποτα δεν άλλαζε. Ο Γιώργης ούτε κρέας έπιανε, ούτε από το κρεβάτι σηκωνόταν. Μόνο είχε αρχίσει κι έλεγε κάτι περίεργα για αίματα και το σώβρακό του που ήταν κόκκινο.

Φέρανε τον γιατρό. Δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα.

Οι δυο γυναίκες, στην απελπισία τους πάνω, πήγανε στον Ντελή τον μάγο. Ο Ντελής ήταν ξένος, αλλά είχε φύγει πολλά χρόνια από τον τόπο του, γι’ αυτό λογιζόταν για ντόπιος. Έμενε δυο συνοικίες πιο κάτω και ήταν ξακουστός, και νεκρούς ανάσταινε. Ήταν γέρος και με δυσκολία μετακινιόταν, όμως όταν του είπαν την περίπτωση, δέχθηκε να πάει ως το σπίτι του Γιώργη.

Έβγαλε τις γυναίκες από το δωμάτιο και έκατσε στο κρεβάτι του στρατιώτη.

«Πού είναι το αίμα, φαντάρε;» τον ρώτησε.

«Να, εκεί κάτω» είπε ο Γιώργης και έδειξε το σώβρακό του.

«Τι έπαθες και πλήγιασες;»

«Έκοψα τ’ αχαμνά μου» είπε ο Γιώργης και κατέβασε το σώβρακο.

«Κοίτα, τίποτα δεν έμεινε…».

«Γιατί το έκανες αυτό, Γιώργη;

«Θα σου πω, αλλά να μην το πεις ποτέ στην Ειρήνη. Ορκίσου μου…»

«Στο ορκίζομαι, πες!»

«Ήταν πολλά τα μαμούνια. Οι ψείρες… εκείνες φταίνε για όλα. Όχι, τον κουρέα δεν μπορώ να τον κατηγορήσω, έκανε ό,τι μπορούσε. Μα οι διάολοι ήταν κολλημένοι στο δέρμα μου και δεν έπεφταν. Από τότε με τη χειροβομβίδα… Τότε που πετσόκοψα τον οχτρό και πήρα και παράσημο. Από κείνη την ημέρα τις κουβαλάω μαζί μου.

Ο κουρέας μου το ‘πε.  Κρατούσε τη φαλτσέτα και μου είπε: Γιώργη, ξυρίζω, ξυρίζω, μα οι ψείρες δεν πέφτουν.  Πρέπει κάτι να κάνουμε, αλλιώς θα σου πιούν όλο το αίμα και θα πεθάνεις.

Τότε του είπα να τα κόψει! Εγώ του είπα να τα κόψει!  Εγώ ο Γιώργης τέτοιαν ατίμωση δεν την αντέχω. Να νικηθώ από τα μαμούνια! Καλύτερα το αίμα μου να το πιεί το σεντόνι, παρά αυτά. Άρπαξα τη φαλτσέτα, και τα ‘κοψα μονάχος μου. Τ’ αχαμνά μου τα ‘κοψα μονάχος μου.

Του είπα να τα κρατήσει και να τα φέρει όταν με θάψουν, να τα βάλουν στο φέρετρο. Θα πεθάνω από το αίμα, αλλά οι ψείρες δεν με νίκησαν. Φύγε τώρα και να πεις στην Ειρήνη και στη μάνα μου πως τις αγαπώ».

Ο Ντελής σκέπασε το στρατιώτη με το λευκό σεντόνι και βγήκε στην αυλή που περίμεναν οι δυο γυναίκες.

«Πέθανε» είπε, «να πάτε να τον πλύνετε».

Οι δυο γυναίκες τρέξαν στο δωμάτιο του Γιώργη και τον βρήκαν νεκρό με τα μάτια και το στόμα ορθάνοιχτα. Το βλέμμα του ήταν τώρα ταιριαστό πάνω του.

Ο Ντελής μπήκε στο δωμάτιο πίσω τους.

Οι γυναίκες έκλαιγαν βουβά πάνω από το σώμα του Γιώργη.

«Μου είπε να σας πω, πως σας αγαπάει και πως σας αφήνει ευχή και κατάρα να μην τον θάψετε, αν δεν ειδοποιήσετε πρώτα τον κουρέα».

 

Ύστερα, ο Ντελής έφυγε για να γυρίσει στο σπίτι του, δυο συνοικίες παρακάτω.

Τον είχαν καλέσει για έναν άλλο στρατιώτη που μόλις είχε γυρίσει από τον πόλεμο.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: