Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Πέρασα» της Κικής Δημουλά

“Όσο μπόρεσα έφερ’ αντίσταση σ’ αυτό το ποτάμι
όταν είχε νερό πολύ, να μη με πάρει,
κι όσο ήταν δυνατόν φαντάστηκα νερό
στα ξεροπόταμα
και παρασύρθηκα…”

Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Πέρασα» της Κικής Δημουλά

«Βαδίζεις σε μια έρημο. Ακούς ένα πουλί που κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο. Αυτό είναι το ποίημα». Κική Δημουλά

H Κική Δημουλά γεννήθηκε στις 6 του Ιούνη 1931 στην Αθήνα και έφυγε από τη ζωή στις 22 του Φλεβάρη 2020.

Εργάστηκε ως υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος για εικοσιπέντε χρόνια και ήταν σύζυγος του ποιητή Άθου Δημουλά.

Έχει εκδώσει δεκατέσσερις ποιητικές συλλογές: «Έρεβος» (1956), «Ερήμην» (1958), «Επί τα ίχνη» (1963), «Το λίγο του κόσμου» (1971), «Το τελευταίο σώμα μου» (1981), «Χαίρε ποτέ» (1988), «Η εφηβεία της λήθης» (1994), «Ενός λεπτού μαζί» (1998), «Ήχος απομακρύνσεων» (2001), «Χλόη θερμοκηπίου» (2005), «Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως» (2007), «Συνάντηση» (2007), «Πέρασα» (2010), «Τα εύρετρα» (2010). Οι 7 πρώτες συλλογές συγκεντρώνονται στην έκδοση «Ποιήματα» (1998).

Θέματα που κυριαρχούν στα ποιήματά της είναι η απουσία, η φθορά, η απώλεια, η μοναξιά και ο χρόνος. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, στα Γαλλικά, στα Ισπανικά, στα Ιταλικά, στα Πολωνικά, στα Βουλγαρικά, στα Γερμανικά και στα Σουηδικά.

Η Κική Δημουλά τιμήθηκε με τα παρακάτω βραβεία και διακρίσεις: Β΄ κρατικό Βραβείο Ποίησης (1972), για τη συλλογή: «Το λίγο του κόσμου». Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1989), για τη συλλογή «Χαίρε ποτέ».  Βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη (Ακαδημία Αθηνών – 1995), για τη συλλογή: «Η εφηβεία της λήθης». Αριστείο των Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών (2001), για το σύνολο του έργου της. Το 2002 ανακηρύχτηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Το 2009 τιμήθηκε με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας (Prix Europeen de Litterature – Rencontres Europeennes de Litterature, Στρασβούργο) και το  2010 με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου της.

Πέρασα

Περπατώ καεί νυχτώνει.
Αποφασίζω και νυχτώνει.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Υπήρξα περίεργη και μελετηρή.
Ξέρω απ’ όλα. Λίγο απ’ όλα.
Τα ονόματα των λουλουδιών όταν μαραίνονται,
πότε πρασινίζουν οι λέξεις και πότε κρυώνουμε.
Πόσο εύκολα γυρίζει η κλειδαριά των αισθημάτων
Μ’ ένα οποιοδήποτε κλειδί τής λησμονιάς.
Όχι δεν είμαι λυπημένη.

Πέρασα μέρες με βροχή,
εντάθηκα πίσω απ’ αυτό
το συρματόπλεγμα το υδάτινο
υπομονετικά κι απαρατήρητα,
όπως ο πόνος των δέντρων
όταν το ύστατο φύλλο τούς φεύγει
κι όπως ο φόβος των γενναίων.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Πέρασα από κήπους, στάθηκα σε συντριβάνια
και είδα πολλά αγαλματίδια να γελούν
σε αθέατα αίτια χαράς.
Και μικρούς ερωτιδείς, καυχησιάρηδες.
Τα τεντωμένα τόξα τους
βγήκανε μισοφέγγαρο σε νύχτες μου και ρέμβασα.
Είδα πολλά και ωραία όνειρα
και είδα να ξεχνιέμαι.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Περπάτησα πολύ στα αισθήματα,
τα δικά μου και των άλλων,
κι έμενε πάντα χώρος ανάμεσά τους
να περάσει ο πλατύς χρόνος.
Πέρασα από ταχυδρομεία και ξαναπέρασα.
Έγραψα γράμματα και ξαναέγραψα
και στο θεό της απαντήσεως προσευχήθηκα άκοπα.
Έλαβα κάρτες σύντομες:
εγκάρδιο αποχαιρετιστήριο από την Πάτρα
και κάτι χαιρετίσματα
από τον Πύργο τής Πίζας που γέρνει.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη που γέρνει η μέρα.

Μίλησα πολύ. Στους ανθρώπους,
στους φανοστάτες, στις φωτογραφίες.
Και πολύ στις αλυσίδες.
Έμαθα να διαβάζω χέρια
και να χάνω χέρια.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Ταξίδεψα μάλιστα.
Πήγα κι από εδώ, πήγα και από εκεί…
Παντού έτοιμος να γεράσει ο κόσμος.
Έχασα κι από εδώ, έχασα κι από κει.
Κι από την προσοχή μου μέσα έχασα
κι από την απροσεξία μου.
Πήγα και στή θάλασσα.
Μου οφειλόταν ένα πλάτος. Πες πως το πήρα.
Φοβήθηκα τη μοναξιά
και φαντάστηκα ανθρώπους.
Τους είδα να πέφτουν
από το χέρι μας ήσυχης σκόνης,
που διέτρεχε μιαν ηλιαχτίδα
κι άλλους από τον ήχο μιας καμπάνας ελάχιστης.
Και ηχήθηκα σε κωδωνοκρουσίες
ορθόδοξης ερημιάς.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Έπιασα και φωτιά και σιγοκάηκα.
Και δεν μού έλειψε ούτε των φεγγαριών η πείρα.
Η χάση τους πάνω από θάλασσες κι από μάτια,
σκοτεινή, με ακόνισε.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Όσο μπόρεσα έφερ’ αντίσταση σ’ αυτό το ποτάμι
όταν είχε νερό πολύ, να μη με πάρει,
κι όσο ήταν δυνατόν φαντάστηκα νερό
στα ξεροπόταμα
και παρασύρθηκα.

Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Σε σωστή ώρα νυχτώνει.

“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: