Ο Τζόναθαν Σουίφτ επεσήμανε τη σύγκρουση ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους και στους κυβερνήτες, τους ιδιοκτήτες, τους κάθε είδους καταπιεστές καταγγέλλοντας όλο το σύστημα αξιών του φιλελευθερισμού και του νεογέννητου καπιταλισμού. Καταδίκασε τον πόλεμο και τις συμφορές που φέρνει, ασκώντας οξεία κριτική στους υποστηρικτές του.
Η ανυπακοή στο βλέμμα κάποιου που έχει διαβάσει ιστορία συνιστά πρωταρχική αρετή. Η πρόοδος επιτυγχάνεται μέσα από την ανυπακοή και την επανάσταση.
Στις 7 του Οκτώβρη 1849 έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 40 χρόνων ο μεγάλος Αμερικανός λογοτέχνης Έντγκαρ Άλαν Πόε, ιδρυτής της αστυνομικής λογοτεχνίας. Είχε γεννηθεί στις 19 του Γενάρη 1809.
«Ό,τι κι αν γένηκε, ο διάλος τον πήρε και τον σήκωσε», συλλοϊζόνταν μέσα τους ούλοι, όσοι τον ξέρανε, όσοι είχαν με δαύτον γνωριμίες.
Τότε που με απόλυσαν από το κρατητήριο και μ’ έπνιγε η ντροπή και ζούσα την περιφρόνηση του κόσμου, είδα μια μέρα στο συρτάρι της τουαλέτας – μου μιλούσε κι έκλαιγε – την κόκκινη ντάλια, φυλαγμένη πώς και πώς στο κουτί. Ήξερα πως δεν πρόκειται να την καρφιτσώσω άλλο στο πέτο μου, μα και δεν μου έκανε καρδιά να την πετάξω.
Σ’ αυτή τη βράχινη γη το τραγούδι είναι τροφή και βάλσαμο, μαζί του γίνονται πλατάνια οι καρδιές κι ο λυγμός γίνεται αηδόνι στα κλωνάρια τους τόσο γλυκόλαλο που τις συνοδεύει ως το θάνατο.
«Και δεν μπορεί να μην αναφερθεί εδώ η κυριολεχτικά ζωοδότρα επίδραση που είχαν τα σοβιετικά βιβλία στους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού στα χρόνια του ένοπλου αγώνα. Στο σακίδιο των αγωνιστών της λευτεριάς μπορεί να μην έβρισκες ψωμί μέσα, αλλά βιβλία…θάβρισκες σίγουρα»
Ποτέ δε θα μπορέσουμε να μετρήσουμε αυτούς που έδωσαν τη ζωή τους όπως εκείνος… Είναι πάρα πολλοί, ξαναγεννιούνται συνεχώς… Η δύναμή τους είναι μεταδοτική. Βαδίζουν μπρος από το μέλλον… Όλα μπορούν να ξεχαστούν, όχι η δική τους εμπιστοσύνη στη ζωή…
Στην Αμερική, όλοι γελούσαν τότε με την ιδέα και μόνο του σοσιαλισμού, γιατί, στην Αμερική, όλοι ήταν ελεύθεροι. Λες κι η πολιτική ελευθερία μπορούσε να κάνει τη σκλαβιά του μεροκάματου πιο ανεκτή.
Έψαξε η γριά, βρήκε το κεφάλι του γιου της, το δίπλωσε στην ποδιά της και γύρισε στο σπίτι της που την περίμενε ο γέρος της. Το ’πλυναν οι δυο τους, το ’θαψαν κι ύστερα πήραν τους δρόμους.