Βούλα Δαμιανάκου – Οι δυο γέροι

Έψαξε η γριά, βρήκε το κεφάλι του γιου της, το δίπλωσε στην ποδιά της και γύρισε στο σπίτι της που την περίμενε ο γέρος της. Το ’πλυναν οι δυο τους, το ’θαψαν κι ύστερα πήραν τους δρόμους.

Βούλα Δαμιανάκου – Οι δυο γέροι

Πλάι στο παραλιακό κέντρο, είν’ ένα μικρό περίπτερο όπου εναλλάσσονται δυο γεροντικές μορφές, ο μπαρμπ’ Αριστείδης, ψηλός, λιγνός, ασπρομάλλης γέρος κι η γριά του. Καμιά άλλη ψυχή κοντά τους.

Πολλές καταδρομές τους είχαν βρει αλλά τίποτα δεν τους ξεκούνησε απ’ το βουνό τους. Ο μπαρμπ’ Αριστείδης έφερνε γύρα τα χωριά και κατηφόριζε κι ως κάτω στον κάμπο κι εμπάλωνε με φόλες τα τσαρούχια του κοσμάκη κι έβγαζε το κριθάρι και το καλαμπόκι της χρονιάς και κάνα σβώλο τυρί, καμιά ελιά, κάνα δοχείο λάδι γι άρτυμα κι έτσι μεγάλωσε ένα τσούρμο παιδιά. Τα τρία τα ’χασε στον αγώνα απ’ το Σαράντα – Σαρανταένα και δώθε, ο ένας γιος τους είχε κηρυχτεί αγνοούμενος, κανείς δεν ήξερε να ειπεί τι έγινε, κι ο άλλος ο πιο μικρός, ο μόνος που ’χε απομείνει, κρυβόταν στα βουνά σαν αγρίμι για να γλιτώσει απ’ τη μανία των τυράννων.

Μια μέρα η γριά Αριστείδαινα έλαβε μιαν είδηση να πάει να πάρει τον γιο της. Ροβόλησεξέπνοη στη Χώρα, κάποιος της είπε: «στο παζάρι». Έφτασε στο παζάρι με λυμένα γόνατα, δεν είδε ψυχή, μόνο καταμεσίς ένα όρθιο ματωμένο τσουβάλι. Ήταν γιομάτο κεφάλια. Έψαξε η γριά, βρήκε το κεφάλι του γιου της, το δίπλωσε στην ποδιά της και γύρισε στο σπίτι της που την περίμενε ο γέρος της. Το ’πλυναν οι δυο τους, το ’θαψαν κι ύστερα πήραν τους δρόμους. Περπάτησαν μερόνυχτα ώσπου σταμάτησαν στην άκρη της στεριάς μπροστά στο πέλαγο, που δεν είχε πιο πέρα να περπατήσουν. Εκεί μοιρολογάνε τα παιδιά τους, μοιρολογάνε τα βουνά τους, μοιρολογάνε τους κόπους τους που πήγαν χαμένοι, μοιρολογάνε τους αγώνες τους που πήγαν στράφι, μοιρολογάνε τον θλιβερό εαυτό τους, που πριν να φτάσουν στον τάφο τους προσπέρασαν πρώτα τους τάφους όλων των παιδιών τους.

(Βασίλη Ρώτα – Βούλας Δαμιανάκου, Μνημόσυνο, Αθήνα 1961)

Η φωτογραφία είναι του Κώστα Μπαλάφα

***

Βούλα Δαμιανάκου – Οι δυο γέροι

Βούλα Δαμιανάκου (1914-2016)

Συγγραφέας, ποιήτρια, μεταφράστρια, η Βούλα Δαμιανάκου υπήρξε μια σημαντική παρουσία στο χώρο των ελληνικών Γραμμάτων. Γεννήθηκε στη Λακωνία το 1914 και έφυγε από τη ζωή στις 19 του Σεπτέμβρη 1916.

Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ενώ το όνομά της συνδέθηκε με την υπόθεση του Κούρδου ηγέτη Αμπντουλάχ Οτσαλάν, τον οποίο φιλοξένησε στο σπίτι της, όταν διωκόμενος πέρασε από την Αθήνα (για τον οποίο έγραψε και το βιβλίο «Στο σπίτι μου με τον Οτσαλάν).

Υπήρξε συνεργάτης του περιοδικού Λαϊκός Λόγος (1966-1967), στο οποίο έγραφε με τα ψευδώνυμα Αλκυόνα, Αλκυών, Ειρήνη Πεζοπόρου.

Σημαντικότερα έργα της είναι: «Γράμμα σε νεκρό» διηγήματα 1951, «Στην ανεμοζάλη», Διηγήματα 1960, «Υπεύθυνη δήλωση». Διηγήματα 1963. Σε συνεργασία με το σύντροφό της Βασίλη Ρώτα έγραψε τα εξής: «Μνημόσυνο» 1961, «Δραγάτες πνευματικής ελευθερίας» 1963, «Δημοκράτες παραδημοκρατικοί» 1965. Το 1967 κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων «Γέφυρες της φιλίας». Έχει μεταφράσει αρκετά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας όπως – WILLA CATHER: «Η Αντωνία μου», 1959, KAMMERHNG: «Αναζητώντας τον Αδάμ», 1959, ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ: «Ο μικρός ήρωας».

Σε συνεργασία με τον Βασίλη Ρώτα έχει μεταφράσει Σαίξπηρ και έχει γράψει αρκετά εισαγωγικά κείμενα για τα διάφορα έργα.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: