Το σοβιετικό μυθιστόρημα που είχαν στο σακίδιό τους οι μαχητές του ΔΣΕ

«Και δεν μπορεί να μην αναφερθεί εδώ η κυριολεχτικά ζωοδότρα επίδραση που είχαν τα σοβιετικά βιβλία στους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού στα χρόνια του ένοπλου αγώνα. Στο σακίδιο των αγωνιστών της λευτεριάς μπορεί να μην έβρισκες ψωμί μέσα, αλλά βιβλία…θάβρισκες σίγουρα»

Το σοβιετικό μυθιστόρημα που είχαν στο σακίδιό τους οι μαχητές του ΔΣΕ

«Και δεν μπορεί να μην αναφερθεί εδώ η κυριολεχτικά ζωοδότρα επίδραση που είχαν τα σοβιετικά βιβλία στους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού στα χρόνια του ένοπλου αγώνα. Στο σακίδιο των αγωνιστών της λευτεριάς μπορεί να μην έβρισκες ψωμί μέσα, αλλά βιβλία όπως «Η Δημοσιά του Βολοκολάμσκ», το «Πώς δενότανε τ’ ατσάλι», «Η ιστορία ενός πραγματικού ανθρώπου» – για ν’ αναφέρουμε μερικούς τίτλους μονάχα – θάβρισκες σίγουρα», γράφουν οι κομμουνιστές λογοτέχνες, και μαχητές του ΔΣΕ, Κώστας Πουρναράς (Μπόσης) και Αποστόλης Σπήλιος, σε άρθρο τους που αναφέρεται στο 2ο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων, και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέος Κόσμος.

Στο μυθιστόρημά του «Η δημοσιά του Βολοκολάμσκ» («Στης Μόσχας τα χαρακώματα»), ο Αλεξάντερ Μπεκ (βιογραφικά στοιχεία μπορείτε να διαβάσετε στο τέλος) περιγράφει τις δύσκολες ώρες που πέρασε η Μόσχα από την πολιορκία των χιτλεροφασιστικών ορδών, και τον ηρωισμό και την αντοχή των σοβιετικών στρατιωτών που την υπερασπίστηκαν.

Κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου (1941-45) στην περιοχή του Βολοκολάμσκ έγιναν σκληρές μάχες μεταξύ των σοβιετικών στρατευμάτων και παρτιζάνικων τμημάτων με τους Γερμανούς φασίστες επιδρομείς. Το Νοέμβρη του 1941 ένα τάγμα της 316ης Μεραρχίας πυροβολικού του Κόκκινου Στρατού σταμάτησε τα εχθρικά τανκς και τα εμπόδισε να περάσουν από το δρόμο Μόσχας – Βολοκολάμσκ.

Πρωταγωνιστές της υπόθεσης του βιβλίου (πρόκειται για αληθινή ιστορία) είναι ο στρατηγός Παμφίλοφ, Διοικητής της Μεραρχίας και ο διοικητής του τάγματος που διοικεί ο ταγματάρχης του Κόκκινου Στρατού Μομίς-Ουλί. Το μυθιστόρημα αποτελεί αφήγηση του Μομίς-Ουλί, όπου διηγείται τη συγκρότηση και εκπαίδευση του τάγματος μέχρι τις σκληρές μάχες που έδωσε, την εξελικτική πορεία κατάκτησης της μαχητικότητας, της άρνησης του φόβου απέναντι στο φημολογούμενο πανίσχυρο αντίπαλο, την κατάκτηση της στρατιωτικής τέχνης που οδήγησε σε απαράμιλλο ηρωισμό.

Το βιβλίο κυκλοφορεί στις μέρες μας από τις εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή. Εμείς παραθέτουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από την έκδοση του 1965 (Εκδόσεις Παπακώστα), στην οποία αναγράφεται ότι «η μετάφραση έγινε από το πρωτότυπο από ομάδα Ελλήνων του εξωτερικού».

(Στη φωτογραφία, αριστερά, ο Στρατηγός Παμφίλοφ, Διοικητής της 316ης Μεραρχίας πυροβολικού, με άλλους αξιωματικούς του Κόκκινου Στρατού).

100 Χρόνια Οχτωβριανή Επανάσταση

(…) Στην ορισμένη ώρα, σύμφωνα με τον κανονισμό, στους λόχους γίνονταν ομιλίες είτε διαβάζονταν φωναχτά οι εφημερίδες.

Αποφάσισα να πάω αυτή την ώρα στους σχηματισμούς και ν’ ακούσω τι λένε στους φαντάρους οι πολιτικοί καθοδηγητές.

Στον πρώτο λόχο έκανε μάθημα ο πολιτικός Ντόρντια. Χωρίς να ’χουν αποχωριστεί τα τουφέκια τους, οι φαντάροι κάθονταν συγκεντρωμένοι κάτω απ’ τον ανοιχτό ουρανό κοντά στο χαράκωμα.

Έριχνε αραιό χιονάκι. Πάνω στα σκούρα βελονωτά φύλλα φαινόταν η πρώτη, ακόμα διάφανη λευκή στρώση.

Γύρω όλα ήταν ήσυχα, μα ο καθένας κοιτούσε πέρα μ’ ένα ιδιαίτερο αίσθημα, ο καθένας περίμενε: να, να εκεί τώρα τα πάντα θα βροντήξουν. Με σφυρίγματα και ουρλιαχτά, που ως τώρα τα ’ξεραν μόνο από διηγήσεις, θα πετούν οι άλλοι κι’ οι οβίδες. Στα χωράφια, αφήνοντας μαύρες γραμμές πάνω στο πρώιμο χιόνι, θα κινηθούν τα τανκς, βάλλοντας εν κινήσει. Απ’ το δάσος θα τρέξουν, πέφτοντας χάμω και ξαναπηδώντας, άνθρωποι με πράσινες χλαίνες, αυτοί που έρχονται να μάς σκοτώσουν.

Ο Ντόρντια έβγαζε λόγο, ρίχνοντας κάπου – κάπου μια ματιά σ’ ένα χαρτάκι. Έλεγε σωστά λόγια, μεγάλες αλήθειες. Άκουσα πως ο γερμανικός φασισμός επετέθητε ύπουλα στη χώρα μας, πως ο εχθρός απειλεί τη Μόσχα, πως η πατρίδα ζητά από μας να πεθάνουμε, αν χρειαστεί, μα να μην αφήσουμε τον εχθρό να περάσει, πως εμείς, οι μαχητές του Κόκκινου Στρατού, έχουμε υποχρέωση να πολεμήσουμε, χωρίς να λυπούμαστε ό,τι πολυτιμώτερο έχουμε — τη ζωή μας.

Κοίταξα τους φαντάρους. Καθόντουσαν, στριμωγμένοι ο ένας κοντά στον άλλο, με κατεβασμένο το κεφάλι, είτε κοιτώντας στο άπειρο, κατσουφιασμένοι, κουρασμένοι.

Αχ! πολιτικέ καθοδηγητή Ντόρντια, σάμπως να μη σ’ ακούνε καλά… Ένοιωθε καθένας πως κι’ ο ίδιος ο ονειροπόλος Ντόρντια, που πριν απ’ τον πόλεμο ήταν δάσκαλος, υποφέρει απ’ αυτό. Δεν είναι φιλοξενούμενος στο τάγμα. Κι’ αυτός, όπως και κείνοι που τους μιλάει, βρίσκεται μπροστά στην πρώτη μάχη της ζωής του.

Ίσως αύριο, μεθαύριο με χτυποκάρδι να τρέχει κάτω απ’ τα πυρά, από χαράκωμα σε χαράκωμα, ενώ δίπλα του θ’ ανασηκώνεται η γης με τραντάγματα. Και να, μιλάει με τους φαντάρους εκεί κι’ όχι κάτω από τον ήσυχο ουρανό.

Τον είδα αργότερα σε παρόμοιες στιγμές — είχε και δικό του χαμόγελο και δικά του λόγια, που δεν ήταν γραμμένα σέ χαρτί.

Κείνη όμως τη μέρα, ζώντας, όπως κι όλοι, κάτι το απέραντα σοβαρό γι’ αυτόν, δε μπορούσε είτε δεν ήξερε να μεταδώσει αυτό το αίσθημα ως τις καρδιές των μαχητών. Έλεγε και ξανάλεγε. «η πατρίδα ζητεί», «η πατρίδα προστάζει…». Όταν έλεγε: «θα κρατήσουμε ως το θάνατο», «θα πεθάνουμε μα δε θα υποχωρήσουμε , απ’ τον τόνο της φωνής του ένοιωθες πως εκφράζει τις σκέψεις του, την απόφαση που ωρίμασε μέσα του, μα…

Γιατί μιλάς μ’ έτοιμες φράσεις, πολιτικέ Ντόρντια;

Μήπως δε ξέρεις πώς όχι μόνο το ατσάλι μα και τα λόγια, ακόμα και τα πιο ιερά, φθείρονται, τρώγονται σαν γρανάζια με φαγωμένα δόντια που δεν τα’ χεις φρεσκολιμαρισμένα.

Και τί κοπανάς όλη την ώρα: «να πεθάνουμε και να πεθάνουμε;». Αυτό είναι που πρέπει να λέμε τώρα;  Εσύ, όπως φαίνεσαι, σκέφτεσαι πως αυτού βρίσκεται η σκληρή αλήθεια του πολέμου — η αλήθεια που πρέπει να τη δούμε κατάματα, πρέπει να τη δεχτούμε και να την εμπνέουμε.

Όχι, Ντόρντια, δε βρίσκεται αυτού, δε βρίσκεται αυτού η σκληρή αλήθεια του πολέμου.

Περίμενα ώσπου να τελειώσει ο Ντόρντια, ‘Έπειτα σήκωσα ένα φαντάρο.

− Ξέρεις τι είναι πατρίδα;

− Ξέρω, σύντροφε διοικητή.

− Λοιπόν, λέγε.

− Είναι η Σοβιετική μας Ένωση, το έδαφός μας.

− Κάθησε.

Ρώτησα άλλον.

− Και συ πώς θ’ απαντήσεις;

− Η πατρίδα είναι… είναι εκεί που γεννήθηκα… Δηλαδή, πως να σας πω… ο τόπος…

− Κάθησε. Και σύ;

− Η πατρίδα; είναι η Σοβιετική μας κυβέρνηση… είναι… Χμ, ας πάρουμε, σα να λέμε, τη Μόσχα… Να εμείς τώρα την υπερασπίζουμε. Δεν έχω πάει εκεί… Δεν την έχω δει, μα είναι η Πατρίδα…

− Πάει να πει, δεν την είδες την πατρίδα;

Σωπαίνει.

− Τι είναι λοιπόν η πατρίδα;

Άρχισαν να μου ζητούν να το εξηγήσω.

− Καλά θα το εξηγήσω… Εσύ θέλεις να ζήσεις;

− Θέλω.

− Kι εσύ;

− Θέλω.

− Κι  εσύ;

− Θέλω.

−  Όποιος θε θέλει να ζήσει να σηκώσει το χέρι.

Κανένα χέρι δε σηκώθηκε. Τα κεφάλια δεν ήταν πια σκυμμένα — οι φαντάροι άρχισαν να ενδιαφέρονται. Αυτές τις μέρες είχαν ακούσει πολλές φορές τη λέξη «θάνατος» και γω μιλούσα για τη ζωή.

− Όλοι θέλετε να ζήσετε; Ωραία.

Ρωτώ ένα φαντάρο:

− Είσαι παντρεμένος;

− Ναι.

− Αγαπάς τη γυναίκα σου;

Τα ’χασε.

− Μίλα, την αγαπάς;

− Αν δεν την αγαπούσα, δε θα την είχα, παντρευτεί…

− Σωστά. Έχεις παιδιά;

− Έχω. Εν’ αγόρι κι’ ένα κορίτσι.

− Έχεις σπίτι;

− Έχω.

− Καλό;

− Έμενα δε μου είναι άσχημο…

− Θέλεις να γυρίσεις στο σπίτι σου, ν’ αγκαλιάσεις τη γυναίκα σου, ν’ αγκαλιάσεις τα παιδιά σου;

− Τώρα δεν είναι για σπίτι… Πρέπει να πολεμήσουμε.

− Ε! Κι’ ύστερα απ’ τον πόλεμο θέλεις;

− Ποιός δε θα το ’θελε…

− Όχι, εσύ δεν το θέλεις!

− Πώς δεν το θέλω;

−  Από σένα εξαρτάται να γυρίσεις ή να μη γυρίσεις. Είναι στο χέρι σου. Θέλεις να μείνεις ζωντανός; Αυτό θα πει, πως είσαι υποχρεωμένος να σκοτώσεις εκείνον που προσπαθεί να σε σκοτώσει. Και τί έχεις κάνει για να διαφυλάξεις τη ζωή σου στη μάχη και να γυρίσεις στο σπίτι σου υστέρα απ’ τον πόλεμο; Σημαδεύεις καλά με το τουφέκι;

− Όχι…

− Να λοιπόν… θα πει πώς δε σκοτώνεις το γερμανό.  Θα σε σκοτώσει αυτός. Δε θα γυρίσεις ζωντανός στο σπίτι σου. Κάνεις άλματα καλά;

− Έτσι κι’ έτσι…

− Σέρνεσαι καλά;

− Όχι…!

− Να λοιπόν, θα σε πετύχει η σφαίρα του Γερμανού. Και τι λες πώς θέλεις να ζήσεις; Ρίχνεις καλά τη χειροβομβίδα; Καμουφλάρεσαι καλά; Φτιάχνεις καλά το χαράκωμά σου;

− Το χαράκωμα το φτιάχνω καλά.

Λες ψέματα! Σκάβεις τεμπέλικα. Πόσες φορές σε υποχρέωσα να στερεώσεις την επίστρωση;

− Μια φορά…

− Κι  ύστερα λες πως θέλεις να ζήσεις! Όχι, δε θέλεις να ζήσεις! Δεν είναι έτσι, σύντροφοι; Δε θέλει να ζήσει!

Βλέπω κιόλας χαμόγελα — σε βρισμένους έχει πια κάπως ξαλαφρώσει η καρδιά. Μα ο κόκκινος φαντάρος λέει:

− Θέλω, σύντροφε διοικητή.

− Δε φτάνει να θέλεις… Την επιθυμία πρέπει να την κατοχυρώνουμε με έργα. Και με λόγια λες πως θέλεις να ζήσεις, ενώ με τα έργα χώνεσαι στον τάφο, κι’ εγώ σε βγάζω από κει με το τσιγκέλι.

Αντήχησε ένα γέλιο, το πρώτο γέλιο μέσ’ απ’ την ψυχή, πού άκουσα τις τελευταίες δυο μέρες. Συνέχισα:

− Όταν σκορπάω το αδύνατο επίστρωμα στο χαράκωμά σου, αυτό το κάνω για σένα. Δε θα καθήσω γω σ’ αυτό. Όταν σε μαλώνω για το ακάθαρτο τουφέκι σου, το κάνω για σένα. Δε θα ρίχνω γω μ’ αυτό. Ό,τι σου ζητούν, ό,τι σε διατάζουν γίνεται για σένα. Τώρα κατάλαβες τί είναι η πατρίδα;

− Όχι σύντροφε διοικητή.

− Η πατρίδα είσαι συ! Σκότωσε αυτόν που θέλει να σε σκοτώσει! Για ποιον πρέπει να γίνει αυτό; Για σένα, για τη γυναίκα σου, για τον πατέρα σου και τη μάνα σου, για τα παιδιά σου!

Οι φαντάροι άκουγαν. Δίπλα μου καθόταν ο πολιτικός Ντόρντια, με κοιτούσε μ’ ανασηκωμένο το κεφάλι ανοιγοκλείνοντας κάπου – κάπου τα βλέφαρα, όταν κολλούσαν στις βλεφαρίδες του νιφάδες από χιόνι. Κάπου – κάπου στο πρόσωπό του απλωνόταν ένα αθέλητο χαμόγελο.

Μιλώντας αποτείνομαι και σε κείνον. Ήθελα να πειστεί ο πολιτικός Ντόρντια, που ετοιμαζόταν, όπως κι’ όλοι, για την πρώτη μάχη, πώς η σκληρή αλήθεια του πολέμου δε βρίσκεται στη φράση «να πεθάνεις», μα στη φράση «να σκοτώσεις».

Δε χρησιμοποίησα τη λέξη ένστιχτο, μα έκανα έκκληση σ’ αυτό, στο πανίσχυρο ένστιχτο της αυτοσυντήρησης. Προσπάθησα να το ξυπνήσω και να το εντείνω για να νικήσει στη μάχη.

−  Ο εχθρός θα θέλει να σε σκοτώσει και σένα και μένα, συνέχισα. Σού διδάσκω κι’ απαιτώ από σένα: να τον σκοτώσεις, να ξέρεις να τον σκοτώσεις, γιατί κι’ εγώ θέλω να ζήσω. Κι’ ο καθένας μας σε προστάζει, ο καθένας μας σε διατάζει: σκότωσε, θέλουμε να ζήσουμε! Και συ απαιτείς από το σύντροφό σου, έχεις υποχρέωση ν’ απαιτείς, αν πραγματικά θέλεις να ζήσεις — σκότωσε! Η πατρίδα είσαι συ, η πατρίδα είμαστε μεις, οι οικογένειές μας, οι μανάδες μας, οι γυναίκες μας και τα παιδιά μας. Η πατρίδα είναι ο λαός μας. Μπορεί ίσως να σε βρει το βόλι, μα πρώτα σκότωσε! Εξολόθρεψε όσους μπορείς! Έτσι θα διαφυλάξεις ζωντανούς και τούτον και κείνον και κείνον (έδειχνα με το δάχτυλο τους φαντάρους) τους συντρόφους σου στο χαράκωμα και στο τουφέκι! Εγώ, ο διοικητής σας, θέλω να εκτελέσω την παραγγελία που μας έδωσαν οι γυναίκες μας κι’ οι μανάδες μας, την εντολή του λαού μας, θέλω να σας οδηγήσω στη μάχη όχι για να πεθάνετε, μα για να ζήσετε! Καταλάβατε; Τίποτ’ άλλο! Διοικητή του Λόχου! Να χωριστούν οι άντρες κατά σημεία πυρός.

Δόθηκαν τα παραγγέλματα: «Πρώτη διμοιρία, στη γραμμή! δεύτερη διμοιρία, στη γραμμή!…».

Οι φαντάροι πηδούσαν, βρίσκονταν μ’ ένα πήδημα στη θέση ζυγίζονταν όπως έπρεπε. Γρήγορα ευθυγραμμίστηκε η τρεμουλιαστή γραμμή που σχημάτιζαν οι λόγχες.

Ένοιωθες καθαρά, πως αυτό είναι στρατιωτική γραμμή, πειθαρχημένη, διοικούμενη δύναμη. Οι αποστάσεις ανάμεσα στις διμοιρίες έμοιαζαν σαν φωλιές, πού τις συνδέουν γερά αόρατες κλωστές.

Μπορεί ο λόγος μου να ’ταν κάπως απλοϊκός, μα κείνη τη στιγμή μου φάνηκε πως πέτυχα το σκοπό μου. Χωρίς να παρεκκλίνουν ούτε απ’ το καθήκον, ούτε απ’ την τιμή, οι άντρες απολυτρώθηκαν απ’ την ενοχλητική, καταθλιπτική λέξη: «να πεθάνεις».(…)

***

Το σοβιετικό μυθιστόρημα που είχαν στο σακίδιό τους οι μαχητές του ΔΣΕ

Αλεξάντερ Μπεκ (1903-1972)

Ο Αλεξάντερ Μπεκ γεννήθηκε στις 3 του Γενάρη 1903 στο Σαράτοφ. Ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός γιατρός. Πήρε μέρος στον εμφύλιο και στο Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο 1941-1945. Πρωτοδημοσίευσε το 1919, αρθρογραφώντας σ’ εφημερίδες μεραρχιών. Αργότερα δημοσιεύτηκαν άρθρα του και επιφυλλίδες στην «Πράβδα», «Ισβέστια» και αλλού.

Το 1931 πήρε μέρος στη συγγραφή της «Ιστορίας των φαμπρικών και εργοστασίων» και του έργου «Άνθρωποι δύο Πεντάχρονων» που είχε προτείνει να γραφτούν ο Μαξίμ Γκόρκι. Η πρώτη νουβέλα του Μπεκ είναι ο «Κουράκο», 1934. Είναι αφιερωμένη στο διάσημο εργάτη υψικαμίνων Κουράκο. Εδώ έχει πια εκδηλωθεί το ενδιαφέρον του για τους ανθρώπους του δημιουργικού μόχθου και ιδιαίτερα στον τομέα της τεχνικής προόδου.

Η συνέχεια του μυθιστορήματος «Η δημοσιά του Βολοκολάμσκ» («Στης Μόσχας τα χαρακώματα») είναι τα μυθιστορήματα «Μερικές μέρες» (1960) και «Οι εφεδρείες του Στρατηγού Παμφίλοφ» (1960).

Ο Μπεκ είναι συγγραφέας άρθρων, διηγημάτων, νουβελών για τους Ρώσους μεταλλουργούς, που όλα έχουν συγκεντρωθεί στη συλλογή «Εργάτες υψικαμίνων» (1946), «Η ανοικτή καρδιά» (1948), «Νέο Προφίλ» (1951), και «Οι νέοι άνθρωποι» (1954), «Η ζωή του Μπερεσκόφ» (1956).

Ο Αλεξάντερ Μπεκ ξέρει να γράφει εμπνευσμένα και κατά τρόπο ενδιαφέροντα, για τον ανθρώπινο μόχθο, βλέποντας στον μόχθο τις βάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης. (Βιογραφικά στοιχεία από το οπισθόφυλλο του βιβλίου).

Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του Αφιερώματος της Κατιούσα στην Οχτωβριανή Επανάσταση

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: