Το πάθημα (η χήρα της Αποκριάς)

“…Σπίθες πετούν τα μάτια της σαν μου φωνάζει πάλιιιιι!
κι αν δε σταθώ στο ύψος μου κέρατα θα μου βάλει!…”

Ο πόλεμος με τα χίλια πρόσωπα μαίνεται σ’ ολόκληρο τον πλανήτη γη. Ο άνθρωπος εναντίον του ανθρώπου, σε μια αλόγιστη διαμάχη που απειλεί να καταστρέψει την ίδια τη ζωή.

Οι απώλειες από τον αιματηρό πόλεμο της Ρωσίας – Ουκρανίας δηλώνουν σαφώς πως ο κόσμος μας, για μια ακόμα φορά, επιστρέφει  με ασύλληπτη ταχύτητα στο στάδιο της βαρβαρότητας.

Οι συνέπειες για τους λαούς είναι τεράστιες. Στον  πόλεμο θυσιάζονται κάθε μέρα χιλιάδες αθώες ψυχές, όμως ο πόλεμος αποτελεί μια αναγκαιότητα για τις πολεμικές βιομηχανίες του καπιταλιστικού συστήματος που ζητούν συνέχεια ανθρωποθυσίες και αίμα προκειμένου να πουλήσουν όπλα και οπλικά συστήματα για την αποκομιδή του μέγιστου αθέμιτου κέρδους.

Ο πόλεμος, ήταν κι είναι η πιο προσοδοφόρα επιχείρηση. Η πίτα των κερδών μοιράζεται ξανά και ξανά. Οι πρώτες ύλες, η ενέργεια και οι ενεργειακοί δρόμοι, οι καύσιμες ύλες γενικά, είναι οι αξίες που θέλουν να ελέγξουν οι μεγάλοι τραπεζικοί οίκοι τράπεζες και η παγκόσμια πλουτοκρατία, με όποιο κόστος.

Κι έτσι, η ανθρώπινη ζωή, αυτό το μέγα θαύμα της φύσης, περνά σε δεύτερο και σε τρίτο πλάνο.

Ωστόσο, η ιδέα για ένα κόσμο καλύτερο είναι γέννημα της ανάγκης, είναι δημιούργημα και θρέμμα της ίδιας της μητέρας γης.

Ο πόλεμος συνεχίζεται αλλά η ελπίδα του ανθρώπου, κάποτε θα γίνει βούληση. Γιατί αυτοί που υπομένουν και, που δεινοπαθούν από την αφόρητη πίεση των τόσο οδυνηρών γεγονότων είναι οι πολλοί. Κι ως εκ τούτου, αυτοί κάθε στιγμή μπορούν (όταν το συναποφασίσουν) να ανατρέψουν τούτη την ελεεινή τάξη των πραγμάτων.

Πέρα όμως από την κόλαση της καθημερινότητας που μας στερεί το γέλιο και τη χαρά της ζωής, ο προνομιούχος άνθρωπος φρόντισε να φτιάξει δικλίδες ασφαλείας.

Καθιέρωσε τις γιορτές για να μπορεί να εκτονώνει την οργή και την πίκρα του. Οι Απόκριες εντάσσονται σ’ αυτό τον κύκλο των γιορτών. Είναι το έθιμο του γλεντιού, του μασκαρέματος, της σάτιρας και της ακατάσχετης ψυχαγωγίας. Είναι η ολοζώντανη ανάμνηση που διαπερνά τους αιώνες και που έχει τις ρίζες  στις Διονυσιακές γιορτές των Αρχαίων Ελλήνων.

Στα πλαίσια αυτής της γιορτής καταθέτω το Σατιρικό ποίημά μου που έχει τίτλο: “Το πάθημα (η χήρα της Αποκριάς)”. Κι εύχομαι ολόψυχα σε όλους τους προλετάριους της γης, υγεία, χαρά κι ευτυχία κι ένα ειρηνικό και απολαυστικό τριήμερο…

Το πάθημα (η χήρα της Αποκριάς)

Στην πλαζ την είδα σούρουπο μ’ ένα καυτό μαγιό,
τσαχπίνα χήρα που ’παιζε με το μικρό της γιο.

Κι αμέσως την πλησίασα με βήματα σβησμένα
και με το χέρι στην καρδιά της μίλησα για μένα…

Μού ’λεγε με παράπονο: «οι άντρες είναι κτήνη»
κι έκλαιγε μ’ αναφιλητά, με πόνο και μ’ οδύνη.

Σκύβω και εγώ απάνω της να την παρηγορήσω
κι αυτή μου λέει με σπαραγμό: «δε θέλω πια να ζήσω!»

Στο μακαρίτη ορκίζεται, δεν είναι παθιασμένη,
γονιό ζητά το ορφανό, κύρη η χαροκαμένη.

Βάστα καρδιά τα βάσανα κι η χήρα η νταρντάνα
μανούλα φανερώθηκε, μα ήταν σ’ όλα μάνα.

Σαν βάλαμε τα στέφανα, σ’ ένα στενό κρεβάτι,
το πνεύμα μου παρέδωσα και γούρλωσα το μάτι.

Βάρκα σε πέλαγο βαθύ, σαν κύμα με κυκλώνει
κι απ’ τη φωτιά που μ’ άναψε τίποτα δε με σώνει…

Στ’ αποσταμένο μου κορμί, σαν άλογο καλπάζει,
εγώ ζητώ ανακωχή, μα εκείνη δεν τη νοιάζει.

Λόφους, κοιλάδες, διάραχα, φιλά με βουλιμία
και δεν αφήνει του αλλουνού επιλογή καμία.

Σφίξε μου λέει τα βουνά να κατεβάσουν γάλα,
ξέχνα του κόσμου τα μικρά και ζήσε τα μεγάλα!

Μ’ άλλαξε και το όνομα και με φωνάζει Άρη
κι από πεζός που ήμουνα μ’ έχρισε καβαλάρη.

Παπάς θα γίνω φίλοι μου, θα βάλω μαύρο ράσο,
να βρω ξωκλήσι να σωθώ, κρεβάτι να πλαγιάσω.

Σπίθες πετούν τα μάτια της σαν μου φωνάζει πάλιιιιι!
κι αν δε σταθώ στο ύψος μου κέρατα θα μου βάλει!

Κνούτο κρατά στο χέρι της, με δέρνει με μανία,
κι αν δεν τα ρίξει τα πανιά, φεύγω για, Γερμανία.

Σ’ Ακαδημία φοίτησε κι έχει σπουδή και πείρα,
μ’ αν δεν αλλάξει ταχτική, πάλι θα μείνει χήρα!!!

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: