Πάμπλο Νερούδα (12.7.1904 – 23.9.1973): Δύο Ποιήματα Ερωτικά και Ένα Τραγούδι Απελπισμένο

Σώμα γυναίκας, κάτασπροι μηροί, κάτασπροι λόφοι,
καθώς μου παραδίνεσαι μοιάζεις ο κόσμος όλος.
Σώμα χωριάτη άγριου το σώμα μου σε σκάβει
κι ένα παιδί απ’ τα τρίσβαθα της γης ξαναγεννιέται.

Πάμπλο Νερούδα

Πάβλο Νερούδα – Ρικάρδο Ελιέσερ Νεφταλί Ρέγιες Μπασοάλτο
(Pablo Neruda – Ricardo Eliécer Neftalí Reyes Basoalto)
Χιλή. 12 Ιουλίου 1904, Παράλ – 23 Σεπτεμβρίου 1973, Σαντιάγο

*

Δύο Ποιήματα Ερωτικά και Ένα Τραγούδι Απελπισμένο

 

Μετάφραση
Μπάμπης Ζαφειράτος – Μποτίλια Στον Άνεμο

*

 

I.

 

ΣΩΜΑ γυναίκας, κάτασπροι μηροί, κάτασπροι λόφοι,
καθώς μου παραδίνεσαι μοιάζεις ο κόσμος όλος.
Σώμα χωριάτη άγριου το σώμα μου σε σκάβει
κι ένα παιδί απ’ τα τρίσβαθα της γης ξαναγεννιέται.

Σαν γαλαρία έρημος, πουλιά με εγκαταλείπαν
κι η νύχτα έμπαινε μέσα μου βίαια και με χτυπούσε.
Και για να μείνω ζωντανός εσένανε έκανα όπλο,
πέτρα μες στη σφεντόνα μου, στο τόξο μου σαΐτα.

Μα η ώρα της εκδίκησης ήρθε και σ’ αγαπάω.
Δέρμα από γάλα, μούσκλια, δυνατό, άπληστο σώμα.
Ω, οι υδρίες του στήθους σου, ω τα γλαρά σου μάτια!
Ω, ηβικά τριαντάφυλλα κι ω στεναγμοί της θλίψης!

Ω, σώμα της γυναίκας μου, στη χάρη σου αντέχω.
Δίψα μου, πόθε απέραντε, αβέβαιέ μου δρόμε!
Κοίτες των ποταμών κρυφές που ρέει η αιώνια δίψα,
που ρέει η αιώνια κούραση, κι ο αστέρευτος ο πόνος.

 

Είκοσι ποιήματα ερωτικά και ένα τραγούδι απελπισμένο [1923-1924]
Veinte poemas de amor y una canciòn desesperada (1924)

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 9 Ιουλίου 2021

 

 

XX.

 

NΑ ΓΡΑΨΩ απόψε το μπορώ τους πιο θλιμμένους στίχους

Να γράψω ας πούμε πως: «Η νύχτα είναι γεμάτη αστέρια
και τρεμουλιάζουνε γλαυκά μες στ’ ουρανού τα βάθη».

Της νύχτας ο άνεμος ψηλά γυρνάει και τραγουδάει.

Να γράψω απόψε το μπορώ τους πιο θλιμμένους στίχους.
Πως την αγάπησα, κι αυτή με είχε αγαπήσει.

Ήτανε νύχτες σαν κι αυτή την έπαιρνα αγκαλιά μου.
Κάτω απ’ τον άσωτο ουρανό κι άπειρα τα φιλιά μου.

Αυτή μ’ αγάπησε κι εγώ —φορές— την αγαπούσα.
Και πώς να μην αγάπαγα τα απέραντά της μάτια.

Να γράψω απόψε το μπορώ τους πιο θλιμμένους στίχους.
Να νιώθω πως την έχασα, να λέω πως δεν την έχω.

Ακούω τη νύχτα τη βαθιά, χωρίς αυτήν πιο άδεια.
Κι ο στίχος πέφτει στην ψυχή όπως δροσιά στη χλόη.

Δεν νοιάζομαι που η αγάπη μου τώρα δεν την αγγίζει.
Μα στην ολάστερη νυχτιά που είναι αυτή μακριά μου.

Αυτό όλο κι όλο. Ένα τραγούδι ακούγεται. Στα μάκρη.
Μαύρη η ψυχή μου και βαριά που πια την έχω χάσει.

Λες και τη φέρνει πιο κοντά το βλέμμα μου, την ψάχνει.
Ψάχνει η καρδιά μου να τη βρει κι από το πλάι μου λείπει.

Ίδια τα δέντρα όπως παλιά κι η νύχτα τ’ ασημώνει.
Μα από τότε αλίμονο εμείς έχουμε αλλάξει.

Κι αλήθεια δεν την αγαπώ, μα όμως την αγαπούσα.
Μίλαγα με τον άνεμο μην κι άγγιζα το αφτί της.

Είναι αλλουνού. Θα ’ν’ αλλουνού. Σαν πριν απ’ τα φιλιά μου.
Διάφανο σώμα, να μιλάει. Με τα βαθιά της μάτια.

Κι αλήθεια δεν την αγαπώ, μα ίσως την αγαπάω.
Σύντομος που ’ναι ο έρωτας κι απέραντη η λήθη.

Γιατί σε νύχτες σαν κι αυτή την είχα αγκαλιά μου,
μαύρη η ψυχή μου και βαριά που πια την έχω χάσει.

Παρόλο που αυτός εδώ είναι ο στερνός μου πόνος,
κι οι στίχοι που της γράφω αυτοί θα είναι οι τελευταίοι.

 

Είκοσι ποιήματα ερωτικά και ένα τραγούδι απελπισμένο [1923-1924]
Veinte poemas de amor y una canciòn desesperada (1924)

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 9 Ιουλίου 2021

 

 

Το απελπισμένο τραγούδι

 

MΕΣΑ απ’ τη νύχτα μέσα μου προβάλλει η θύμησή σου.
Ποτάμι κλαίει αδιάκοπα στη θάλασσα κυλώντας.

Έρημος, όπως την αυγή οι άδειες αποβάθρες.
Ώρα να φεύγω τώρα, ω, έρημος έτσι που είμαι.

Βροχή στην άδεια μου καρδιά με άνθη κρουσταλλιασμένα.
Ω, εσύ σκουπιδόλακκε, σπήλαιο που τρως ναυάγια!

Ο πόλεμος κι ο χαλασμός εντός σου έχουν ξεσπάσει.
Πουλιά-τραγούδια απ’ το είναι σου απλώνουν τα φτερά τους.

Τα πάντα κατασπάραξες, όπως μας τρώει το χάος.
Όπως η θάλασσα, ο καιρός. Ναυάγια εντός σου όλα!

Ήτανε ώρα άγριας χαράς, φιλιού κι εφόδου ώρα.
Έξαψης ώρα, μια φωτιά, όπως άσβηστος φάρος.

Αντάριασμα δύτη τυφλού, του καπετάνιου αγκούσα,
η παραζάλη του έρωτα, ναυάγια εντός σου όλα!

Μικρό παιδί στην καταχνιά, ψυχή-φτερούγα λαβωμένη.
Ένας αιώνιος ναυαγός, ναυάγια εντός σου όλα!

Του πόνου να είσαι δέσμιος, αιχμάλωτος του πόθου.
Θαμμένος μες στο σπαραγμό, ναυάγια εντός σου όλα!

Κι έσπρωξα για να γκρεμιστεί του σκοταδιού το τείχος,
και τράβηξα πιο μακριά από έργα κι από πόθους.

Ω, σάρκα, σάρκα μου, σ’ αγάπησα και σ’ έχασα, γυναίκα,
σε ώρα δακρύων εσένανε καλώ και τραγουδάω.

Σαν το λαγήνι μέσα σου η απέραντη στοργή μου,
κι η λησμονιά η απέραντη σ’ έσπασε σαν λαγήνι.

Ήτανε μαύρη μοναξιά, κι απ’ των νησιών πιο μαύρη,
κι εκεί, γυναίκα του έρωτα, στην αγκαλιά σου μπήκα.

Εδίψαγα κι επείναγα και ήσουν καρπός για μένα.
Ήμουν η οδύνη μες στα ερείπια κι ήσουν το θαύμα.

Γυναίκα, εσύ, πώς μπόρεσες σφιχτά να με κρατήσεις
μες στο σταυρό των μπράτσων σου, στη χώρα της ψυχής σου!

Για σένα ο πόθος μου ήτανε μικρός μ’ άγριος τρόμος,
το πιο βαρύ μεθύσι μου, η πιο άπληστη λαχτάρα.

Νεκροταφείο φιλιών, στους τάφους φωτιά που σιγοκαίει,
κι ακόμα φλέγονται τσαμπιά που τα πουλιά ραμφίζουν.

Ω, στόμα που το δάγκωνα, ω, φιλημένο σώμα,
ω, πεινασμένα δόντια μας, πώς σμίγουν τα κορμιά μας.

Ω, εσύ τρελό ζευγάρωμα και μάχη ελπιδοφόρα
σφιχτά δεμένοι μέσα της κι ωστόσο απελπισμένοι.

Κι η τρυφεράδα φούσκωνε σαν μαλακό προζύμι.
Κι εκείνη η λέξη που άρχιζε στα χείλια να χαράζει.

Αυτή ήτανε η μοίρα μου κι εκεί με πήγε ο πόθος,
κι εκεί ο γκρεμός του πόθου μου, ναυάγια εντός σου όλα!

Ω, εσύ σκουπιδόλακκε, τα πάντα που κατάπιες,
ποιος πόνος δεν σε τσάκισε, ποιο κύμα δεν σε πνίγει.

Κι από γκρεμό σ’ άλλον γκρεμό φλεγόσουν τραγουδώντας
ορθός σαν ναύτης στέκεσαι στην πλώρη κάποιου πλοίου.

Και στα τραγούδια άνθιζες γινόσουν καταρράχτες.
Ω, εσύ σκουπιδόλακκε, στέρνα πικρή πώς χάσκεις.

Δύτης τυφλός χλωμός, σφεντονιστής που ξαστοχάει,
ένας αιώνιος ναυαγός, ναυάγια εντός σου όλα!

Ήρθε η ώρα η στερνή, σκληρή και μαύρη ώρα,
εκεί που νύχτα είναι παντού όλες τις μαύρες ώρες.

Και τις ακτές ο ωκεανός μουγκρίζοντας τις πνίγει.
Άστρα από πάγο βγαίνουνε, μαύρα πουλιά μισεύουν.

Έρημος όπως την αυγή οι άδειες αποβάθρες.
Μόνο σκιές στα χέρια μου γλιστράνε, σπαρταράνε.

Ω, πέρα απ’ τα σύνορα, ω, πέρα από τα πάντα.

Ήρθε η ώρα η στερνή. Ω, πόσο απαρνημένος!

 

Είκοσι ποιήματα ερωτικά και ένα τραγούδι απελπισμένο [1923-1924]
Veinte poemas de amor y una canciòn desesperada (1924)

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 10 Ιουλίου 2021

Ο Πάμπλο Νερούδα σε σύνθεση του Χιλιανού καλλιτέχνη Άλβαρο Τάπια Ιδάλγο (Πηγή: http://www.alvarotapia.com/newrepublic#1)

__________________

Για τον Νερούδα βλέπε από:

Πάμπλο Νερούδα: Η γη μοιράζεται με το ντουφέκι – 5 ποιήματα από το Canto General

Ο Τσε —θα πει η Κάρμεν— μπορούσε να απαγγείλει τα Είκοσι ερωτικά ποιήματα, από το πρώτο έως το εικοστό, χωρίς να παραλείπει, βέβαια και το απελπισμένο τραγούδι:

Η κριτική του Τσε για το Canto General και ο Πάμπλο Νερούδα για τη συνάντησή του με τον Τσε

Περισσότερος Νερούδα.

 

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6

1 Trackback

Κάντε ένα σχόλιο: