«Ο Απρίλης βαρέθηκε να δίνει φιλιά. Φεύγει κι η Νύχτα κουρασμένη…»

Στις 29 Απρίλη 1930, έφυγε από τη ζωή η Μαρία Πολυδούρη, από τις πιο χαρακτηριστικές παρουσίες της μεσοπολεμικής μας ποίησης. Δυναμική και ανατρεπτική και ταυτόχρονα εύθραυστη, έζησε μόλις 28 χρόνια αναζητώντας και πιστεύοντας στην ιδανική ευτυχία που ποτέ δεν συνάντησε…

Ο Απρίλης κι η Σελήνη μέσα στο άλσος
σμίξαν. Το μεσονύχτι μεθυσμένοι
περάσαν μ’ ευθυμία.
Και τώρα στη γαλήνη είναι απλωμένη
ρεμβαστική ματιά, η μελαγχολία.

Δυο δέντρα αναπολούνε
μια νύχτα καταιγίδας, που οι κορφές τους
ερωτικά μπλεχτήκαν
και στην ανάμνησή τους ξεπετιέται
λυγμός από χορδές που δονηθήκαν.

– Στον ύπνο σου κόρη γλυκιά…

Έν’ ανοιχτό παράθυρο
στο αγιόκλημα πνιγμένο
κι η κόρη κρίνο, με το φως
του φεγγαριού ντυμένο.

– Του τραγουδιού μου η φωνή…

Κι αγγίζει στον αμύριστο
κάλυκα της καρδιάς της
σαν όνειρον αθώας χαράς
ο πρώτος έρωτάς της.

Και λίγο λίγο σκοτεινιάζει το άλσος.
Στο κυπαρίσσι στάθηκε η Σελήνη
βαθιά συλλογισμένη.
Ο Απρίλης βαρέθηκε να δίνει
φιλιά. Φεύγει κι η Νύχτα κουρασμένη
Όλα σιγήσαν μόνο για να μείνει
το φλογερό παράπονο:

– Γιατί μ’ έχεις σ’ αιώνια τυράννια…

το κλάμα της κιθάρας που ανεβαίνει
προς τη χλωμή Σελήνη, προς τα ουράνια…

Στις 29 του Απρίλη 1930, έφυγε από τη ζωή η Μαρία Πολυδούρη, από τις πιο χαρακτηριστικές παρουσίες της μεσοπολεμικής μας ποίησης.

Υπήρξε για την εποχή της μια γυναίκα απίστευτα δυναμική και ανατρεπτική και ταυτόχρονα εύθραυστη. Έζησε μόλις 28 χρόνια αναζητώντας και πιστεύοντας σε μια ιδανική ευτυχία που ποτέ δεν συνάντησε.

«Και τώρα, κλείστε ερμητικά τις θύρες. Τελειώσαν
όλα. Να φύγουν κι’ οι στερνοί, να μείνω μοναχή μου.
Όλα δικά μου ήταν εδώ μέσα κι όλα μου λείψαν
κι έμεινε τόσο απίστευτα μοναχική η ψυχή μου.

Να φύγουν όλοι. Ακάλεστοι κι ας ήρθανε με δώρα.
Τίποτε δεν εταίριασε στην εξαίσια γυμνότη
που με τριγύριζε λαμπρή. Μεγαλειώδεις πλάνες
που εμπρός τους με ταπείνωσαν ικέτη και δεσμώτη.»

Η Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε την 1η του Απρίλη 1902.

Το 1916 δημοσίευσε στο περιοδικό «Οικογενειακός Αστήρ» το πεζοτράγουδο «Ο πόνος της μάνας» και συγκέντρωσε τα ποιήματά της στην ανέκδοτη συλλογή με τίτλο «Μαργαρίτες». Το 1918 πέρασε με άριστα τις εξετάσεις και διορίστηκε στη Νομαρχία Μεσσηνίας.

Το 1920 χάνει και τους δυο γονείς της. Το 1922 μετατίθεται στη Νομαρχία Αττικής (Αττικοβοιωτίας ονομαζόταν τότε), ενώ είχε ήδη γραφτεί στη Νομική Σχολή.

Η Μαρία Πολυδούρη διεκδίκησε μαχητικά μια θέση διαφορετική από αυτή που της επεφύλασσε η ανδροκρατούμενη κοινωνία, για να ηττηθεί κατά κράτος εντός των στενών ορίων που η ίδια περιόριζε, φυλακίζοντας ουσιαστικά, την ύπαρξή της.

Ο έρωτάς της για τον ποιητή Κώστα Καρυωτάκη ήταν αυτός που έδωσε στη ζωή της νόημα, επηρέασε  καθοριστικά το έργο της, αλλά και της στέρησε σταδιακά κάθε ενδιαφέρον για τη ζωή. «Ποτέ η Μαρία Πολυδούρη, που αγάπησε τόσο παράφορα τον Καρυωτάκη, δεν τον αγάπησε τόσο όσο πόνεσε για το χαμό του. Και δεν αντιπροσώπευε γι’ αυτήν έναν τυφλό έρωτα. Ήξερε τη ζωή, εγνώριζε τους ανθρώπους και τους άντρες. Κι όσο πιο πολύ γνώριζε και πλούταινε, τόσο κι ο ποιητής ανέβαινε στη συνείδησή της και γινότανε ασύγκριτος και αναντικατάστατος. Γι’ αυτό κι ορισμένα από τα ποιήματά της, πέρα από τη συγκίνηση που μας δίνουνε, είναι συγκλονιστικά»γράφει η Λιλή Ζωγράφου στην Εισαγωγή της στα Άπαντα της Μαρίας Πολυδούρη.

Όταν ο Καρυωτάκης ανακαλύπτει ότι πάσχει από σύφιλη της ζητά να χωρίσουν. Η Πολυδούρη αρνείται ζητώντας του να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά. Ο Καρυωτάκης δεν το δέχεται και χωρίζουν, και έξι χρόνια μετά αυτοκτονεί στην Πρέβεζα.

Το 1924 εγκαταλείπει τις σπουδές της στη Νομική και γράφεται στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και στη Σχολή Κουνελάκη. Το 1926 συμμετέχει στην παράσταση «Το Κουρέλι» του Νικοντέμι και βρίσκεται στο Παρίσι, όπου παρακολουθεί μαθήματα ραπτικής.

Στο Παρίσι προσβάλλεται από φυματίωση και νοσηλεύεται. Το 1928 επιστρέφει στην Αθήνα και εισάγεται στο σανατόριο «Σωτηρία».

Ο έρωτάς της για τον Καρυωτάκη, που σιγόκαιγε ασταμάτητα μετά τον χωρισμό τους, θα σβήσει ταυτόχρονα με τους χτύπους της καρδιάς της, σ’ ένα κρεβάτι της κλινικής Χρηστομάνου, όπου νοσηλευόταν τσακισμένη από την αρρώστια, τη νύχτα της 28 προς 29 του Απρίλη 1930.

Ένας τρελός καθότανε στην είσοδο
τη νύχτα απόψε και μιλούσε,
μιλούσε βιαστικά κι όταν απόσταινε
κάποτε, σκεφτικά χαμογελούσε.

Μιλούσε για τη γνώση, την ονόμαζε
την πρώτη αδυναμία των ανθρώπων.
«Μα θα μιλήσω απόψε κι ας με δέσουνε,
ξέρω τα μυστικά των άγιων τόπων!

»Ξέρω όλο μυστικά και γύρω μου άφοβα
θα τα βροντοφωνήσω πάλι.
Α, ήμουν τρελός τόσον καιρό που σώπαινα
κι αυτά μου ‘χουν βαρύνει το κεφάλι.

»Φίλε μου να ‘σαι απλώς πολυλογάς
χωρίς ουσία, θα ‘σαι βάρος.
Φρόντιζε να ‘σαι ο πιο επικίνδυνος
και μόνος σου να παίρνεις θάρρος.

»Να ‘χεις καρδιά κι όλο να ευφραίνεται
Μ’ αίσθημα και φιλοτιμία,
είναι… να καρτεράς το θάνατο
και να ‘ρθει μία λιποθυμία!!!

»Είδες ο φουκαράς ο τζίτζικας
ψόφησε εχτές από ειλικρίνεια.
Τα λέγε αληθινά κι επίμονα
και εμείς τα παίρναμε για γκρίνια.

»Στο τέλος έσκασε από ευγένεια
κ’ επίσημα κυλίστηκε στο χώμα…
Α φαύλοι, δε θα μου το κλείσετε
ποτέ τ’ αχρείο μου το στόμα!».

Και τα ‘λεγε τόσο ήρεμα
τόσο γλυκά η ματιά του εφωτοβόλει,
γελούσε ξαφνικά κ’ έτσι χαρούμενα
σα να ‘ταν η καρδιά του περιβόλι!

(1929)

Γράφει η Λιλή Ζωγράφου: «…στις 28 του Απρίλη, η Μαρία, με φωνή που μόλις ακουότανε από τη βραχνάδα, αποχαιρέτησε την αδελφή της Βιργινία, όπως κάθε βράδυ. Κοντά της έμεινε ο πιστός κι αφοσιωμένος φίλος με το πρόσχημα πως θα της κρατούσε για λίγο ακόμη συντροφιά. Από καιρό είχαν συνεννοηθεί οι δυο τους. Πως όταν θα ’φτανε το τέλος, που θα ’ταν οδυνηρό και βασανιστικό, εκείνος δε θα την άφηνε να υποφέρει. «Με το να το παρατείνουμε» του ’χε πει, «το ξέρεις καλά πως δε θα εμποδίσουμε το θάνατο. Μόνον εσύ, που μ’ αγαπάς τόσο, θα καταλάβεις πόσο θα με ανακουφίσεις, όταν θα αισθανθώ πως η προθεσμία έληξε». Και του ’δειξε τις ενέσεις μορφίνης που φύλαγε στο βάθος του συρταριού. Ο Α της το υποσχέθηκε, χωρίς να πιστεύει ίσως πως θα ’ρχόταν πράγματι κείνη η ώρα κάποτε. Και να που έφτασε, η νύχτα της 28 του Απρίλη…»

Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της θα εκδοθούν οι ποιητικές συλλογές «Οι τρίλλιες που σβήνουν» (1928) και «Ηχώ στο χάος» (1929).

Δείτε ακόμα:

«Και τώρα, κλείστε ερμητικά τις θύρες. Τελειώσαν όλα…» – Η Λιλή Ζωγράφου γράφει για το τέλος της Μαρίας Πολυδούρη

Ο ματωμένος λυρισμός – Ο Άγγελος Τερζάκης για τη Μαρία Πολυδούρη

Μαρία Πολυδούρη: Η τρίλλια που δεν έσβησε

Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια όχι: «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες»

Μαρία Πολυδούρη: Έλα γλυκέ / Γιατί μ’ αγάπησες – 2 ποιήματα / 10 τραγούδια

Ο τηλεοπτικός Καρυωτάκης

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: