23 Αυγούστου 1923: Το ματοκύλισμα των απεργών εργατών στο Πασαλιμάνι

«εις ουδένα συμβιβασμό δέχονται να προέλθουν προς απεργούς, εμμένουν δε εις την απόφασιν περί διαλύσεως όλων των εργατικών σωματείων»

96 χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την επίθεση του αστικού κράτους στους εργάτες στο Πασαλιμάνι, που απεργούσαν και διεκδικούσαν: «Σταθεροποίηση των ημερομισθίων με βάση τον τιμάριθμο. Μέτρα κατά της ακρίβειας και της αισχροκέρδειας. Απόλυση κρατούμενων απεργών. Κατάργηση της λογοκρισίας επί των εργατικών ζητημάτων. Απαγόρευση της εξαγωγής ανεπεξέργαστων καπνών και άλλα».

Πρωτοσέλιδο του «Ριζοσπάστη» τις μέρες της απεργίας.

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, ξεριζωμένοι πρόσφυγες, εξαθλιωμένοι, άστεγοι, αντιμετωπίζουν μεγάλα προβλήματα, μαζί με τους χιλιάδες ανέργους μετά τις μαζικές απολύσεις.

Στην εξουσία βρίσκεται, από το Νοέμβρη του 1922, μετά το Κίνημα του Στρατού και του Ναυτικού, η «Επαναστατική Κυβέρνησις» των Πλαστήρα – Γονατά, με πρωθυπουργό τον Στυλιανό Γονατά. Η κυβέρνηση, στο όνομα της «ανταγωνιστικότητας», μειώνει τα μεροκάματα κατά 25 – 30% και όσοι εργαζόμενοι δεν δέχονται τις μειώσεις, απολύονται. Υπουργός Οικονομικών είναι ο μεγαλοβιομήχανος Ανδρέας Χατζηκυριάκος, πρόεδρος του ΣΕΒ, και υπουργός Εσωτερικών ο Γεώργιος Παπανδρέου.

Σε μια ειδική έκδοσή του το ΕΚΠ, περιγράφει πώς φτάσαμε στα αιματηρά γεγονότα του Αυγούστου στο Πασαλιμάνι.

Η Πρωτομαγιά του 1923 γιορτάζεται στον Άγιο Γιάννη Ρέντη από το ΕΚΠ (40 σωματεία) και από 20 σωματεία των Αθηνών. Τα κύρια αιτήματα είναι αύξηση με τη μεταλλική δραχμή, εφαρμογή του 8ωρου και δημιουργία Γραφείων Ευρέσεως Εργασίας. Η τότε κυβέρνηση Γονατά μετά από 20 μέρες απαντά στη ΓΣΕΕ και στα Εργατικά Κέντρα Πειραιά – Αθηνών, ότι είναι αδύνατη η ικανοποίηση των αιτημάτων.

Την περίοδο αυτή κυριαρχεί στην πολιτική ζωή η αγωνία για τη συνθήκη της Λωζάνης και το κυρίαρχο ερώτημα είναι αν θα γίνει πάλι πόλεμος ή όχι. Η ανεργία μεγαλώνει τρομακτικά, τα ημερομίσθια πέφτουν, σε ορισμένες περιπτώσεις μέχρι και 25%. Απολύονται εκατοντάδες εργαζόμενοι από τα εργοστάσια Λιπασμάτων και τα υαλουργεία. Αρχίζει να λειτουργεί ο νόμος 2112/20 περί υποχρεωτικής καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, πράγμα που σημαίνει πως δεν μπορούσαν να απολύονται εργάτες από τη μια μέρα στην άλλη χωρίς προειδοποίηση.

Αρχές Ιουνίου του 1923 πολλές επιχειρήσεις κλείνουν εκβιάζοντας μείωση ημερομισθίων σ’ ολόκληρη τη χώρα, ενώ συνεχίζονται οι μαζικές απολύσεις. Οι σιδηροβιομήχανοι μειώνουν τα μεροκάματα 30%.

Στις 9 Ιουνίου 1923 πραγματοποιείται κοινή σύσκεψη ΓΣΕΕ και Εργατικού Κέντρου Πειραιά και αποφασίζεται ότι κατ’ αρχήν μπορεί να γίνει δεκτή η μείωση των ημερομισθίων, αλλά με τον όρο το Κράτος να μειώσει τις τιμές των ειδών μονοπωλίου και του ψωμιού.

Στις 21 Ιουνίου 1923 συνέρχεται κοινή επιτροπή εργαζομένων και κράτους για το ζήτημα της ανεργίας, αλλά οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης ζητούν γενικά μείωση των ημερομισθίων 25% – 30%. Οι ναυτεργάτες δηλώνουν πως δεν αποδέχονται τέτοια μείωση και προτίθενται να κατέβουν σε απεργιακές αγώνες, η κυβέρνηση τους απειλεί με επιστράτευση.

Αρχές Ιουλίου 1923 γίνεται απεργία από τους εργάτες Λαυρίου με αιτήματα το 8ωρο και την αύξηση των ημερομισθίων. Υπάρχει γενική αντίδραση στη μείωση των μισθών και επιτροπές εργαζομένων διαμαρτύρονται στο υπουργείο.

Η ισχύς του νόμου 2112 αναστέλλεται με διάταγμα στις 4 Ιουλίου. Πολλά σωματεία παίρνουν αποφάσεις για απεργία αντιστεκόμενα στην πολιτική μείωσης των ημερομισθίων. Η κυβέρνηση στις 20 Αυγούστου 1923 αποφασίζει τη διάλυση των αναγνωρισμένων εργατικών σωματείων!

Τον Αύγουστο του 1923 έγιναν οι μεγαλύτερες κινητοποιήσεις των εργαζομένων στα πρώτα χρόνια του οργανωμένου συνδικαλιστικού κινήματος. Τα πρώτα σωματεία που συμμετείχαν είναι οι σιδηροδρομικοί, οι ναυτεργάτες, οι φορτοεκφορτωτές.

Στις 19 Αυγούστου 1923 όλα τα ναυτεργατικά σωματεία κηρύσσουν απεργία , συλλαμβάνονται μέλη διοικήσεως της Ναυτεργατικής Ομοσπονδίας. Μετά από αυτή την κατάσταση η Διοίκηση του ΕΚΠ αποφασίζει πανεργατική απεργία. Η τελική όμως απόφαση θα εξαρτηθεί από τη ΓΣΕΕ .

Στις 20 Αυγούστου η ΓΣΕΕ δηλώνει ότι θα επεκτείνει τις απεργίες σ’ ολόκληρη τη χώρα. Την ίδια στιγμή περίπολοι του Πολεμικού Ναυτικού γυρίζουν στους δρόμους και συλλαμβάνουν περίπου 200 απεργούς ναυτοθερμαστές για να τους βάλουν να δουλέψουν υποχρεωτικά.

Στον Πειραιά πραγματοποιείται σύσκεψη του ΕΚΠ της Ναυτικής Ομοσπονδίας και των Ομοσπονδιών Σιδηροδρομικών, Ηλετροκινήσεως, Επισιτισμού και της ΓΣΕΕ. Τα κύρια αιτήματα της απεργίας ήταν σταθεροποίηση των ημερομισθίων με βάση τον τιμάριθμο. Μέτρα κατά της ακρίβειας και της αισχροκέρδειας. Απόλυση κρατούμενων απεργών. Κατάργηση της λογοκρισίας επί των εργατικών ζητημάτων. Απαγόρευση της εξαγωγής ανεπεξέργαστων καπνών και άλλα. Απ’ όλη την Ελλάδα φτάνουν τηλεγραφήματα για συμμετοχή στην απεργία της ΓΣΕΕ.

Οι απεργιακές κινητοποιήσεις κορυφώνονται στις 23 Αυγούστου 1923. Στην πλατεία Πασαλιμανιού στον Πειραιά πραγματοποιείται Πανεργατική συγκέντρωση από τη ΓΣΕΕ και το ΕΚΠ, που είναι ιδιαίτερα ισχυρό αυτή την εποχή. Το σημείο που γίνεται η συγκέντρωση είναι μακριά από κυβερνητικά κτίρια, μακριά από την Αθήνα. Η κυβέρνηση δίνει διαταγή να χτυπηθεί η συγκέντρωση και να διαλυθεί διά της βίας. Στρατός και αστυνομία επιτίθενται με σφοδρότητα στους συγκεντρωμένους απεργούς στο Πασαλιμάνι. Απολογισμός: 11 νεκροί εργάτες, 100 τραυματίες και συλλαμβάνονται περίπου 500. Μετά τα αιματηρά γεγονότα του Πασαλιμανιού η απεργία λύνεται, όμως παραμένει σαν η μεγαλύτερη απεργιακή κινητοποίηση της εποχής. Παραμένει σαν σταθμός των μεγάλων αγώνων του νεαρού τότε Ελληνικού Οργανωμένου Συνδικαλιστικού Κινήματος.

Ο Στ.Γονατάς, ο Ν. Πλαστήρας και ο Γ. Παπανδρέου, υπεύθυνοι για το ματοκύλισμα των απεργών εργατών στο Πασαλιμάνι. Στα δίκαια αιτήματα των απεργών η κυβέρνηση, μαζί με τον αρχηγό της «Επανάστασης» Ν. Πλαστήρα απάντησε ότι «εις ουδένα συμβιβασμό δέχονται να προέλθουν προς απεργούς, εμμένουν δε εις την απόφασιν περί διαλύσεως όλων των εργατικών σωματείων» και έδωσε εντολές για το χτύπημα της απεργίας. Δολοφονήθηκαν 11 εργάτες και τραυματίστηκαν 100.

Ο Ριζοσπάστης περιγράφει τα γεγονότα εκείνης της μέρας:
«Περί την 8ην πρωινήν είχαν ωχυρωθή πάντα τα επίκαιρα σημεία του Πειραιώς. Το μεγαλύτερον όμως μέρος των πολυβόλων, των τανκς και των στρατευμάτων είχαν ταμπουρωθεί εις την πλατεία του Πασαλιμανίου, ενώ ισχυραί περίπολοι είχαν ζώσει ολόκληρον το Πασαλιμάνι. Εν τω μεταξύ αστυνομικά όργανα προέβησαν εις συλλήψεις διαφόρων εργατών. Τέλος η όλη πόλις του Πειραιώς είχεν όψιν ωσαύτως πεδίου μάχης (…) Εν τούτοις παρ’ όλα τα τρομοκρατικά μέτρα οι απεργοί έσπασαν την ζώνην των στρατιωτών και συνεκεντρώθησαν εις την πλατείαν. Τότε διετάχθη μια περίπολος να ανοίξει πυρ κατά των απεργών, ανεπιτυχώς όμως (…) Τότε οι απεργοί εξαγριωθέντες ώρμησαν κατά της περιπόλου και αφώπλισαν αυτήν, εκκενώσαντες δε τα όπλα εις τον αέρα, έσπασαν αυτά χωρίς να κτυπήσουν κανένα στρατιώτην. Οι εις την παραλίαν Πασαλιμάνι ευρισκόμεναι περίπολοι ήρχισαν να βάλλουν κατά των απεργών τους οποίους έβλεπον απτοήτους να δέχωνται τας σφαίρας εις τα στήθη των».

Το 1996, εβδομήντα τρία χρόνια μετά, στο χώρο της θυσίας τοποθετήθηκε μνημείο με πρωτοβουλία του Εργατικού Κέντρου Πειραιά. «Ελάχιστη υποχρέωση απέναντι στο βαρύ κληροδότημα», «Πρέπει σήμερα πειστικά να αποδείξουμε πως εμείς μπορούμε και θέλουμε να είμαστε άξιοι συνεχιστές αυτών που έδωσαν τη ζωή τους, 73 χρόνια μετά ο αγώνας συνεχίζεται», σημείωνε το ΕΚΠ σε ανακοίνωσή του.

 

Με πληροφορίες από το Ριζοσπάστη

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: