“Ξημερώνει, στο απέναντι γιαπί βλέπω τους οικοδόμους να ανάβουν φωτιά να ζεσταθούν. Μην κλαις… Στο βάθος του δρόμου, κοίτα, φως!”
“Σ’ αυτήν εδώ την άκρη στην άκρη της Μεσογείου μεσοπέλαγα, μόλις χέρια φαίνονται βοήθεια ζητάν εμεσοπέλαγα πνίγεται η περηφάνια του ανθρώπου…”
“Κάτι χειρότερο από γερατειά η χώρα τούτη κατοικείται από νιάτα αμεταχείριστα…”
η εξουσία δεν εννοεί / να καταλάβει ότι / εξακολουθεί να μάχεται / γλυκά, πεισματικά / για την ευτυχία / του ανθρώπου
“Μου ’παν για την έγνοια που σε δέρνει και τον πόνο σου για μένα τον πνιχτό παίρνεις, λένε, τα σοκάκια τυλιγμένη στο φτενό, παλιομοδίτικο παλτό…”
“Σε βρήκα κάποια νύχτα σ’ ένα στίχο και κύλισε το δάκρυ μου στο χώμα, σε είδα στον καθρέφτη σ’ έναν τοίχο στην πόλη που δε γέρασε ακόμα…”
Αγάπη, νεότητα και χρήμα, η εφήμερη δόξα: τα πάντα απ’ το βατήρα καταδύσεων πέσανε στο νερό. Καταβροχθίστηκαν τα πάντα απ’ τα θηρία.
Αφιερωμένο στο φαινόμενο του φασισμού, σ’ εκείνους που κάνουν τους αδιάφορους και στους άλλους, που, αφού σφετερίστηκαν τραγούδια γνωστών συνθετών σήμερα αλλού σφυρίζουν…
Το 1964, στις φυλακές Αίγινας, έφτασε από τη Μόσχα ένας φάκελος… “Ποιος να σου το ’λεγε, πως απ’ τα τριάντα αυτά χρόνια μιας δύσκολης και πολυτάραχης ζωής Ωιμέ! τα δεκαπέντε θα περνούσαν στης εξορίας τα σύρματα, στα σίδερα της φυλακής!”
ΤΩΡΑ ΠΕΙΝΑΩ ΓΙΑ τη φωνή, το στόμα τα μαλλιά σου κι αμίλητος και νηστικός γυρνάω στους πέντε δρόμους δε με χορταίνει το ψωμί, η αυγή μ’ αναστατώνει, κι απ’ το πρωί το βήμα σου ψάχνω που κελαρύζει.