Ένα αδημοσίευτο ποίημα του Γιώργου Δ. Μπίμη
“Απαίτησαν εξηγήσεις για τα εγκλήματα, ζήτησαν δικαιοσύνη και τιμωρία των ενόχων. Σήμερα πήραν πάλι τις θέσεις τους μπροστά στο γυαλί, για να δουν το επόμενο έγκλημα.”
Ένα μικρό εικαστικό αφιέρωμα – «κραυγή αγωνίας για τις ακρωτηριασμένες συνειδήσεις και τα σπαράγματα ζωής», του Γιώργου Πολ. Ιωαννίδη, με τίτλο «Προμηθέων Τόποι», εμπνευσμένο από την ποίηση της γιατρού – συγγραφέα Μαριάνθης Αλειφεροπούλου Χαλβατζή
“Κι αν εσείς απαντάτε με γκλομπ και μολότοφ, εγώ απαντώ με τούτο το ποίημα.”
“Μα ποιος θα ρθει να κρατήσει την ορμή μιας μπόρας που πέφτει; Ποιος θα μετρήσει μια μια τις σταγόνες πριν σβήσουν στο χώμα Πριν γίνουν ένα με τη λάσπη σαν τις φωνές των ποιητών;…”
“Κι όμως στο βάθος πέρα από την άκρη της πόλης η Άνοιξη ντυμένη γυναίκα ή κάποια γυναίκα ντυμένη με τα χρώματα της Άνοιξης γεμάτη αυτοπεποίθηση με πλησιάζει…”
Στον τελευταίο χορό μεταμφιεσμένων καθένας θα ντυθεί το τολμηρότερο. Εδώ τις έχω τις στολές αναποφάσιστες:
“Ήρθ΄ ένας καβαλλάρης μέσα στη νυχτιά κι΄ έγινε στάχτη ο τόπος, κάμποι και βουνά κι΄ έχει σταυρούς γεμίσει, μαύρα μνήματα…”
“Παγωμένο το φεγγάρι του χειμώνα σβήνει κι από τα σύννεφα ψηλά τα μάτια των παιδιών μας κοιτάζουνε, άγρια, τρελά και διψασμένα ζητάνε δικαιοσύνη…”
“Στην άγια χάρη πώς λυγά η θέληση κι η μνήμη, θεριό που κύλησε γοργά στον θόλο και στην μήνι και ο αρχαίος λογισμός κι ο θυρεός, σκοτάδι, σαν κύλησε στον Άδη το μαύρο το νερό..”