Ας μας φέρουν οι ταξικοί μας αντίπαλοι ένα δικό τους τραγούδι, που να έχει έστω τη μισή χάρη, τη φρεσκάδα και τη λεβεντιά που έχουν τα τραγούδια της Εθνικής μας Αντίστασης. Δεν έχουν!! Κι ούτε ήταν δυνατό να ’χουν. Γιατί δεν ήταν μόνο ξένοι προς το φρόνημα και το αίσθημα του ελληνικού λαού, ξένοι προς τον υπέροχο πατριωτικό του αγώνα, μα στάθηκαν και φανατισμένοι εχθροί του.
Μια μέρα, ο Χρήστος Δημούλας μου διαλάλησε την ποίησή του, καταλαβαίνοντας ότι το έργο του είναι το πρώτο concept πολύστιχο ποίημα για τους εργαζόμενους στις λαϊκές αγορές. Πηγαίο και βιωματικό καθώς ο ίδιος και η οικογένεια του δούλεψαν στις λαϊκές.
Ο Πέτρος Σκυθιώτης γεννήθηκε το 1992 στη Λάρισα. Σπούδασε Παιδαγωγικά. Έχει εκδώσει μία ποιητική συλλογή, τη “Συνθήκη ισορροπίας” (Εκδόσεις Θράκα, 2014). Το 2015 συμμετείχε στο 2ο Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών, στο πλαίσιο της 12ης Δ.Ε.Β.Θ.
Χριστούγεννα του ’44. Πολεμικά Χριστούγεννα. Όλοι στη μάχη. Όλοι στα οδοφράγματα, Κι’ οι μαυροφορεμένες μάνες, που πλήθυναν τόσο πολύ τις τελευταίες μέρες, με τα μάτια ακόμη νωπά, κουβαλάνε σίδερα και πέτρες για τα οδοφράγματα της Αθήνας μας, που ‘ναι το σύμβολο της παγκόσμιας λευτεριάς.
Θα ’ρθει μια μέρα που τα δέντρα θα μισήσουν την αχαριστία των ανθρώπων και θα σταματήσουν να παράγουν ίσκιο, θροΐσματα κι οξυγόνο. Θα πάρουνε τις ρίζες τους και θα φύγουν. Μεγάλες τρύπες θα μείνουνε στη γη εκεί που ήταν πριν τα δέντρα. Όταν οι άνθρωποι καταλάβουνε τι έχασαν, θα πάνε και θα κλάψουνε πικρά πάνω απ’ αυτές τις τρύπες. Πολλοί θα πέσουν μέσα. Τα χώματα θα τους σκεπάσουν. Κανείς δεν θα φυτρώσει.
Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο, “Τι σε νοιάζει εσένα;”, μου λέγανε, “θα βρεις το μπελά σου, σώπα”.
Αργότερα φωνάζανε οι προϊστάμενοι “Μη χώνεις τη μύτη σου παντού, κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, σώπα”
Χαρτί και πέτρα η Ευρώπη, στο χάρτη της σμπαράλια, τρέμει κι αιώνες καταρρέει χωρίς σταματημό. Μια θάλασσα στις φλόγες σαν βάλτος από πίσσα. Κι όσοι ως τα χτες για Αλήθεια και Δίκιο τραγουδήσαν πικρό έχουν τώρα ύπνο βαθιά στη μαύρη γη… Στάλιν, οδηγητή.
Κυβερνήτη, πολέμαρχε, εκεί που ένα στόμα για λευτεριά φωνάζει, εκεί που ένα αφτί αφουγκράζεται, εκεί που ένας στρατιώτης κόκκινος τους φαιοχίτωνες τσακίζει εκεί που η δάφνη της λευτεριάς βλασταίνει, εκεί που μια σημαία καινούργια βάφεται απ’ το αίμα της εξαίσιας χαραυγής μας, Μπολιβάρ, κυβερνήτη, εκεί μπορεί να δει κανείς το πρόσωπό σου.
Κανένας δεν κατάλαβε τι έλεγε η Καμπάνα. Γιατί καθένας άκουγε τη δική του σκέψη. Κ’ ύστερα γυρίσανε όλοι στα σπίτια τους με την φανφάρα, που έπαιζε χαρούμενα κομμάτια. Εκεί στο σπίτι τους ανάμενε ζεστό φαγί και ζεστή αγκαλιά. Κ’ είτανε όλοι τους βαθιά περήφανοι με την ιδέα, πως έχουνε την πιο κ α ι ν ο ύ ρ ι α και την πιο μ ε γ ά λ η Καμπάνα σ’ όλη τη Γης.
“…Έχεις χρέος να μισείς αν το μίσος σου το σκοτάδι της νύχτας σκορπίζει να μισείς όποιον κλείνει τα μάτια σου να μη βλέπεις το φως που ροδίζει…”