“…Όρθωσε πια το σβέρκο σου ραγιά και κοίταξε μπροστά. Δες οι Χριστοί πως ρίχνουνε, φως μέσ’ τη σκοτεινιά.
Κοίταξε τα χαμόγελα τα φωτεινά τους μάτια, τα λάβαρα τα κόκκινα πως έχουν υψωμένα…”
Δεν χάθηκες, μικρέ, καλέ μου Ιλχάμ, όταν σε φωνάζαν οι εμπόροι «λάθρο» κι όταν με οργή σου σιχτιρίζαν το Ισλάμ στου φασισμού στεκούμενοι το βάθρο
Σου δώσαν την εικόνα κάποιου άλλου, τον βάφτισαν αντίπαλο κι εχθρό σου. Σε ντόπαραν με ψεύτικες ελπίδες, να εκτελείς δειλά και να σωπαίνεις.
“Οι εγκληματίες του κέρδους είναι ανίσχυροι καθώς έρχονται πάνοπλα απ’ ομορφιά τα πνιγμένα παιδιά των ονείρων που την φέρνουν πάνω στα φτερά της ιστορίας και του μέλλοντος…”
Στον Άνθρωπο να ορκιστείς που καίει η ψυχή του, που βάφει με το αίμα του, μ’ αίμα την προσευχή του!
“Ύψωσε το λάβαρο της νίκης στον τόπο της ελπίδας κι ας σου λένε «όσο και να φωνάζεις, μόνο ο αντίλαλός σου θα μένει».”
Είναι απίστευτο, κάποιες φορές, πώς ο χρόνος διαπερνάται από συγκλονιστικά αειθαλή μηνύματα μέσα από τους στίχους ενός παλιού ποιήματος που τυγχάνει να «δένει» τόσο πολύ με τη σημερινή τραγική συγκυρία…
“Πουλί μου εσύ μονάκριβο, Πουλί ξενιτεμένο Από τα χέρια σ’ άφησα, Στις θάλασσας το κύμα…”
“…Να έχεις πεθάνει από καιρό και όμως να ζεις μέσα από την ιστορία, Καπετάνιε μου, την κέρδισες με το σπαθί σου την υστεροφημία Και αυτό ακριβώς θα πει αθανασία!”
“…Κάηκαν τα χείλη από τα λόγια που δεν είπαμε ποτέ, κανένας μας δεν μιλούσε χρόνια τώρα. ………………. Ποτέ σου δεν κατάλαβες πως είμαστε όλοι μετανάστες στο ίδιο δουλεμπορικό σαπιοκάραβο…”