“Παλιέ μου φίλε της ζωής, της λύπης ίσα με της χαράς στον ίσκιο της μουριάς καινούργια όνειρα αρμαθιάζεις κι ύστερα απ’ τη δουλειά και της δουλειάς τη βράση ξάφνου, στο χορό ρίχνεσαι με την κάμαρη αντάμα ν’ αντέξουμε φωνάζοντας, ν’ αντισταθούμε κι άλλο!”
“…εδώ δεν μιλάμε απλά για φόνους, αλλά για νόμιμες γενοκτονίες, οι οποίες πραγματοποιούνται για λόγους εκδημοκρατισμού, από κουστουμαρισμένους φονιάδες.”
“Μέρες τώρα αφουγκράζομαι τη λύπη των σύννεφων Σαν αίμα που ασφυκτιά στις φλέβες η εξέγερσή τους.”
“…κι αυτούς τους λίγους στίχους χρειάστηκε ένα ολόκληρο θησαυροφυλάκιο πόνου, για να τους αποσπάσω απ’ τη φιλάργυρη αιωνιότητα, σαν τοκογλύφοι οι μέρες μας μάς κλέβουν τη ζωή, τι ζέστη, θε μου, κι όμως βρέχει, τι καιρός, μα δε θα μου τη σκάσετε εμένα, κύριοι…”
“Έτσι ήτανε πάντοτε ο κόσμος, εύκολος στα λόγια της συμπόνιας και της ανθρωπιάς, μα μέσα του πνιγμένος στον ρατσισμό την κοροϊδία και στον οίκτο για κάθε τι που διαφέρει…”
“Κι άλλες γυναίκες πλένουν τις θύρες όπου θάμπει ο διάβολος λίαν πρωί στη δούλεψή του σκύβουν. Η κόλαση λοιπόν είν’ η πατρίδα μας…”
Ένα αδημοσίευτο ποίημα του Γιώργου Δ. Μπίμη
“Μα τι θ’ απογίνεις τώρα; Φεύγουν Πρόεδρε με φόρα άδειασε η Κουμουνδούρου πάει η Πόπη, πάει κι η Δούρου…”
“Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις Να μην τις παίρνει ο άνεμος.”
“Όλος τούτος ο λαός που περιμένει στο λιμάνι τα πλοία, έπαιξε τη ζωή του στα ζάρια με τους ανέμους και τώρα ξυπόλητος και γυμνός νοσταλγεί μιαν επιστροφή απ’ την αιχμαλωσία του…”