«Μέρες Οργής» του Καρλ Ντράγιερ, 1943 (και το κυνήγι των μαγισσών καλά κρατεί…)

Ο κινηματογράφος του Ντράγιερ είναι ένας ειλικρινής και τίμιος κινηματογράφος. Και όσοι δημιουργοί μιλούν με τιμιότητα μέσα από τα έργα τους, μιλούν πάντα στο παρόν, αναδεικνύοντας διαχρονικά ό,τι συνεχίζει να πλήττει την ανθρωπότητα.

Αντλώντας από τη μελέτη της μαγείας και του θρησκευτικού δόγματος, ο Καρλ Ντράγιερ το 1943 σκηνοθετεί τις «Μέρες Οργής», μια ταινία με θέμα την άδικη δίωξη και καύση γυναικών στον Μεσαίωνα υπό την κατηγορία ότι ήταν μάγισσες. Πρόκειται για ένα ψυχολογικό δράμα, όπου ένας χήρος πάστορας παντρεύεται την κατά πολύ νεότερή του Άννε, η οποία όμως ερωτεύεται τον γιο του από τον πρώτο του γάμο, τον Μάρτιν. Ο Μάρτιν, συνομήλικος με τη μητριά του, ανταποκρίνεται στο πάθος της και έτσι δημιουργείται ένα ερωτικό τρίγωνο όπου συνυφαίνονται έρωτας, εξουσία κοινωνικά δεσμά, αλλά και προδοσία. Πάνω από αυτό το τρίγωνο δεσπόζει η μητέρα του πάστορα -γιαγιά του Μάρτιν- η οποία ασκεί απόλυτο έλεγχο στην οικογένεια. Αντιπροσωπεύει την αυταρχικότητα των θεσμών, την κατεστημένη ηθική και τις πουριτανικές αντιλήψεις της εποχής, λειτουργώντας ως εμπόδιο στην προσωπική απελευθέρωση και ειδικά στην ελευθερία της γυναίκας.

Σε μια εποχή όπου το «κυνήγι των μαγισσών» χρησιμοποιείται για να καλύψει όλη τη σαπίλα μιας αυταρχικής εξουσίας, η οποία αντιστέκεται σθεναρά σε οποιαδήποτε μορφή αντίστασης απέναντι στη διαπλοκή, την καταπίεση και σε κάθε διεκδίκηση ελευθερίας, ο Ντράγιερ φέρνει στο προσκήνιο την αιώνια διαμάχη του καλού με το κακό.

Οι γυναίκες που κατηγορούνται ως μάγισσες δεν είναι τίποτα άλλο από τις γυναίκες που επιστρατεύουν τη δύναμή τους όχι για να κάνουν μάγια, αλλά για να αντισταθούν στην καταπίεση που δέχονται. Για να διεκδικήσουν τη ζωή που τους κλέβεται, την αγάπη που έχουν ανάγκη, τον έρωτα που τους στερείται, και τα νιάτα τους που χάνονται μέσα σε ένα ασφυκτικό καθεστώς. 

Ο Ντράγιερ οραματίζεται μια χαρούμενη θρησκεία, απαλλαγμένη από τον τρόμο της αμαρτίας και από τις παραμορφώσεις μιας θεολογίας που αναζητά μάγισσες, δαίμονες και κακά πνεύματα. Ο έρωτας εισάγει το ρήγμα στον μισαλλόδοξο θρησκευτικό φανατισμό. Ωστόσο, η συντριβή των δογμάτων στο έργο του Ντράγιερ συντελείται τελικά μέσα από τον θάνατο. Ο θάνατος, στις ταινίες του- το έχουμε δει και στον «Λόγο»- συνδέεται άμεσα με τη ζωή. Για να υπάρξει ζωή πρέπει να θανατωθεί κάθε εμπόδιο που αντιτίθεται σε αυτήν. Δεν υπάρχει παράδεισος και κόλαση. Υπάρχει μόνο η ζωή, και ο πραγματικός παράδεισος για τον σκηνοθέτη είναι η αγάπη. Η γνήσια αγάπη που ονειρεύεται η Άννε, η ζωή που επιθυμεί να ζήσει με εκείνον που έχει αγαπήσει πραγματικά και που γνωρίζει ότι ανταποκρίνεται στα συναισθήματά της, χωρίς κανένα ίχνος συμφέροντος.

Πρόκειται για μια ισότιμη σχέση, όπου κανείς δεν ενδιαφέρεται να ασκήσει εξουσία για να χρησιμοποιήσει, να χειραγωγήσει ή να χαλιναγωγήσει τον άλλον. Μια σχέση που δεν στηρίζεται σε φόβο ή ανασφάλεια. Ωστόσο, οι συνθήκες δεν επιτρέπουν να ευδοκιμήσει, καθώς οι άνθρωποι του περιβάλλοντος παραμένουν δεσμευμένοι στις δοξασίες και στους φόβους τους . Φόβο μήπως χάσουν την εξουσία που ασκούν στους άλλους, φόβο για τα γηρατειά, και πάνω απ’ όλα φόβο για τον ίδιο τον θάνατο. Ο πάστορας έχει εφεύρει τη μετάνοια προκειμένου να εξιλεωθεί ο ίδιος για τις αμαρτίες του. Ποτέ του δεν ενδιαφέρθηκε για τα συναισθήματα της Άννε, ωστόσο διαισθάνεται πως αμαρτάνει. Σε τι όμως ωφελεί αυτό; Σε τι ωφελούν οι προσευχές και οι μετάνοιες; Μια εγωκεντρική πίστη που υπάρχει για τον σώσει από τον φόβο της μεταθανάτιας τιμωρίας.

Πεπεισμένος ο Ντράγιερ ότι ο ομιλών κινηματογράφος απαιτεί μια θεατρική τεχνική, περιορίζει την ταινία του σε εσωτερικά σκηνικά, όπου η δράση των ηρώων αναπτύσσεται μέσα από απλούς διαλόγους. Οι χαρακτήρες κινούνται αργά, από τον καναπέ στο τραπέζι ή στο γραφείο, σε μονοπλάνα που αποδίδουν τον αργό και λεπτό ρυθμό της αφήγησης. Ο ίδιος, σε συνέντευξή του στον Ζωρζ Σαντούλ, χαρακτήρισε την ταινία του «φιλμική τραγωδία», σημειώνοντας: «Με κατηγόρησαν ότι προσέγγισα το θέμα πολύ απλά, διακριτικά και με ήπιο τόνο. Όμως οι τραγωδίες στην αληθινή ζωή διαδραματίζονται στο πιο συνηθισμένο και καθημερινό πλαίσιο. Οι άνθρωποι δεν ουρλιάζουν. Μιλούν με τη συνηθισμένη τους φωνή ή μένουν σιωπηλοί. Η δράση γίνεται πιο τραγική, ακριβώς γιατί εκτυλίσσεται μέσα σε ένα παραδοσιακό πλαίσιο, με παραδοσιακές λέξεις και τόνους φωνής.»

Σκέφτομαι σήμερα τα λόγια του Ντράγιερ. Τον απεργό πείνας που δεν ουρλιάζει, αλλά με απλό λόγο εκφράζει την προσωπική του τραγωδία και ταυτόχρονα το τραγικό αδιέξοδο στο οποίο επιχειρείται να οδηγηθεί μια ολόκληρη κοινωνία, από μια αυταρχική εξουσία. Μια εξουσία που αναζητά «μάγισσες» εκεί που δεν υπάρχουν και με μανία προσπαθεί να καταπνίξει κάθε φωνή που επιχειρεί να αποκαλύψει τη βαθιά νοσηρότητα και τη σαπίλα που κρύβεται από κάτω.

Ο κινηματογράφος του Ντράγιερ ήταν ένας ειλικρινής και τίμιος κινηματογράφος. Και όσοι δημιουργοί μιλούν με τιμιότητα μέσα από τα έργα τους, μιλούν πάντα στο παρόν, αναδεικνύοντας διαχρονικά ό,τι συνεχίζει να πλήττει την ανθρωπότητα.

Η ταινία επαναπροβάλλεται σε ψηφιακά αποκατεστημένη κόπια.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: