«Ο Λόγος / Ordet» του Καρλ Ντράγιερ (1955)
Μια ταινία για την πίστη, τη θρησκεία, το θαύμα…
Το 1932, ο Καρλ Ντράγιερ παρακολουθεί την πρεμιέρα του θεατρικού έργου «Ο Λόγος» του Kaj Munk στην Κοπεγχάγη. Όπως ο ίδιος αναφέρει σε συνέντευξή του, συγκινείται βαθιά και εντυπωσιάζεται από την τόλμη με την οποία ο Munk θέτει αντιμέτωπα τα μεγάλα υπαρξιακά και θεολογικά ζητήματα. Κυρίως, όμως, θαυμάζει την εκπληκτική ευκολία με την οποία ο θεατρικός συγγραφέας εκφράζει τους παράδοξους και προκλητικούς του ισχυρισμούς – ισχυρισμούς που σχετίζονται με την πίστη, τη θρησκεία, τον ορθολογισμό και το θαύμα.
Είκοσι χρόνια αργότερα, ο Ντράγιερ αποφασίζει να μεταφέρει τον «Λόγο» στον κινηματογράφο, προσεγγίζοντάς τον μέσα από ένα νέο πρίσμα. Στο μεσοδιάστημα, η νέα επιστήμη που προκύπτει από τη θεωρία της σχετικότητας, αποκαλύπτει ότι ο κόσμος δεν περιορίζεται στις τρεις διαστάσεις που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας. Υπάρχει και μια τέταρτη διάσταση – ο χρόνος – και ίσως μια πέμπτη, η διάσταση του “φυσικού” με την ευρύτερη, μεταφυσική της έννοια. Αυτές οι νέες επιστημονικές αντιλήψεις ανοίγουν, στον Ντράγιερ, νέους δρόμους για τη μεταφυσική προσέγγιση της πραγματικότητας. Αυτή την προσέγγιση αποτυπώνει κινηματογραφικά στον «Λόγο», διαμορφώνοντας το ιδιαίτερο αφηγηματικό του πλαίσιο μέσα στο οποίο η ιστορία δεν αποσκοπεί στη μετάδοση κάποιου συγκεκριμένου μηνύματος, αντιθέτως, επιδιώκει να ανοίξει έναν δίαυλο πνευματικής επικοινωνίας με τον θεατή, μέσα από τον οποίο το σημαίνον δεν οδηγεί πάντοτε με βεβαιότητα σε ένα σταθερό σημασιολογικό σημαινόμενο.
Για παράδειγμα, η πίστη προς τον Θεό δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με την αληθινή αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Μπορεί να απορρέει από έναν βαθύ ναρκισσισμό, ή από έναν υπόρρητο φόβο απέναντι στον θάνατο, ή ακόμη και να λειτουργεί ως πηγή εξουσίας και μέσο χειραγώγησης των αδύναμων – εκείνων που αναζητούν έναν πνευματικό καθοδηγητή για να τους απαλλάξει από τον πόνο και τη δυστυχία, από ό,τι δεν αντέχεται ψυχικά και σωματικά. Μπορεί όμως να αποτελεί και το μοναδικό καταφύγιο από όπου ο άνθρωπος αντλεί τη δύναμη να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες της ζωής του, να παραμένει όρθιος, αναμένοντας μέσω της πίστης το θαύμα που θα τον απαλλάξει από τα επίγεια δεινά.
Από την άλλη πλευρά, η έλλειψη πίστης μπορεί να προκύπτει από μια ορθολογιστική στάση ζωής και να συνοδεύεται ταυτόχρονα από μια βαθιά αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Ωστόσο, μπροστά στον ανυπόφορο πόνο –μπροστά σε αυτό που ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί να συλλάβει–, αυτή η ορθολογιστική αντίληψη καταρρέει, συντρίβεται, και τη θέση της παίρνει η πίστη. Μια πίστη βαθιά, που γεννιέται όταν όλα πια έχουν χαθεί όταν η απώλεια σε οδηγεί σε μονοπάτια όπου πλέον ο ορθολογισμός και η θετικιστική σκέψη αδυνατούν να ερμηνεύσουν το άδικο, το παράλογο, το αδιανόητο, οδηγώντας το άτομο σε εκείνα τα μονοπάτια όπου το θαύμα γεννιέται από την πίστη προς αυτό.
Ένας πατέρας, ένας άθεος γιος, μία καλή και ενάρετη σύζυγος έτοιμη να προσφέρει βοήθεια προς όλους, ένας φανατικός χριστιανός που σε ρόλο ηγέτη προσπαθεί να προσηλυτίσει και όχι να νιώσει τις ανάγκες και τα αδιέξοδα των συνανθρώπων του, δύο ερωτευμένοι νέοι που θέλουν να βιώσουν τον έρωτά τους κόντρα στο παράλογο των στερεοτύπων της εποχής, που στέκουν όμως αδύναμοι να τα αντιπαλέψουν και… ο Γιοχάνες. Ο «τρελός» της οικογένειας Μπόργκεν – που ίσως είναι πιο κοντά στον Θεό από ότι οι υπόλοιποι χριστιανοί του περιβάλλοντός του- που πιστεύει πως είναι ο γιος του Θεού και περιφέρεται στο σπίτι της οικογένειας προφητεύοντας το μέλλον και αποκαλύπτοντας τις αιτίες της συμφοράς των ανθρώπων που δεν είναι άλλες από την έλλειψη της πραγματικής πίστης. Αυτής της πίστης που είναι απαλλαγμένη από κάθε είδους ατομικιστικά οφέλη και έχει τις ρίζες στη βαθιά αγάπη προς την ύπαρξη και στον σεβασμό προς την ανθρώπινη ζωή.
Ο Ντράγιερ μας ανοίγει την πόρτα του σπιτικού της οικογένειας Μπόργκεν και μας υποδέχεται στην τραπεζαρία του σπιτιού. Παρακολουθούμε τα μέλη της οικογένειας να πίνουν τον καφέ τους, σε μια ιδιαίτερη τελετουργία, τόσο που νιώθουμε τη μυρωδιά του καφέ να μας περιβάλλει. Ταυτόχρονα, παρακολουθούμε τη συζήτηση και τις απόψεις του καθενός για τη θρησκεία και την πίστη, καθώς και τις αντιφάσεις και τις εσωτερικές συγκρούσεις τους, αλλά και τα αδιέξοδα στα οποία οδηγούνται. Συμμετέχουμε κι εμείς στην αναζήτηση του νοήματος της ύπαρξης, χωρίς κανέναν οδηγό, παρά μόνο την παρουσία του Γιοχάνες, που εμφανίζεται σε τακτά χρονικά διαστήματα. Η «τρέλα» του συνταξιδεύει με την πίστη, την αμφιβολία και τον λόγο, μέχρι που στο τέλος του ταξιδιού μας αποκαλύπτει ότι αυτό που για τους άλλους φαίνεται ως τρέλα, κρύβει το αληθινό νόημα. Όμως, στον κόσμο των ενηλίκων και της ματαιοδοξίας τους, το νόημα αυτό δεν μπορεί να φανερωθεί και αποκαλύπτεται μόνο με τη βοήθεια ενός παιδιού, το οποίο αντιπροσωπεύει την καθαρή ματιά.
Αυτή η καθαρή ματιά αποτελεί το φως που αποκαλύπτει τον δρόμο προς την αναγέννηση. Η μη συμβατική σκέψη, η αθωότητα και η γνήσια, αβίαστη ανάγκη του παιδιού να αγαπά και να αγαπιέται συναντούν στον λόγο του Γιοχάνες την ελπίδα που φωτίζει έναν κόσμο γεμάτο αγάπη, ειρήνη, ανθρωπιά και ισότητα. Για τα παιδιά, αυτός ο κόσμος βιώνεται στη φαντασία τους. Ωστόσο, οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στο φανταστικό και το πραγματικό, το φυσικό και το μεταφυσικό, είναι αβίαστα συγκεχυμένες και καταργούνται με ευκολία όταν βρεθεί το κατάλληλο χέρι που κρατώντας τα θα συνοδοιπορήσει μαζί τους. Είναι το χέρι που απλώνει ο Γιοχάνες στο μικρό κορίτσι, το μοναδικό μέλος της οικογένειας που πιστεύει σε αυτόν και κάθε άλλο παρά τρελό τον θεωρεί.
Η ταινία του Ντράγιερ μας καλεί να την εξετάσουμε από διάφορες οπτικές γωνίες. Από τη μία, μπορούμε να τη δούμε ως μία υπαρξιακή φιλοσοφική διαδρομή αναζήτησης του νοήματος και της αλήθειας που απελευθερώνει τον άνθρωπο, μεταφέροντας τον σε σύμπαντα όπου η αγνότητα, η πραγματική αγάπη, η αθωότητα είναι τα μόνο κυρίαρχα χαρακτηριστικά και όπου τα θαύματα μπορούν απλά να συμβούν χωρίς να εξηγούνται αλλά να γίνονται αποδεκτά ως μία φυσική εξέλιξη των γεγονότων. Από την άλλη, μπορούμε να θαυμάσουμε την ταινία για το ιδιαίτερο κινηματογραφικό στυλ του Ντράγιερ που είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων, όπως ο ρυθμός, το καδράρισμα των εικόνων, η αλληλεπίδραση του φωτός και της σκιάς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η σκηνή με τον ιερέα στο δωμάτιο της νεκρής όπου ο σκηνοθέτης υπερεκθέτει τα παράθυρα πίσω από τον ιερέα, προκειμένου μέσα από το έντονο κοντράστ του φωτός που διαχέεται στο δωμάτιο και της σκοτεινής φιγούρας του ιερέα να δημιουργηθεί μια γεμάτη ένταση μυστικιστική θρησκευτική ατμόσφαιρα. Επιπλέον, η ρυθμική κίνηση της κάμερας είναι ένα άλλο χαρακτηριστικό του Ντράγιερ, καθώς επιλέγει συχνά την οριζόντια, πανοραμική κίνηση της κάμερας. Με αυτόν τον τρόπο, η κάμερα ακολουθεί τις φιγούρες που κινούνται μέσα στο δωμάτιο, διατηρώντας τες πάντα μέσα στο κάδρο, και δημιουργεί μια αίσθηση εγγύτητας και θεατρικότητας, προσφέροντας μια δυναμική αφήγηση που δύσκολα επιτυγχάνεται στον κινηματογράφο.
Στην έναρξη του Φεστιβάλ Εδιμβούργου το 1955, ο Ντράγιερ παρουσιάζοντας την άποψή του για τον κινηματογράφο και το έργο τέχνης, μεταξύ άλλων αναφέρει: «Η ταινία γίνεται έργο τέχνης, αν ο σκηνοθέτης, εμπνευσμένος από το υλικό του συγγραφέα, δώσει με πειστικό τρόπο ζωή σε αυτό το υλικό με τη βοήθεια εικόνων που είναι τέχνη…»
Δείτε την ταινία και απλά θα το διαπιστώσετε…
Προβάλλεται σε ψηφιακά αποκατεστημένη κόπια.