Όταν ο Μπογδάνος χειροκροτούσε καταλήψεις στα σχολεία!

“Είναι συγκινητικό αυτό που κάνουν οι νέοι και οι νέες σε τόσους νομούς. Είναι τα παιδιά της ελληνικής μεσαίας τάξης, των ελληνικών “κίτρινων γιλέκων”. Αν τα στηρίξουμε με το πνεύμα ενός Πολυτεχνείου από την ανάποδη, για τη δημοκρατία, που δεν θα παραχωρούσε μέρος της εθνικής ταυτότητας κόντρα στον λαό, τότε εμφανίζεται μια ευκαιρία.”

Αν κάποιος σας πει πως τα στελέχη του κυβερνώντος κόμματος είναι συνεπείς και από θέση αρχής ενάντια στις καταλήψεις -ως δεξιοί και συντηρητικοί πολιτικοί- δε θα χρειαστεί να πάτε πολύ πίσω για να του δείξετε πως έχει άδικο. Μπορείτε απλά να του δείξετε ένα πουλέν του κυβερνητικού λόχου, “υπεράνω πάσης υποψίας” για συμπάθεια προς τους καταληψίες: τον Κωνσταντίνο Μπογδάνο…

Δεν έχουν περάσει πολλοί μήνες από τότε που οι φασίστες προσπαθούσαν να παίξουν μπάλα στα σχολεία, με αφορμή το Μακεδονικό και την ένταξη της Β. Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ. Έκλειναν σχολεία χωρίς συνελεύσεις -όλως περιέργως κανένα κανάλι δεν έθετε τότε ζήτημα για τις δημοκρατικές διαδικασίες των μαθητών-, έχυναν το εθνικιστικό τους δηλητήριο και έκαναν γαργάρα τον πυρήνα της συμφωνίας και τις πραγματικές ευθύνες της Νατοϊκής Αριστεράς και της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.

Ο Μπογδάνος δε θα μπορούσε να λείπει από αυτό το εθνικιστικό πανηγύρι κακής ποιότητας, με Βουκεφάλες, περικεφαλαίες και γυμνά οπίσθια -που θα ήταν απλώς φαιδρό, αν δεν ήταν λίαν επικίνδυνο. Στήριζε εκείνες τις καταλήψεις αφενός γιατί συμφωνούσε πολιτικά με τον σκοπό τους, αφετέρου γιατί υπολόγιζε μικροπολιτικά πως οι καταληψίες μαθητές μπορούν να ρίξουν τον “καταληψία πρωθυπουργό”. Και φρόντισε να το διακηρύξει ανοιχτά, σε ένα κείμενο στην προσωπική του σελίδα, με τον τίτλο “Παιδιά, ρίχτε τον!”, αντλώντας κατάλληλους πολιτικούς όρους από το πηγάδι με την ακροδεξιά μούχλα (πχ κουμούνι, Πολυτεχνείο από την ανάποδη, κοκ).

Θα μου πεις, κακό πράγμα οι καταλήψεις και δεν θα παραβιάσωμεν τας αρχάς ημών – και θα σου πω, με όλο το σέβας, κολοκύθια με τη ρίγανη. Ανεχόμαστε δεκαετίες τώρα καταλήψεις από το κάθε λογής και κοπής κουμούνι και θα μας πειράξει η μία και μόνη φορά που οι πιτσιρικάδες ξεσηκώνονται για το έθνος και τη δημοκρατία;

Είναι συγκινητικό αυτό που κάνουν οι νέοι και οι νέες σε τόσους νομούς. Αυτή η κατά τα άλλα χαμένη στις οθόνες γενιά, που μεγαλώνει σε μια χώρα που ρημάζει – κι όμως, βρίσκει καπου μέσα της μια φλόγα για την πατρίδα. Δεν είναι νεοναζί, δεν είναι χρυσαυγίτες τα παιδιά αυτά. Είναι τα παιδιά της ελληνικής μεσαίας τάξης, των ελληνικών “κίτρινων γιλέκων”.

Αν βάλουμε τώρα στη γωνία τα αγόρια και τα κορίτσια αυτών των καταλήψεων, τα στέλνουμε στην αγκαλιά του φασισμού. Αν τα στηρίξουμε, κατ´εξαίρεση, όμως, με το πνεύμα ενός Πολυτεχνείου από την ανάποδη, για τη δημοκρατία, που δεν θα παραχωρούσε μέρος της εθνικής ταυτότητας κόντρα στον λαό, τότε εμφανίζεται μια ευκαιρία.

Κράτησε όμως και μια πισινή, γνωρίζοντας πολύ καλά πως το μαθητικό κίνημα θα βρεθεί ξανά στον δρόμο -έστω και αν δεν μπορούσε τότε να προβλέψει κανείς όσα θα ακολουθούσαν με την πανδημία και την εγκληματική ανευθυνότητα της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Και απέδειξε έτσι, πως κρίνει κάθε κινητοποίηση με βάση το περιεχόμενο και όχι με κριτήριο τη μορφή, από “θέση αρχής”. Αυτές οι τελευταίες είναι πάντα ευέλικτες σαν πλαστελίνη, για τους αστούς πολιτικούς κάθε απόχρωσης.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, βέβαια, έχει πολύ καλό λόγο να μην υποστηρίξει ανοιχτά αυτήν την κινητοποίηση. Με αυτόν τον αναγκαίο ελιγμό ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης κρατάει “κάβα” το δικαίωμα, αύριο-μεθαύριο, όταν θα είναι πρωθυπουργός ο ίδιος και ξανακατεβάσουν οι αριστεροί τα μπαχαλόπαιδά τους σε σχολεία και ΑΕΙ, να επέμβει δυναμικά, με όλη την ισχύ που του δίνει ο νόμος.

Η κοινωνία, όμως, δεν έχει κανένα λόγο να μετράει τα λόγια της. Και λέει ένα πράγμα: Μην τον λυπηθείτε, παιδιά. Βάλτε μας τα γυαλιά, γεμίστε μας υπερηφάνεια, σώστε την παρτίδα. Ρίχτε τον!

Είναι απορίας άξιο, πάντως, που τότε δεν ακούγαμε τον πόνο των μεγαλοδημοσιογράφων για το δικαίωμα στη μόρφωση που χάνεται εξαιτίας των καταλήψεων και δε βλέπαμε τέτοια χολερικά σκίτσα, σαν και αυτό του γνωστού Χρ. Παπανίκου.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: