“Μητέρα…”

Ω, μητέρα!…
Γυναίκα μοναδική που γέννησες κάποια αυγή
τις δικές μου μέρες, που απελευθέρωσες
το φως του ήλιου στα δικά μου μάτια

Μητέρα των παιδικών μου χρόνων,
γλυκιά θύμηση της γης,
καρδιά πλημμυρισμένη απ’ τα δάκρυα,

τώρα που στέρεψε ο άνεμος των άσπρων ταξιδιών,
σε ποιο χώμα θ’ ακουμπήσει το χέρι της στοργής σου
τα εμβατήρια και τις σπονδές,
τα χρόνια και τα κύματα, τους αναστάσιμους ύμνους,
τις φωτεινές μέρες των γαλάζιων καλοκαιριών;

Ήρθε ο χειμώνας κι ομίχλη σκέπασε τον κήπο μας
κι ούτε ένας ήλιος δε φέγγισε τη μοναξιά μας…
Στη φριχτή περιπέτεια
που σβήνεται το λογικό του ανθρώπου
φωνάζω τ’ όνομά σου στη νύχτα χωρίς καμιά απόκριση…
Στα ναυάγια του καιρού γυρεύω τον ίσκιο σου,
αποζητώντας το γλυκό χάδι των χεριών σου
σε εκείνη την ανάμνηση που με πονά,
σε μια σου λέξη…

Ακριβή μητέρα!
Στον καθρέφτη της ψυχής σου θόλωσε ο καιρός
κι οι μέρες της ζωής σου καλπάζουν
στην άγονη νύχτα σκοτεινές κι αδιάφορες…

Κάποτε τα λόγια σου έσταζαν βάλσαμο
στην καρδιά μου και μου γιάτρευαν κάθε πληγή…
Πεινούσα, διψούσα και κρύωνα
μα με ζέσταινε η ανάσα σου κι η πράσινη θάλασσα
των ματιών σου…

Κείνη η ξελογιάστρα θάλασσα
που τώρα αγριεύει και λυσσομανά
και σκορπιέται με βία στα σκοτεινά σοκάκια
της λησμονημένης μνήμης σου…
Τα γράμματα που μου ‘γραψες κάποτε,
τώρα κιτρινίζουν στο συρτάρι,
χρυσά φυλαχτά πολύτιμων διαδρομών στο χρόνο…

Τότε που η καλοσύνη σου περίσσευε για τον κόσμο,
τότε που έσφιγγες στα στήθια σου
έναν έρωτα παράφορο για μένα,
τότε που ανέβαινες με ακλόνητη πίστη
κάθε μέρα στο σταυρό για το φτωχό μας το ψωμί,
για την ελπίδα και για τ’ όνειρο …

Ω, μητέρα!…
Γυναίκα μοναδική που γέννησες κάποια αυγή
τις δικές μου μέρες, που απελευθέρωσες
το φως του ήλιου στα δικά μου μάτια,
κλαίω και θρηνώ απαρηγόρητα
για το θανάσιμη οδύνη της κακοτυχίας σου,
για τον πόνο και τη σιωπή της ψυχής σου,
για την αναπότρεπτη πικρή σου μοίρα…

ΓΙΩΡΓΟΣ Δ. ΜΠΙΜΗΣ.

*Από την ποιητική μου συλλογή:
‘’Ο Χρόνος κι οι Πληγές’’.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: