Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Του Καρυωτάκη» της Μαρίας Πολυδούρη

Ποτέ η Μαρία Πολυδούρη, που αγάπησε τόσο παράφορα τον Καρυωτάκη, δεν τον αγάπησε τόσο όσο πόνεσε για το χαμό του. Και δεν αντιπροσώπευε γι’ αυτήν έναν τυφλό έρωτα. Ήξερε τη ζωή, εγνώριζε τους ανθρώπους και τους άντρες. Κι όσο πιο πολύ γνώριζε και πλούταινε, τόσο κι ο ποιητής ανέβαινε στη συνείδησή της και γινότανε ασύγκριτος και αναντικατάστατος.

Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Του Καρυωτάκη» της Μαρίας Πολυδούρη

Η Μαρία Πολυδούρη, από τις χαρακτηριστικότερες παρουσίες της μεσοπολεμικής μας ποίησης, γεννήθηκε την 1η του Απρίλη 1902 κι έφυγε από τη ζωή στις 29 του Απρίλη 1930.

Ο έρωτάς της για τον Κώστα Καρυωτάκη θα επηρεάσει καθοριστικά τη ζωή και το έργο της. Όταν ο ποιητής ανακαλύπτει ότι πάσχει από σύφιλη θα της ζητήσει να χωρίσουν. Η Πολυδούρη αρνείται ζητώντας του να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά. Ο Καρυωτάκης δεν το δέχεται και χωρίζουν, και έξι χρόνια μετά αυτοκτονεί στην Πρέβεζα.

«Ποτέ η Μαρία Πολυδούρη, που αγάπησε τόσο παράφορα τον Καρυωτάκη, δεν τον αγάπησε τόσο όσο πόνεσε για το χαμό του. Και δεν αντιπροσώπευε γι’ αυτήν έναν τυφλό έρωτα. Ήξερε τη ζωή, εγνώριζε τους ανθρώπους και τους άντρες. Κι όσο πιο πολύ γνώριζε και πλούταινε, τόσο κι ο ποιητής ανέβαινε στη συνείδησή της και γινότανε ασύγκριτος και αναντικατάστατος. Γι’ αυτό κι ορισμένα από τα ποιήματά της, πέρα από τη συγκίνηση που μας δίνουνε, είναι συγκλονιστικά», γράφει η Λιλή Ζωγράφου στην Εισαγωγή της στα Άπαντα της Μαρίας Πολυδούρη.

Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Του Καρυωτάκη» της Μαρίας Πολυδούρη

Μαρία Πολυδούρη (1902-1930)

Το ποίημα “Του Καρυωτάκη” περιλαμβάνεται στην έκδοση “Μαρία Πολυδούρη – Κώστας Καρυωτάκης, Έρωτας και θάνατος στη σκιά της ποίησης”, επιμέλεια – ανθολόγηση Γιάννης Η. Παππάς, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2009.

Του Καρυωτάκη

«Οι νέοι που φτάσανε μαζί στο έρμο νησί» με σένα
κάποια βραδιά μετρήθηκαν κ᾿ ηύραν εσύ να λείπεις.
Τα μάτια τους κοιτάχτηκαν τότε, χωρίς κανένα
ρώτημα, μόνο εκίνησαν τις κεφαλές της λύπης.

Νύχτες πολλές, θυμήθηκαν, από τη μόνωσή σου
ένα σημείο από φωτιά τους έστελνες, γνωρίζαν
το θλιβερό χαιρέτισμα που φώταε της αβύσσου
τους δρόμους κι᾿ όλοι απόμεναν στον τόπο τους που ορίζαν.

Απόμεναν στην ίδια τους πικρία, κρεμασμένοι
έτσι μοιραία και θλιβερά στο «βράχο» του κινδύνου.
Κι᾿ όταν πια τους χαιρέτισες, οι αιώνια απελπισμένοι
ψάλαν μαζί κάποια στροφή καθιερωμένου θρήνου.

Μα φτάνουν πάντα στο «νησί» τα νέα παιδιά ολοένα.
Στην άδεια θέση σου ζητούν της ζωής το ελεγείο.
Σου φέρνουνε στα μάτια τους δυο δάκρυα παρθένα
και της καινούριας σου Εποχής το πλαστικό εκμαγείο.

(1929)

“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: