Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Στο θάνατο του καπετάνιου» του Γουόλτ Γουίτμαν

«Ω, σήκω, καπετάνιο μου, ν’ ακούσεις τις καμπάνες!
Για σε ανεμίζουν φλάμπουρα και σάλπιγγες ηχάνε,
για σε λουλούδια φέρνουνε και στέφανα και δάφνες…»

Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Στο θάνατο του καπετάνιου» του Γουόλτ Γουίτμαν

Από τους σημαντικότερους Αμερικανούς ποιητές, ο Γουόλτ Γουίτμαν (Walt Whitman) γεννήθηκε στις 31 του Μάη 1819 κι έφυγε από τη ζωή στις 26 του Μάρτη 1892.

Από νεαρή ηλικία εργάστηκε ως ξυλουργός, οικοδόμος, στοιχειοθέτης και δάσκαλος, δημοσιογράφος σε διάφορα περιοδικά ή εφημερίδες της εποχής (ο ίδιος υπήρξε εκδότης εφημερίδων) και ως εθελοντής νοσοκόμος κατά τον εμφύλιο πόλεμο.

Το 1855 τυπώνει με δικά του έξοδα την πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο «Φύλλα Χλόης» (Leaves of Grass), την οποία εμπλουτίζει με επιπλέον ποιήματα στις επόμενες εκδόσεις της.

Βαθιά προοδευτικός (αναμίχθηκε στην πολιτική ως υποστηρικτής του Δημοκρατικού Κόμματος) έγινε ευρύτερα γνωστός στο ελληνικό κοινό, όπως κι ένα από τα πιο γνωστά ποιήματά του, το «Καπετάνιε! Ω Kαπετάνιε μου!» (O Captain! My Captain!) μετά την προβολή της ταινίας Dead Poets Society (ελληνικός τίτλος: Ο Κύκλος των Χαμένων Ποιητών).

Ακολουθεί μεταφρασμένο το ποίημα από τον κομμουνιστή – αντιστασιακό ποιητή Νίκο Καρβούνη, όπως δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη της Πέμπτης 22 του Μάη 1947. Ο – και δημοσιογράφος – Νίκος Καρβούνης ήταν από τους πρώτους (ίσως ο πρώτος) που μετέφρασε ποιήματα του Γουόλτ Γουίτμαν στην Ελλάδα.

Στο θάνατο του καπετάνιου

Τέλειωσε, καπετάνιο μου, το φοβερό ταξίδι
τις τρικυμίες ντροπιάσαμε, κερδίσαμε τη νίκη.
Να το λιμάνι, θριαμβικά σημαίνουν οι καμπάνες.
Μυριόστομο το αλαλητό που μας καλωσορίζει
και στη γερή την πλώρη μας τα μάτια στηλωμένα
το άξιο μας καμαρώνουνε κι’ ατρόμητο καράβι.
Μα ω, βάστα, βάστα καρδιά. Ω, οι αιμάτινες στάλες
οι αιμάτινες στάλες εδώ στο κατάστρωμα
σωριασμένος και κρύος όπου κείτεται
νεκρός ο ακριβός καπετάνιος μου.

Ω, σήκω, καπετάνιο μου, ν’ ακούσεις τις καμπάνες!
Για σε ανεμίζουν φλάμπουρα και σάλπιγγες ηχάνε,
για σε λουλούδια φέρνουνε και στέφανα και δάφνες
για σένα μ’ ανυπόμονη αναγαλλιά τρικυμίζει
ανθρωποπέλαο στη στεργιά και σένα αναζητάνε
τα χίλια μύρια πρόσωπα με πόθο αναγερμένα.

Σου ανασηκώνω αλαφρά το κεφάλι πατέρα
με χέρι τρεμάμενο. Σήκω!
Ψεύτικο όνειρο θάναι που κείτεσαι
στο κατάστρωμα νεκρός, καπετάνιο μου.

Δεν κρένει ο καπετάνιος μου, το χέρι μου δε νιώθει.
Άσπρα τα χείλη, ακίνητα και μένει σωριασμένος
δίχως πνοή και θέληση, δίχως λαλιά ο πατέρας.
Τέλειωσε πια το φοβερό ταξίδι. Το καράβι
που απ’ τις φουρτούνες γλύτωσε, γερό και κερδισμένο
σ’ αραξοβόλι σίγουρο την άγκυρα έχει ρίξει.

Αναγαλλιάστε στεργιές, χτυπάτε καμπάνες
μα εγώ, με θλιμμένο το βήμα
περπατώ στο κατάστρωμα όπου κείτεται
νεκρός ο ακριβός καπετάνιος μου.

“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: