Αυτοί που φέρνουν τον Τροχό των Ονείρων

«Έρχεται λοιπόν τώρα η ποίηση να επισημάνει την παραχάραξη που έπαθε η Ιστορία. Βγαίνουν οι Ινδιάνοι ποιητές από τα περιθώρια και τα σκοτάδια των ταπεινωμένων και υψώνουν θαρραλέα το κεφάλι τους…φωνάζουν την αλήθεια για όσα διαπράχτηκαν, τις γενοκτονίες, τους διωγμούς, την ταπείνωση…»

«…Έρχεται λοιπόν τώρα η ποίηση να επισημάνει την παραχάραξη που έπαθε η Ιστορία. Βγαίνουν οι Ινδιάνοι ποιητές από τα περιθώρια και τα σκοτάδια των ταπεινωμένων και υψώνουν θαρραλέα το κεφάλι τους. Με το δικαίωμα που τους παρέχει πλέον η δημοκρατική ελευθερία του αμερικάνικου κράτους – η τόση ελευθερία που φθάνει και να στερεί την ελευθερία –  αναζητούν, βρίσκουν την πεταγμένη φυλετική τους ταυτότητα, φωνάζουν την αλήθεια για όσα διαπράχτηκαν, τις γενοκτονίες, τους διωγμούς, την ταπείνωση…»

Κώστας Ασημακόπουλος – Από τον πρόλογο της ποιητικής συλλογής “Αυτοί που φέρνουν τον Τροχό των Ονείρων” –  13 ινδιάνοι ποιητές, σε μετάφραση Κώστα Ασημακόπουλου και Ντίνας Σιδέρη και εικονογράφηση Wendy Rose (εκδ. Δωρικός – 1985).

Παρουσιάζονται έξι μικρά  ποιήματα από αυτή τη συλλογή, με σύντομο βιογραφικό των συγγραφέων.

Eικόνα: Από το εξώφυλλο του βιβλίου

 

Ν. Σκοτ Μομαντέη: Αυτοί που φέρνουν τον τροχό των ονείρων

Ο Ν. Σκοτ Μομαντέη, είναι Κιόβα και γεννήθηκε στο Λόουτον της Οκλαχόμα στα 1934. Μεγάλωσε σε διάφορους νότιο – δυτικούς καταυλισμούς και μορφώθηκε σε ινδιάνικα σχολεία. Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Νέου Μεξικού και του Στάνφορντ… Το πρώτο του μυθιστόρημα “Ένα σπίτι φτιαγμένο από το χάραμα” πήρε τα 1969 το βραβείο Πούλιτζερ και γυρίστηκε ταινία. Έχει γράψει ακόμα το “Αναζητώντας τις αγριόχηνες και άλλα ποιήματα” και το χρονικό  “Ο δρόμος για το Βροχερό Βουνό”, που είναι η ιστορία της μετανάστευσης των Κιόβα από τη βόρεια Μοντάνα, στις νότιες πεδιάδες…

Αυτοί που φέρνουν τον τροχό των ονείρων

Αυτός είναι ο πανίσχυρος
Τροχός των Ονείρων
που τον φέρνουν
σφαλισμένο στις φωνές τους.
Μέσα του κλείνει τον Πρώτο Κόσμο.
Πάνω του πλέξανε τραγούδια
και στροβίλισαν τα ονόματα της γης και τ’ ουρανού,
της δικής τους γλώσσας τα ονόματα.
Ήταν γέροι ή άντρες
με γέρικη μιλιά
κι έσερναν τον τροχό μέσα στους καταυλισμούς,
λέγοντας:  “Ελάτε, ελάτε,
θα σας πούμε παλιές ιστορίες,
θα σας τραγουδήσουμε ιερά τραγούδια”.

 

Σιμόν Ορτίζ: Επιβίωση με αυτόν τον τρόπο

Ο Σιμόν Ορτίζ ανήκει στη φυλή Ακόμα και γεννήθηκε το 1941 στο Άλμπουκερκ του Νέου Μεξικού. Υπηρέτησε τρία χρόνια στο στρατό κι ύστερα φοίτησε στα Πανεπιστήμια του Νέου Μεξικού και της Αϊόβα. Έχει διδάξει στο Πανεπιστήμιο του Σαν Ντιέγκο, στο Αμερικάνικο Ινστιτούτο Ινδιάνικης Τέχνης και στο Κολέγιο της κοινότητας Ναβάχο…

Επιβίωση με αυτόν τον τρόπο

Επιβίωση ξέρω πώς,  με ποιο τρόπο.
Τον τρόπο αυτόν τον ξέρω καλά.
Βρέχει.
Βουνά και φαράγγια και φυτά
μεγαλώνουν,
κι εμείς ταξιδεύουμε με αυτόν τον τρόπο,
μετρώντας την απόσταση με ιστορίες
κι αγαπώντας τα παιδιά μας.
Τα μάθαμε
ν’ αγαπούν τη γενιά τους.
Είπαμε ξανά και ξανά στους εαυτούς μας
“Θα επιζήσουμε
με αυτόν τον τρόπο”.

 

Λιζ Σοχάπυ Μπαχέ: Αποχαιρετισμός

Η Λιζ Σοχάπυ Μπαχέ είναι Γιακίμα. Γεννήθηκε το 1947 κοντά στο Τόπενις της Ουάσινγκτον. Το ινδιάνικό της όνομα είναι Ομνάμα Τσέσατς, που σημαίνει “Σταματώ στο λόφο και κοιτάζω κάτω”. Πέρασε τα παιδικά της χρόνια στην Ουάσιγκτον και πήγε στο γυμνάσιο του Αμερικάνικου Ινστιτούτου Ινδιάνικης Τέχνης στη Σάντα Φε, του Νέου Μεξικού…

Αποχαιρετισμός

Τραγουδούσες ζωηρά τραγούδια για χορό
κι εγώ χόρευα όχι στο ρυθμό του τύμπανου,
μ’ ακούγοντας μονάχα τη φωνή σου.

Σκαλίζεις μικρά γλυπτά πάνω στο ξύλο
κι εγώ δεν έβλεπα τις σκλήθρες να πέφτουνε γύρω,
μα τα δυνατά σου χέρια που λάξευαν.

Ζούσες σ’ ένα μακρινό, βορινό χωριό.
Ήρθα εκεί όχι για να γνωρίσω τους δικούς σου,
μα για να βαδίσω εκεί που βάδισες.

Έφυγες ακολουθώντας τα τύμπανα που σε καλούσαν
κι εγώ σε πρόσμενα και προσευχόμουν να πάψουν.

 

Γκλάντυς Κάρντιφ: Πληγωμένη ομολογία

Η Γκλάντυς Κάρντιφ γεννήθηκε στο Μπράουνιγκ της Μοντάνα, το 1942 και από το ένα σκέλος της οικογένειάς της ανήκει στη φυλή Τσερόκη. Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον κι έχει κάνει πολλές διαλέξεις για την ποίηση στα πλαίσια των εκδηλώσεών του, καθώς και της Δημοτικής Βιβλιοθήκης του Σήατλ…

Πληγωμένη ομολογία

Τρεις μετά τα μεσάνυχτα
και τα μάτια σου ορθάνοιχτα.
Με κοιτάζεις,
μα τ’ όραμα πίσω από το βλέμμα σου
δεν έχει τίποτα
απ’ τη ματιά μου.
Σαν τους άρρωστους που έρχονται σ’ εσένα
έχεις απόψε
την ίδια πληγωμένη και γεμάτη εμπιστοσύνη έκφραση.
Γατί;  Μήπως όσα γνωρίζεις
σε σπρώξαν στη θλίψη;
Θέλω ν’ ανακουφίσω τον πόνο σου,
θα τρίψω μαλακά το λαιμό και τα πόδια σου.
Μα όχι, θα κάνω κάτι καλύτερο,
όπως κι εσύ για μένα.
Θα διώξω,
θα πραΰνω τον πόνο σου.
Θα είμαι τρυφερή,
θα σε φροντίζω κι όπως κι εσύ,
θα σου μιλάω ήσυχα κι απλά.

 

Τζέημς Γουέλτς: Ο άνθρωπος από την Ουάσιγκτον                 

Ο Τζέημς Γουέλτς γεννήθηκε στα 1940, στη Μοντάνα και είναι Μπλάκφητ από τον πατέρα του και Γκρος Βάντρ, από τη μητέρα του. Φοίτησε στα σχολεία των καταυλισμών Μπλάκφητ και Φορτ Μπέλκναπ στη Μινεάπολη και αργότερα στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα και στο Νόρθερν Κόλετζ της Μοντάνα. Πριν αφοσιωθεί στο γράψιμο, εργάστηκε ως γεωργός και πυροσβέστης. Έργα του είναι οι συλλογές  “Καβάλα στη Γη” και “Χειμώνας στο Αίμα”.

Ο άνθρωπος από την Ουάσινγκτον

Το τέλος ήρθε εύκολα για τους πιο πολλούς μας.
Μας απόδιωξαν
από τον πάτριο τόπο μας,
μας πέταξαν σε μια γωνιά
ενός άγνωστου κόσμου.
Βέβαια, δεν προσμέναμε πολλά,
μόνο ξύλα απ’ το δάσος
και τομάρια από βουβάλια
για να ζεσταθούμε.

Κι ήρθε κάποιος καμπούρης νάνος,
με δακρυσμένα μάτια και μας μίλησε.
Μας υποσχέθηκε πως η ζωή
θα τράβαγε κανονικά το δρόμο της,
πως θα υπογράφονταν χαρτιά
και πως καθένας
– άντρας, γυναίκα ή παιδί – θα ‘μπαινε
σ’ έναν κόσμο φτιαγμένο
από λεφτά, ψευτιές και άγχος.

 

Τζόζεφ Μπρούσακ: Γυρνώντας πίσω

Ο Τζόζεφ Μπρούσακ γεννήθηκε το 1942 στη Σαρατόγκα Σπρίνγκρς, της Νέας Υόρκης. Η οικογένεια του πατέρα του ήταν Σλοβάκοι μετανάστες και της μητέρας του Αμπενάκι. Τον μεγάλωσε ο παππούς του, από τη μεριά της μητέρας του. Φοίτησε στα Πανεπιστήμια Κόρνελ και Σύρακιους… Έχει εκδώσει δύο βιβλία με ποιήματα, “Το ινδιάνικο βουνό” και το “Ο άγριος βούβαλος στο ζωολογικό κήπο του Σύρακιους”…

Γυρνώντας πίσω

Όταν με ξύπνησαν
μπερδεμένο στα γαλάζια δίχτυα τους,
οι τρύπες των σκουληκιών είχαν χαθεί
απ’ τα χέρια μου.
Ένα πλοίο φανταχτερό
λικνιζόταν στο νερό
σαν δεμένο πουλάρι.

Φαίνεται
πώς είχα μάθει κάτι
γιατί δεν τους ρώτησα τίποτα,
ούτε ποιος ήμουνα
μόνο στάθηκα,
άγγιξα τα χέρια και τα μέτωπά τους
κι άρχισα να βαδίζω
στο χρυσό τόξο της αμμουδιάς.

Τώρα
χίλια χρόνια μετά
και πέρα από δύο ηπείρους
αναρωτιόσαστε γιατί τα πόδια μου
σηκώνουν το χορό στον ήχο
ενός μακρινού τύμπανου.

Στρατής Γαλιάτσος

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: