Η στυγερή δολοφονία του Γιώργη Τσαρουχά στα μπουντρούμια της ΚΥΠ

“Ζήτησα από τον Νόνα (σ.σ. ο ιατροδικαστής) να κόψει το πέλμα. Το κόψιμο στο βάθος θα αποκάλυπτε τον μώλωπα. Ηρνήθη! Ζήτησα επίσης να κόψουμε τους όρχεις διότι οι κακώσεις έφταναν μέχρι εκεί. Ηρνήθη! Με κοίταζαν καχύποπτα. Η ατμόσφαιρα ήταν υπερβαρεία. Η συμπεριφορά του Νόνα ήταν τέτοια που έδειχνε ότι ήξερε καλά τι είχε μεσολαβήσει στον Τσαρουχά…”

Τη νύχτα της 8 του Μάη 1968, ένα αυτοκίνητο ξεκινάει κρυφά από τη Θεσσαλονίκη με προορισμό την Αθήνα. Επιβάτες του, ο δικηγόρος Γιώργης Τσαρουχάς, Γραμματέας της Κομματικής Οργάνωσης Θεσσαλονίκης του, παράνομου, ΚΚΕ, επικεφαλής του Πατριωτικού Αντιδικτατορικού Μετώπου Θεσσαλονίκης και πρώην βουλευτής της ΕΔΑ, ο Βασίλης Μάστορας, ο Κωνσταντίνος Μελέτης και η Γεωργία Παγκοπούλου.

Περίπου στις 2 μετά τα μεσάνυχτα, στο ύψος του Πλαταμώνα, το αυτοκίνητο ακινητοποιείται σε μπλόκο που έχει στήσει ομάδα αποτελούμενη από όργανα της Κρατικής Υπηρεσίας Πληροφοριών  (ΚΥΠ) και της Υποδιεύθυνσης Εθνικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, με επικεφαλής τον διοικητή της ΚΥΠ Στέφανο Καραμπέρη. Οι ασφαλίτες κατεβάζουν με τη βία και χτυπούν με μανία τους τέσσερις επιβαίνοντες, τους φορτώνουν σε ξεχωριστά αυτοκίνητα και τους μεταφέρουν πίσω στη Θεσσαλονίκη. Από τότε κανείς δεν ξανάδε τον Γιώργη Τσαρουχά. Στα μπουντρούμια της ΚΥΠ όπου μεταφέρεται, βασανίζεται απάνθρωπα για ν’ αποκαλύψει τους συντρόφους του. Το κατακρεουργημένο κορμί του αντέχει μέχρι τα ξημερώματα. Στις 6 το πρωί, της 9 του Μάη, ο Γιώργος Τσαρουχάς πεθαίνει στα χέρια των βασανιστών του.

Η κηδεία του γίνεται το μεσημέρι της ίδιας μέρας, με τη συμμετοχή μόνο μελών της οικογένειάς του και το φέρετρο καρφωμένο και περιφρουρούμενο από δεκάδες αστυνομικούς που δεν επιτρέπουν σε κανέναν άλλο να πλησιάσει. Από τις κρατικές αρχές καταβάλλεται κάθε προσπάθεια για να συγκαλυφτεί η δολοφονία. Η αστυνομία ανακοινώνει ότι ο Γ. Τσαρουχάς πέθανε «από ταχυπαλμία κατά τη μεταφορά του», ενώ ο ιατροδικαστής Νόνας υπογράφει πλαστό πιστοποιητικό θανάτου, ότι πέθανε δήθεν από έμφραγμα.

“…Αν με πιάσουν, ο Τσαρουχάς πέθανε βασανισμένος!!”

Ο εισαγγελέας Λαμίας Χριστόφορος Τζανακάκης ήταν παρών στη νεκροψία του Γ. Τσαρουχά. Παρόντες, εκτός φυσικά του ιατροδικαστή, ήταν επίσης υψηλόβαθμα στελέχη της Αστυνομίας και της ΚΥΠ… Τον Γενάρη του 1975 και αφού έχει πέσει η χούντα, ο εισαγγελέας θα αποκαλύψει:

«Εγώ για το θάνατο του Τσαρουχά είχα πονηρευτεί αμέσως διότι διαπίστωσα ότι ο Βασίλης Μάστορας, συνεπιβάτης του στο μοιραίο ταξίδι προς την Αθήνα, είχε κακοποιηθεί αγρίως. Αυτός κακοποιήθηκε στο Γ΄ Σώμα Στρατού και υποθέτω ότι γλίτωσε γιατί έμεινε στα χέρια τους ο Τσαρουχάς. Πιστεύω πως και ο Τσαρουχάς όπως και οι άλλοι κακοποιήθηκε στο Γ΄ Σ.Σ.».

Ο εισαγγελέας Τζανακάκης συνεχίζει περιγράφοντας με λεπτομέρειες τη νεκροψία αλλά και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτή έγινε:

«Ανοίγοντας τα σκέλη, είδα ανάμεσά τους μια περίεργη κάκωση. Σειρά μικρών κόκκων αίματος σαν κόκκοι σίτου κάτω από το δέρμα… Διάσπαρτες κακώσεις στα πόδια σαν να του έστριβαν το λουρί ενός  όπλου ανάμεσα στα σκέλια. Οι πατούσες είχαν ένα ύποπτο μπλε χρώμα. Δεν ήταν πτωματικές υποστάσεις. Ένα περίεργο υποκύανο χρώμα. Ζήτησα από τον Νόνα (σ.σ. ο ιατροδικαστής) να κόψει το πέλμα. Το κόψιμο στο βάθος θα αποκάλυπτε τον μώλωπα. Ηρνήθη! Ζήτησα επίσης να κόψουμε τους όρχεις διότι οι κακώσεις έφταναν μέχρι εκεί. Ηρνήθη! Με κοίταζαν καχύποπτα. Η ατμόσφαιρα ήταν υπερβαρεία. Η συμπεριφορά του Νόνα ήταν τέτοια που έδειχνε ότι ήξερε καλά τι είχε μεσολαβήσει στον Τσαρουχά… Έφυγα στο σπίτι μου. Χτύπησε το τηλέφωνο. Κάποιοι αστυνομικοί μου ζητούσαν να επιστρέψω. Είπα στη γυναίκα μου: Αν με πιάσουν, ο Τσαρουχάς πέθανε βασανισμένος!!».

Στις δίκες που ακολούθησαν μετά την πτώση της χούντας αποκαλύπτεται ότι ο θάνατος του κομμουνιστή δικηγόρου επήλθε μετά από φριχτά βασανιστήρια στα μπουντρούμια της ΚΥΠ. Οι δολοφόνοι του Γ. Τσαρουχά,  βασανιστές πολλών ακόμα λαϊκών αγωνιστών, στις απολογίες τους έντρομοι αλληλοκαρφώνονται και αλληλοβρίζονται, προσπαθώντας να ελαφρύνουν τη θέση τους. Όλοι, εκτός του προϊσταμένου τους, ομολογούν την ενοχή τους ισχυριζόμενοι ότι «εις την πράξιν των ωθήθησαν εκ του φόβου ον ενέπνευσε αυτώ ο συγκατηγορούμενός τους Στέφανος Καραμπέρης», δηλαδή ο προϊστάμενός τους.

Όσοι έζησαν τον Γιώργη Τσαρουχά, όσοι συμπορεύτηκαν μαζί του στους σκληρούς αγώνες για λευτεριά, δημοκρατία, ειρήνη, για το σοσιαλισμό, μιλούσαν για την ήρεμη και ευγενική φυσιογνωμία του, τον ακέραιο χαρακτήρα του, την ακάματη αγωνιστικότητά του και την απόλυτη πίστη του στη δίκαιη υπόθεση της εργατικής τάξης.

Γιώργης Τσαρουχάς (1922-1968)

Ο Γιώργης Τσαρουχάς γεννήθηκε το 1909 στα Γανοχώρια της Ανατολικής Θράκης, από γονείς αγρότες. Το 1922, μετά τη μικρασιατική καταστροφή η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στο Σιδηρόκαστρο Σερρών. Εκεί θα τελειώσει το δημοτικό σχολείο. Από μικρός άρχισε να νιώθει και να ενδιαφέρεται για τα προβλήματα της φτωχολογιάς και μαθητής ακόμα της Τετάρτης Γυμνασίου  οργανώνεται στην ΟΚΝΕ. Από τότε αρχίζουν και οι διώξεις εναντίον του.

Το 1933 δίνει εξετάσεις και περνάει στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Δυο μήνες μετά την εγγραφή του δημιουργείται μια συνδικαλιστική κίνηση των φοιτητών και ο Τσαρουχάς αποβάλλεται από τη σχολή ως πρωταίτιος. Μετά τη λήξη της ποινής του εγγράφεται στη Νομική Σχολή Αθηνών απ’ όπου τελικά θα πάρει το δίπλωμα του δικηγόρου.

Στη δικτατορία του Μεταξά περνάει στην παρανομία και καταφέρνει να μην συλληφθεί μέχρι τον Οκτώβρη του 1940 που κατατάσσεται στον στρατό και πολεμάει στα αλβανικά βουνά με το 72 Σύνταγμα Πεζικού. Με την κατάρρευση του μετώπου επιστρέφει στο Σιδηρόκαστρο. Στα τέλη του 1941 με εντολή του ΚΚΕ μεταβαίνει στη Νιγρίτα για να αναλάβει την καθοδήγηση των ΕΑΜικών οργανώσεων. Είναι από τους πρωτεργάτες του παλλαϊκού ξεσηκωμού των κατοίκων της περιοχής  και της ομαδικής ένταξής τους στις γραμμές του ΕΑΜ –ΕΛΑΣ.

Μόλις οι Γερμανοί μεταβιβάζουν την περιοχή της Νιγρίτας στην κυριαρχία των Βούλγαρων φασιστών, οι ΕΑΜικές οργανώσεις, με την καθοδήγηση του Γ. Τσαρουχά, οργανώνουν ένα μεγάλο συλλαλητήριο στο οποίο ομιλητής ήταν ο ίδιος μπροστά στα έκπληκτα μάτια των Γερμανών. Τον Αύγουστο του 1944 το ΚΚΕ τον στέλνει καθοδηγητή στην Καβάλα. Ύστερα από την απελευθέρωση της πόλης ο Γ. Τσαρουχάς γίνεται νομάρχης Καβάλας.

Μετά τη Βάρκιζα ο Γιώργης Τσαρουχάς διώκεται μαζί με χιλιάδες άλλους αγωνιστές. Συλλαμβάνεται και περνάει από δίκη… ως συνεργάτης των Γερμανοβούλγαρων φασιστών! Στο στρατοδικείο δίνει σκληρή μάχη με τους δικαστές του, καταρρίπτει το ψευτοκατηγορητήριο και αθωώνεται. Στη συνέχεια τον ξαναπιάνουν και στέλνεται εξορία στα Γιούρα και άλλα ξερονήσια του Αιγαίου, απ’ όπου αφήνεται ελεύθερος το 1960.

Το 1961 ο λαός της Καβάλας παρά την άγρια τρομοκρατία που επικρατούσε στις εκλογές τον εκλέγει αντιπρόσωπό του στη Βουλή με την ΕΔΑ. Τον Μάη του 1963, στη Θεσσαλονίκη, λίγη ώρα πριν τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, ο Γιώργης Τσαρουχάς κακοποιείται άγρια από τραμπούκους-αποβράσματα μέλη των παρακρατικών οργανώσεων «Καρφίτσα» και ΕΚΟΦ. Τραυματίζεται βαριά και νοσηλεύεται για καιρό σε νοσοκομείο.

Την Τετάρτη 22 του Μάη 1963 ο Γρ. Λαμπράκης είχε μεταβεί στη Θεσσαλονίκη για να μιλήσει σε συγκέντρωση της Επιτροπής για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη. Το βράδυ προχωρώντας προς το βήμα για να μιλήσει, ο Λαμπράκης δέχεται την πρώτη επίθεση των παρακρατικών.

Ο Γιώργης Τσαρουχάς βαριά τραυματισμένος στις 22 του Μάη 1963

“Σε λίγο φτάνει στο χώρο της συγκέντρωσης ο βουλευτής της ΕΔΑ Γιώργος Τσαρουχάς. Έμαθε πως ο Ρηγόπουλος έμεινε έξω από το κτίριο και έσπευσε να δει τι έγινε. Οι παρακρατικοί ωρύονται από τα πεζοδρόμια. «Συζητούσαμε με τους αξιωματικούς», αφηγήθηκε αργότερα ο Τσαρουχάς. «Τότε ήρθε ένας ευσταλής μελαχρινός ιδιώτης και ντάκα, ντούκου, μπροστά τους, μου έδωσε τρία γερά χτυπήματα. Με χτύπησε και στο κεφάλι. Ύστερα απομακρύνθηκε χωρίς να τον ενοχλήσει κανείς». Ζαλισμένος από τα χτυπήματα και με επιβαρυμένη την καρδιά του, ζήτησε ασθενοφόρο για να διακομιστεί στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών. Το ασθενοφόρο τον παρέλαβε και λίγα μέτρα παρακάτω δύο χωροφύλακες το σταμάτησαν, παρά τις παραινέσεις του Τσαρουχά προς τον οδηγό να μη σταματήσει. «Τότε – συνεχίζει – οι τραμπούκοι όρμησαν, έσπασαν με ξύλα τα τζάμια. Δυο – τρεις άντρες έπεσαν απάνω μου, φωνάζοντας “θα πεθάνεις!” και με χτυπούσαν όλοι μαζί στο κεφάλι, στο πρόσωπο, παντού. Με άρπαξαν ύστερα από χέρια και πόδια και με έσυραν. Με κατέβασαν από το αυτοκίνητο, μου έδωσαν κι άλλα χτυπήματα και έχασα τις αισθήσεις μου». Δεν τον αποτέλειωσαν, γιατί καθώς τον χτυπούσαν ο “επικεφαλής” τους είπε: «Αφήστε τον! Δεν είναι αυτός!».”

Μετά το χουντικό πραξικόπημα τον Απρίλη του 1967 περνάει για άλλη μια φορά στην παρανομία και αγωνίζεται με όλες του τις δυνάμεις μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ και του ΠΑΜ ενάντια στην αμερικανοκίνητη δικτατορία.

Ο Γιώργης Τσαρουχάς πρότυπο ανθρώπου και λαϊκού αγωνιστή αγωνίστηκε σε όλη του τη ζωή για μια Ελλάδα λεύτερη, δημοκρατική και ανεξάρτητη, ειρηνική, με το λαό κυρίαρχο να διαφεντεύει τις τύχες του. Ήταν μια ξεχωριστή μορφή ανάμεσα στους χιλιάδες κομμουνιστές που έδωσαν τη ζωή τους στον αγώνα για να πάψει η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, για να γίνουν πράξη τα ιδανικά του σοσιαλισμού-κομμουνισμού.

 

Σημείωση: Για τη συγγραφή του άρθρου χρησιμοποιήθηκαν δημοσιεύματα του Ριζοσπάστη της περιόδου 1975 – 1982 και 2003.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: