«Αυτού κατάντησε ο περιβόητος γερμανικός στρατός. Μπορούσε να με σκοτώσει για ένα τσιγάρο… κατόπιν γλείψιμο σαν το σκυλί…» – Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ

Οι λαϊκοί εκδικητές μαζί με τον ΕΛΑΣ, έπειτα από λίγο καιρό, εξόντωσαν τη συμμορία του Παναγιωτόπουλου και τον «καπετάνιο» της σε ανοιχτή μάχη στη συνοικία του Κολωνού. Το ίδιο έγινε αργότερα στο Μεταξουργείο με τη συμμορία των αδελφών Πανολιάσκων…

Ο Βασίλης Μπαρτζιώτας (Φάνης) γεννήθηκε στη Λάρισα το 1909. Τελείωσε την Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών το 1929. Από πολύ νέος, το 1924, πήρε μέρος στο εργατικό κίνημα της χώρας μας, σαν μέλος και στέλεχος της ΟΚΝΕ και του ΚΚΕ.

Για τη δράση του αυτή αντιμετώπισε πολλές διώξεις. Η δικτατορία του Μεταξά τον φυλάκισε στο κάτεργο της Ακροναυπλίας και αλλού.

Στην περίοδο της φασιστικής κατοχής εντάχθηκε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση σαν ένα από τα κεντρικά στελέχη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ. Διατέλεσε γραμματέας της ΚΟΑ από τον Απρίλη του 1943 ως τον Ιούνη του 1946.

Στον Εμφύλιο Πόλεμο πήρε μέρος σαν πολιτικός επίτροπος του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ. Καταδικάστηκε ερήμην δύο φορές σε θάνατο. Υπήρξε μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ από το 1943 ως το Μάρτη του 1956 και μέλος του Κόμματος ως το θάνατό του.

Μετά τον Εμφύλιο έζησε ως πολιτικός πρόσφυγας στη Ρουμανία και τη Σοβιετική Ένωση για 27 χρόνια.

Ασχολήθηκε με τη μελέτη και με τη συγγραφική δουλειά, πάνω στην ιστορία του εργατικού και εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος της Ελλάδας. Έχει γράψει πλήθος άρθρων στα έντυπα του ΚΚΕ, πολλά βιβλία και μελέτες. Από τον επαναπατρισμό του, το 1976, δημοσίευσε τα βιβλία: “Κι άστραψε φως η Ακροναυπλία”, “Στις φυλακές και τις εξορίες”,  “Εθνική Αντίσταση και Δεκέμβρης 1944”, “Ηλέκτρα, αδελφή του κόμματός μας – μια ηρωική επαναστατική ζωή”, “Ο αγώνας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας”, “Η Εθνική Αντίσταση στην αδούλωτη Αθήνα”, “Εξήντα χρόνια Κομμουνιστής”.

Έφυγε από τη ζωή στις 11 του Αυγούστου 1994.

Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το βιβλίο του “Εξήντα χρόνια Κομμουνιστής” (εκδ. Σύγχρονη Εποχή).

Στα 1943-1944 έμενα σ’ ένα σπιτάκι στον Κολωνό, στην οδό Αλαμάνας. Στη γειτονιά μου είχα συστηθεί σαν μικρολαδέμπορος και κανένας δεν μου έδινε σημασία. Πήγαινα στο σπίτι μου μόλις σουρούπωνε (αφού δούλευα σαν «λαδέμπορος» όλη την ημέρα), ήμουν απλά ντυμένος, εκτός απ’ τις Κυριακές, τις γιορτές και όταν έπρεπε να περάσω από επικίνδυνα μέρη, που φόραγα τα καλά μου. Στο σπιτάκι μας έρχονταν ταχτικά κορίτσια της Εθνικής Αλληλεγγύης και ζητούσαν οικονομική ενίσχυση για τα θύματα της Κατοχής. Όπως όλοι στη γειτονιά, έδινα κι εγώ, ό,τι μπορούσα.

Ο σύντροφος Μπάμπης Παναγόπουλος (Πατάκος), καθοδηγητής των Αναπήρων και γραμματέας της 6ης Αχτίδας της Καισαριανής – Βύρωνα κλπ. της ΚΟΑ στα 1944 (τον εκτέλεσαν αργότερα, όπως προηγούμενα ανάφερα, οι Άγγλοι καταχτητές και οι ντόπιοι δούλοι τους), μου χάρισε ένα ποδήλατο. Μ’ αυτό, ξυπνώντας τα χαράματα, έκανα τα πρωινά μου ραντεβού με τους υπεύθυνους συντρόφους (κατά τη συνήθειά μου 5-6 χιλιόμετρα μακριά απ’ το σπίτι μου), την ώρα που οι εργάτες πήγαιναν στη δουλειά τους. Έτσι περνούσαμε απαρατήρητοι.

Γυρνώντας από ένα τέτοιο ραντεβού, τότε που οι Γερμανοί είχαν εντείνει τα μπλόκα τους, είδα από μακριά τους γκεσταπίτες να κυκλώνουν το επόμενο τετράγωνο, 30-40 μέτρα πέρα από το σπίτι μου. Με πλησίασε ένας περαστικός γείτονας (εγώ ήξερα πως ήταν κομμουνιστής και δούλευε στην Εταιρεία Υδάτων, την Ούλεν) και μου είπε:

«Μην πας στο σπίτι σου, γιατί πιο πέρα οι Γερμανοί κύκλωσαν το τετράγωνο… και ποιος ξέρει τι γίνεται;».

«Πρέπει να πάω», του απάντησα. «Εγώ, ξέρεις, είμαι λαδέμπορος, δεν έχω να φοβηθώ τους Γερμανούς…».

Ο γείτονας όμως επέμενε: «Οι Γερμανοί πιάνουν και σκοτώνουν ακόμα και λαδέμπορους» και έκλεισε το μάτι.

Φυσικά, χωρίς να με δει ο γείτονας, δεν πήγα στο σπίτι μου αλλά σε άλλο σπίτι, όπου άλλαξα ρούχα και συνέχισα τη δουλειά μου.

«Αυτού κατάντησε ο περιβόητος γερμανικός στρατός. Μπορούσε να με σκοτώσει για ένα τσιγάρο... κατόπιν γλείψιμο σαν το σκυλί...» - Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ

Ο Βασίλης Μπαρτζιώτας

Στην Κατοχή δουλεύαμε κομματικά, μόνο την ημέρα, γιατί τη νύχτα, με το στρατιωτικό νόμο, οι Γερμανοί σε σκότωναν σαν το σκυλί στ’ αμπέλι. Ένα πρωινό, στις 20 του Απρίλη 1944, περνούσα απ’ το παλιό τέρμα Αχαρνών, στην οδό Κεφαλληνίας, πηγαίνοντας προς τη συνοικία της Κυψέλης. Κάπου εκεί είχε μπλόκο η φασιστική συμμορία του Παναγιωτόπουλου. Είδα τους ένοπλους φασίστες και προχωρούσα χωρίς να τους δίνω σημασία, άλλη λύση δεν μου έμενε. Ακούστηκε ξαφνικά μία φωνή:

«Να τον πιάσουμε αυτόν, καπετάνιο;».

Ο «καπετάνιος», ο βασανιστής Παναγιωτόπουλος, στεκόταν στα σκαλιά ενός υπόγειου και κρατούσε οπλοπολυβόλο. Απάντησε:

«Όχι! Δεν βλέπεις ρε τα ρούχα που φοράει, αυτός είναι δικός μας!». Ευτυχώς, φορούσα τα καλά μου ρούχα.

Συνέχισα το δρόμο μου. Για άλλη μια φορά το φασιστικό σκυλολόι ξεγελάστηκε από τη φορεσιά και μάλιστα από τη σάκα μου την υπουργική! Έτσι τη βαφτίσαμε στην Επιτροπή Πόλης της ΚΟΑ τη σάκα αυτή. Μας την είχε δώσει ένας γνωστός πολιτικός παράγοντας, που ήθελε να τον κάνουμε μετά την απελευθέρωση… υπουργό! Κοροϊδεύαμε αυτή τη μαγική σάκα και γελούσαμε με την καρδιά μας.

Δεν αστειευόμασταν όμως με τους συμμορίτες, τη φασιστική μπάντα του Παναγιωτόπουλου. Οι λαϊκοί εκδικητές μαζί με τον ΕΛΑΣ, έπειτα από λίγο καιρό, εξόντωσαν τη συμμορία του Παναγιωτόπουλου και τον «καπετάνιο» της σε ανοιχτή μάχη στη συνοικία του Κολωνού. Το ίδιο έγινε αργότερα στο Μεταξουργείο με τη συμμορία των αδελφών Πανολιάσκων.

Έτσι ανάπνεαν οι λαϊκές συνοικίες και σιγά-σιγά, με τις μάχες του ΕΛΑΣ και το παλλαϊκό ξεσήκωμα, απελευθερώνονταν.

Στο τέλος της καμπάνιας για τις εκλογές του Εθνικού Συμβουλίου, μου συνέβηκε ακόμα ένα αναπάντεχο. Κουρασμένος από την πολλή δουλειά γυρνούσα στο σπίτι. Οι δικοί μου με περίμεναν με ανυπομονησία. Αυτή ήταν η τύχη όλων των κομμουνιστών, των εαμιτών και των επονιτών, δεν ήξεραν αν θα γυρίσουν στο σπίτι τους. Η ώρα θα ήταν 8 το βράδυ. Υποχρεωτικά έπρεπε να περάσω έξω από γερμανικό καταυλισμό λόχου για… περισσότερη ασφάλεια. Αυτό γινόταν τακτικά. Προσπερνώντας ακούω άγρια φωνή:

«Αλτ!».

Γυρίζω και βλέπω ένα Γερμανό φαντάρο (ήταν ο σκοπός) με προτεταμένο το αυτόματό του. Μου ζήτησε ένα τσιγάρο. Στην απάντησή μου ότι δεν έχω τσιγάρα γιατί δεν καπνίζω, ο Γερμανός έκανε τη χαρακτηριστική κίνηση για να αδειάσει τις σφαίρες του αυτόματου στο κορμί μου. Να δόσεις μάχη εκεί δεν ήταν δυνατό… θα γινόταν μεγάλη φασαρία αν άρπαζα το αυτόματό του. Έβγαλα από την τσέπη μου δυο χαρτονομίσματα του εκατομμυρίου (τότε η δραχμή είχε μηδαμινή αξία) και του τα έδωσα ν’ αγοράσει τσιγάρα.

Ο Γερμανός με… ευχαρίστησε με υπόκλιση, έβαλε στην μπάντα το αυτόματό του και έσκυψε κάτω για να… φιλήσει τα παπούτσια μου! Αυτού κατάντησε ο περιβόητος γερμανικός στρατός. Μπορούσε να με σκοτώσει για ένα τσιγάρο… κατόπιν γλείψιμο σαν το σκυλί… Άλλη μια απόδειξη ότι ο χιτλερικός στρατός είχε ξεφτίσει και ήταν πια κοντά στο τέλος του. Έπρεπε, όμως να παίρνουμε περισσότερα μέτρα. Όταν το άγριο θηρίο είναι βαριά τραυματισμένο γίνεται πιο επικίνδυνο… Κι εγώ από τότε μέχρι το τέλος της κατοχής είχα ένα κουτί τσιγάρα στην τσέπη μου…

Έτσι παλεύαμε τότε οι κομμουνιστές της Αθήνας, οι εαμίτες και επονίτες. Στηριζόμασταν γερά στο λαό της Αθήνας που μας αγαπούσε και μας προφύλαγε και είχαμε την ένοπλη βοήθεια του ΕΑΑΣ. Δεν θα περάσει και πολύς καιρός που έξω απ’ το σπίτι μου θα φυλάει ελασίτης και θα μου ζητάει μάλιστα… φύλλο πορείας ή ειδικό σύνθημα για να μπω στο σπίτι μου, επειδή δεν έπρεπε να ξέρει ποιος είμαι (αυτό δεν είναι σχήμα λόγου. Από τον Αύγουστο του 1944, έξω από το τελευταίο σπίτι μου στην οδό Καυκάσου (Κυψέλη), εκτός από τον σκοπό, ήταν και ο σαλπιγκτής του λόχου…).

Όμως τώρα, πλησιάζοντας στο τέλος του Απρίλη 1944, ήταν ακόμη πολύ νωρίς. Παίζαμε κυριολεκτικά κρυφτούλι με το θάνατο. Μας κυνηγούσαν αλύπητα οι Γερμανοί και οι ελληνόφωνοι γκεσταπίτες, τα τέρατα της Ειδικής Ασφάλειας. Πήγαινες στο σπίτι σου και άκουγες ότι στη συνοικία σου θα γινόταν μπλόκο το βράδυ. Σκεφτόσουνα τι να κάνεις. Ή κάπου εκεί κοντά οι λαϊκοί εκδικητές βούλωναν για πάντα το στόμα ενός προδότη που είχε κάψει κάμποσες οικογένειες. Σε λίγο θα κατέφθανε η Γκεστάπο. Ακόμα δεν ήξερες αν στο ίδιο σου το σπίτι σε περιμένει ο θάνατος. Ανοίγοντας κάποια μέρα την εξώπορτα του σπιτιού μου, ένας μεθυσμένος Γερμανός μου έριξε με το αυτόματό του μια δεσμίδα σφαίρες και έφυγε κι γλίτωσα, γιατί γρήγορα κόλλησα την πλάτη μου στον τοίχο. Από μακριά όμως άκουγες τα όπλα του ΕΛΑΣ και το κουράγιο γιγάντωνε μέσα σου. Ο ηρωισμός ήταν μαζικό φαινόμενο. Κανένας κομμουνιστής, εαμίτης ή επονίτης δεν φοβόταν. Και τίποτε δεν μπορούσε να σταματήσει την ασταμάτητη πάλη μας, τη ρωμαλέα αισιοδοξία για τη νίκη που πλησίαζε, για την απελευθέρωση της πατρίδας μας.

«Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ». Η στήλη παρουσιάζει πτυχές από γνωστά και λιγότερο γνωστά γεγονότα, φιλοξενεί αναμνήσεις αγωνιστών και καταγράφει μικρές και μεγάλες στιγμές, που χαράχτηκαν με αγώνες και αίμα στις χρυσές σελίδες της Εθνικής μας Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.

Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: Δείτε τις όλες εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: