Να μιλάς για τους ήρωες με έναν τρόπο που αυτός που το διαβάζει να νιώθει ότι μιλάς για εκείνον. Να ταυτίζεσαι με τους ήρωες, να συμπάσχεις, να κλαις, να γελάς μαζί τους, να θυμώνεις και μέσα από τη ζωή τους να καταλαβαίνεις πράγματα και για τη δική σου τη ζωή. Να μετακινείσαι. Να κοιτάς τη ζωή μέσα από μια άλλη οπτική.
“Σου δίνω τον εαυτό μου πάνω από κήρυγμα και νόμο, Θα μου δώσεις κι εσύ τον εαυτό σου; Θα έρθεις να ταξιδέψουμε μαζί; Θα μείνουμε στο πλευρό ο ένας του άλλου όσο ζούμε;”
“Μα δεν αλλάζουνε οι καιροί με επωδές και ξόρκια, ζητούν των σκλάβων τα κορμιά στη γη να στάξουν αίμα! “
“Πάντα θα μείνει το σπινθηροβόλο βλέμμα που έλεγε «σ’ όλον τον κόσμο εγώ ανήκω». Πες μου, το διάλεξες να φύγεις ίδια μέρα που οι «μαύροι» στήσανε στον τοίχο και το Νίκο;”
“Είν’ έτοιμα στην άσπονδη πλημμύρα των αρμάτων Δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά, κι’ ελεύθεροι να μείνουν, Εκείθε με τους αδελφούς, έδώθε με το χάρο.”
“…βαρύ από κοκκινόχωμα πηλό πλασμένο, καινούριο Αδάμ της πιο καινούριας πλάσης οπού να πλάσουμε για Σένα μέλλει, Ελλάδα!”
Δύο ποιήματα του Γιώργου Δ. Μπίμη
Τέσσερα χείλη Στον πόθο μισάνοιχτα Δικό μου ούτ’ ένα
“…οίκτο μην δείξεις, μην τους λυπάσαι, αυτοί σε κλέβουν ενώ εσύ κοιμάσαι, αν τους ανεχτείς και άλλο, για πάντα στον πάτο θα είσαι…”
“Εγώ, εσύ, ο Ισμαήλ κι η Τζένη Και ο Μίλτος κι ο Ιβάν, οι πονεμένοι
Πόσες φορές θα ρίχνουμε το κέρμα; Και σε ειρήνη και σε πόλεμο ένα ψέμα Χαμένοι εμείς, πάντα, δίνουμε το αίμα…”