Ροβέρτο Φερνάντες Ρεταμάρ (9.6.1930 – 20.7.2019): Ένα ποίημα για τον Λόρκα (5.6.1898 – 19.8.1936)
Στην αγκαλιά μου θα σε σφίξω, συγκινημένος πιο πολύ,
Μέσα σ’ αυτόν τον άνεμο που εσύ μας έμαθες να τον ονοματίζουμε
Με ονόματα βγαλμένα από τις τσέπες σου,
Κι ας ήσουν κιόλας πεθαμένος.
Ροβέρτο Φερνάντες Ρεταμάρ
(Roberto Fernández Retamar)
Αβάνα, 9 Ιουν. 1930 – 20 Ιουλ. 2019).
Ποιητής, δοκιμιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, με περί τις τριάντα ποιητικές συλλογές και πλήθος δοκιμίων. Μια από τις σημαντικότερες φωνές της εποχής μας. Από τους πρώτους στενούς συνεργάτες του Τσε και του Φιντέλ, κεντρική φιγούρα στην πολιτιστική και πολιτική ζωή της Κούβας, υπογράφει, μεταξύ άλλων, και την Εισαγωγή στο βιβλίο του Τσε, Ανταρτοπόλεμος. Το 1965 άρχισε να διευθύνει την Επιθεώρηση Casa, του σημαντικότερου για ολόκληρη τη Λατινική Αμερική ιδρύματος της Κούβας, Casa de Las Américas, όπου από το 1986 μέχρι το θάνατό του κατείχε τη θέση του Προέδρου. Σπούδασε φιλοσοφία και λογοτεχνία στην Αβάνα, στο Παρίσι και στο Λονδίνο. Δίδαξε για κάποια χρόνια στο Πανεπιστήμιο Yale των ΗΠΑ. Κατείχε την έδρα Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Alma Mater της Αβάνας. Μετά την Επανάσταση υπηρέτησε στο Διπλωματικό Σώμα. Έχει μεταφραστεί στα Αγγλικά, Γαλλικά, Ρωσικά, Ιταλικά κ.λπ. (Για το πλήρες βιογραφικό βλ. κάτω, από τον σύνδεσμο μετά το ποίημα).
Federico García Lorca – Φεδερίκο Γαρθία Λόρκα
(Federico del Sagrado Corazón de Jesús García Lorca)
Γεννήθηκε στις 5 Ιουνίου 1898, στην πόλη Φουέντε Βακέρος της επαρχίας Γρανάδας.
Δολοφονήθηκε από τους φασίστες της Ισπανικής Χωροφυλακής του Φράνκο, στις 19 Αυγούστου 1936, μεταξύ Βιθνάρ και Αλφακάρ, λίγο έξω από τη Γρανάδα.
Ένα ποίημα για τον Λόρκα
Μετάφραση
Μπάμπης Ζαφειράτος / Μποτίλια Στον Άνεμο
Ροβέρτο Φερνάντες Ρεταμάρ
Επανορθώνοντας Για Τον Φεδερίκο
Σε ένα ποίημα (μάλλον κακό εδώ που τα λέμε) διάβασα μόλις
και με εντυπωσίασε,
Πως δεν ηχογραφήθηκε η φωνή σου, που τόσα λέγονται γι’ αυτήν
απ’ όσους σε γνωρίσανε⸱
Πως δεν ηχογραφήθηκε η φωνή σου και πως εκείνοι οι παλαιοί,
Οι πάνω απ’ τα εξήντα που αρχίζουνε να φεύγουνε ένας ένας,
Οι μαγεμένοι συνομήλικοί σου,
Μαζί τους παίρνουνε πεθαίνοντας και σβήνουνε απ’ αυτήν τη γη
την τελευταία της φωνής σου ανάμνηση.
Σε λίγον καιρό (άλλα τριάντα χρόνια ας πούμε),
Δεν θ’ απομείνει ούτε ψυχή απάνω στον πλανήτη
Που να θυμάται πώς μίλαγες,
Πώς τραγούδαγες
Πώς γέλαγες
Μπορεί ακόμα και πώς έκλαιγες.
Θα ’χει για πάντα η φωνή σου ξεχαστεί.
Έτσι κι εσύ θα ’χεις τελείως ξεχαστεί
Μες σε τρακόσια
Σε τρεις χιλιάδες
Ή σε τριάντα χιλιάδες χρόνια.
Μπορεί ακόμα να ’χει ξεχαστεί ως και η έννοια της ποίησης,
Εκείνο που εσύ διαφέντευες
Και που τις λέξεις βλέπει από τη μια
Και την ψυχή απ’ την άλλη.
Γι’ αυτό και πρέπει να βιαστούμε
Να επανορθώσουμε
Όσο ακόμα ο θάνατός σου είναι νωπός.
Γιατί μετά από ένα θάμπος εφηβικό,
Που από χέρι σε χέρι σε διαβάζαμε, ήσουνα μόλις ένα όνομα,
όπως ο Σωκράτης ή ο Λεονάρδο
(Οι άλλα ήτανε ο Ματσάδο, ο Ουναμούνο, ο Μαρτί, ο Νερούδα,
ο Αλβέρτι.
Μονάχα ο Χουάν Ραμόν κι εσύ
Ήτανε ο Χουάν Ραμόν κι ο Φεδερίκο)⸱
Μετά
Ήρθανε οι άλλοι
Κι ήρθαν μαζί κι οι μέρες που σε αρνηθήκανε.
Τι αδικία Φεδερίκο,
Τι αδικία —μπορεί αναπόφευκτη: τρέφονται οι ζωντανοί από
τους πεθαμένους,
Μα δεν το διαλαλούνε.
Τώρα είν’ απαραίτητο φόρο τιμής να σου αποτίνουνε
Όχι μονάχα οι ρήτορες
Κι εκείνοι που βιογραφίες γράφουνε για σένα και μελέτες,
Μα και οι νέγροι οι υπέροχοι που αγάπησες και που δεν
λογαριάζουνε σκυλιά μα ούτε και λευκούς,
Οι δέκα χιλιάδες ιερόδουλες που απειλούν να παρελάσουν στο
Σαντιάγο της Χιλής,
Εκείνα τα φτωχά διαφορετικά αγόρια, οι σαλαμάντρες με τα
πέντε πόδια, τα παραπεταμένα έξω απ’ τον κόσμο ετούτον,
Οι παραπανήσιοι, οι κατάπληκτοι.
Κι οι ποιητές.
Τώρα που κοντεύουμε στην ηλικία αυτή
Που θα ’ναι πάντοτε η δική σου,
Είναι μια πράξη δικαιοσύνης
Τόσο μοιραία, τόσο απαραίτητη όσο κι η άλλη αδικία,
Να πούμε πως δίκιο είχαμε τότε, που μόλις βγαίναμε
από τα παιδικάτα μας,
Όταν το Φεδερίκο ένα ηλεκτρισμένο ήτανε όνομα,
Μια φλόγα που γκρεμίζει τα σκοτάδια,
Ένας θησαυρός, ένας φίλος αξέχαστος που τον αρπάξανε μια νύχτα
και με αυτήν αρχίνησε ο χειμώνας.
Ήξερες πιο πολλά, ήσουν καλύτερος και η ειλικρίνεια ή η αθωότητα
Ή η απληστία ή η εγκατάλειψη
Σε βρίσκανε για να μπορούνε να ανθίσουν.
Ξεχωριστέ μου, συγκλονιστικέ μεγάλε μου αδερφέ,
Πριν εξαφανιστείς παντοτινά,
Με τα σπασμένα σου σφυρά, με όργανα μουσικά περίπλοκα
να ηχούνε απ’ το λαιμό σου,
Με μάτια ρημαγμένα από τα δάκρυα,
Με κατατρυπημένο το κεφάλι και το στήθος,
Πριν εξαφανιστούμε εμείς για τα καλά,
Στην αγκαλιά μου θα σε σφίξω, συγκινημένος πιο πολύ,
Μέσα σ’ αυτόν τον άνεμο που εσύ μας έμαθες να τον ονοματίζουμε
Με ονόματα βγαλμένα από τις τσέπες σου,
Κι ας ήσουν τότε κιόλας πεθαμένος, πεθαμένος,
Και ας μην ήσουν τίποτ’ άλλο από σελίδες, κι είχανε αρχίσει πια
να χάνονται
Τα λόγια από σάρκα κι από αίμα που ταρακούναγαν το
σύμπαν
Μέχρι εκείνονε τον Αύγουστο του 1936, τριάντα χρόνια πριν,
Όταν τα τέρατα που διαρκώς παραμονεύουνε σε ντουφεκίσανε
άσπλαχνα
Μόνο και μόνο
Επειδή συντρίβονται έτσι οι ποιητές.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 5 Μαΐου 2023
Από τη Συλλογή: Que veremos arder —Θα δούμε να καίγονται (1966-1969). Αβάνα, 1970
(Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε και στη Βαρκελώνη με τον τίτλο: Κάτι σαν τα προκατακλυσμιαία τέρατα)
Ισπανικό κείμενο κάτω
Περισσότερα για τον ποιητή δες από Μποτίλια Στον Άνεμο: Χουάν Χέλμαν: Αφού έλεγε ότι πρέπει ν’ αγωνιστούμε μέχρι την τελική νίκη τότε δεν πέθανε (Σημειώσεις – Ρεταμάρ). Δες επίσης μια μαρτυρία του Ρεταμάρ για τον ποιητή Τσε Γκεβάρα, στο Η κριτική του Τσε για το Canto General και ο Πάμπλο Νερούδα για τη συνάντησή του με τον Τσε.
Φωτό. Ο Ροβέρτο Φερνάτες Ρεταμάρ με φόντο το σήμα κατατεθέν της Αβάνας, στην είσοδο του λιμανιού της, το Κάστρο Μόρο με τον φάρο του (Castillo de los Tres Reyes del Morro). Το Κάστρο των Τριών Βασιλιάδων του Μόρο. (Πηγή: https://www.cubahora.cu).
Άλλα ποιήματα του Ρεταμάρ
*
Για Λόρκα βλέπε και
Ραφαέλ Αλβέρτι – Μπάμπης Ζαφειράτος: Δύο Σονέτα και ένα Επίγραμμα για τον Λόρκα
Ισπανικό κείμενο
Roberto Fernández Retamar
Desagravio A Federico
En un poema (por otra parte más bien malo) acabo de leer,
y me ha impresionado,
Que no se grabó tu voz, de la que tanto hablan los que te
conocieron;
Que no se grabó tu voz, y que esos nuevos viejos,
Esos hombres de más de sesenta años que empiezan ahora
a extinguirse en masa,
Y que fueron tus maravillados coetáneos,
Están, al morirse, llevándose consigo, borrando de la tierra
la última memoria de tu voz.
Dentro de poco tiempo (digamos otros treinta años),
No quedará nadie en el planeta
Que pueda recordar cómo tú hablabas,
Cantabas,
Reías,
Presumiblemente llorabas.
Tu voz será olvidada para siempre.
Así también serás todo tú olvidado
Dentro de trescientos,
Tres mil
O treinta mil años.
Quizá se olvide hasta la idea misma de la poesía,
Eso de que eras dueño,
Y que por una parte mira a las palabras
Y por la otra al alma.
Hay pues que apresurarse
A hacerte el desagravio,
Fresca todavía la muerte.
Porque después de un deslumbramiento adolescente,
En que te pasábamos de mano en mano, hecho tan sólo un
nombre, como Sócrates o Leonardo
(Los otros eran Machado, Unamuno, Martí, Neruda, Alberti.
Sólo Juan Ramón y tú
Eran Juan Ramón y Federico);
Después de entonces,
Llegaron los otros
Y vinieron los días de negarte.
Qué injusticia, Federico,
Qué injusticia —quizás imprescindible: los vivos se nutren
de los muertos,
Pero no lo proclaman.
Ahora es necesario que te rindan homenaje
No sólo los discurseros
Y los que te hacen biografías y estudios,
Sino los negros magníficos que amaste y que desafían a perros
y a blancos,
Las diez mil prostitutas que amenazan con desfilar por Santiago
de Chile,
Los pobres muchachos equívocos, las salamandras de cinco
patas, arrojados del mundo,
Los sobrantes, los estupefactos.
Y los poetas.
Ahora que vamos a tener la edad
Que es la tuya para siempre,
Es un acto de justicia
Tan fatal, tan necesaria como la otra injusticia,
Decir que teníamos razón entonces, a la salida apenas
de la niñez,
Cuando Federico era un nombre electrizado,
Una llama que se intercambia en las tinieblas,
Un tesoro, un amigo inolvidable arrebatado en la noche en que
empezó el invierno.
Sabías más, eras mejor, y el candor o la inocencia
O la avidez o el desamparo
Te descubrían para crecer.
Mi raro, mi sobrecogedor hermano mayor,
Antes de que desaparezcas para siempre,
Con los tobillos rotos, complicados instrumentos músicos
al cuello,
Los ojos arrasados en lágrimas,
El pecho y la cabeza agujereados;
Antes de que desaparezcamos para siempre,
Voy a abrazarte, más bien emocionado,
En este viento que nos enseñaste a nombrar
Con palabras que te ibas sacando del bolsillo,
Y eso que para entonces ya estabas muerto, muerto,
Y no eras sino páginas, y ya habían empezado a perderse
Las palabras de carne y hueso que hicieron estremecer al mundo
Hasta ese agosto de 1936, hace ahora treinta años,
En que las bestias siempre al acecho te fusilaron porque sí,
Porque todo,
Porque así se terminan los poetas.
Que veremos arder (1966-1969), La Habana, 1970