“…φέρτε τα μύρα, φέρτε την αγάπη! – ακόμη μένει μια πίστη που βαθιά μας δε δουλώθη. Ένας δεν είναι – πλήθος είναι που εσταυρώθη.”
“…Όμως το Πάσχα τέλειωσε, μητέρα. Κι εμείς τι θ’ απογίνουμε σ’ ένα παγκάκι αθάνατοι καθώς νυχτώνει;”
Το μυαλό μας ήτανε στον πρώτο οβελία της οικογένειας. Στο πρώτο γνήσιο ελληνικό Πάσχα που θα γιορτάζαμε, όσο στη Μουργκάνα και στην Αλεβίτσα στοιβάζονταν τα κορμιά των παλικαριών κάτω από το άγρυπνο αμερικάνικο μάτι του στρατηγού Βαν Φλιτ.
“…Μ’ αυτό το μύρο θ’ αλείψω τα πόδια του, μ’ αυτά τα μαλλιά θα σφουγγίσω τα πόδια του, μ’ αυτά τα χείλη, τα πόδια του τα εξαίσια κι άχραντα θα φιλήσω. Ξέρω, είναι πολύ αυτό το μύρο για τη μετάνοια, ωστόσο για τον έρωτα είναι λίγο…”
“Οι επιτάφιοι στάζουνε αίμα τα εγκώμια φτάνουνε μέχρι τον ουρανό, μα η κατάβασή σου στον Άδη, Χριστέ μου, δε γίνεται να σταματήσει τις συμφορές του κόσμου…”
“Στις μικρές εκκλησίες των φτωχών ένας Χριστός οργισμένος καταδικάζει τον θεό του πλούτου, τους εμπόρους κι αργυραμοιβούς και όλους τους υπηρέτες του!”
Μόνο εκείνος που νομίζει πως ο Ιούδας υπήρξε είναι ικανός να ξεπουλήσει τον Ναζωραίο.
“…Τώρα οι όροι αλλάξανε, ο κόσμος πια απέχει. Μονάχα λόγια ειδικών, και εβδομάδες των παθών, μα ανάσταση δεν έχει.”
“Για τους Μωρίς Λανγκλουά, Ροζέ Ράντισον και άλλους συντρόφους”
“Το γιασεμί μοσχοβολάει μοναξιά, η λεβάντα φτηνή κολόνια, το νυχτολούλουδο μεθυστικό οργασμό και το κόκκινο γαρύφαλλο αγώνες και τσιγγάνες… “