Φώντας Λάδης: «Τώρα είμαστε εμείς που βιαζόμαστε. Αύριο όμως θα είναι η Ιστορία… Πρέπει να είμαστε έτοιμοι!»

“Εμείς αγωνιζόμαστε. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Πίσω μας είναι η λάσπη, το χάος, ο θάνατος. Μπροστά μας είναι ένα όνειρο, βασισμένο όμως στις ανάγκες και τις δυνατότητες της ανθρωπότητας. Πάμε μπρος, αλλά πάμε και πίσω. Μιλάμε για έναν σκληρό, μακρύ αγώνα…”

Η Σεμίνα Διγενή συνομιλεί με τον ποιητή Φώντα Λάδη. Η συνέντευξη αναδημοσιεύεται από τον Ριζοσπάστη (Σάββατο 14 Οχτώβρη 2023 – Κυριακή 15 Οχτώβρη 2023)

Βγήκαμε στους δρόμους με τα τραγούδια του. Ακούγαμε τους στίχους του στις διαδηλώσεις, στις γιορτές, στις νίκες, αλλά και στις ήττες και στις θυσίες. Ο Φώντας Λάδης είναι ένας ηφαιστειακός ποιητής κι ένας πρωτοπόρος διανοούμενος, ένα ολοζώντανο κομμάτι μιας εποχής διακεκαυμένης, με απίστευτα δημιουργικό φορτίο, που γέννησε ιδέες, αγωνιστές, επαναστάσεις και μεγάλα τραγούδια! Οι λέξεις που έγραψε ταξιδεύουν πάνω στις μουσικές του Μίκη Θεοδωράκη, του Θάνου Μικρούτσικου, του Λίνου Κόκοτου, του Δημήτρη Λάγιου, του Μάριου Τόκα, του Χρήστου Νικολόπουλου, αλλά και νεότερων συνθετών. Ποιητής, δημοσιογράφος, εκδότης και συγγραφέας, παραμένει ο γοητευτικός δημιουργός, με εφηβική ορμή και πάθος. Κυρίως, όμως, παραμένει ο πάντα ευαίσθητος και ανήσυχος άνθρωπος, που καταφέρνει να είναι συνεχώς συνδεδεμένος με την εποχή του. Ηθελα πολύ να ξανασυναντήσω τον παλιό μου φίλο, γιατί διάβαζα αυτές τις μέρες το νέο, εξαιρετικά ενδιαφέρον, βιβλίο του «Τα Κυριακάτικα» (εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»), με κείμενά του από τον «Ριζοσπάστη» της περιόδου 1980 – 1985. Καίρια χρονογραφήματα, «αλλιώτικα ρεπορτάζ», πολύτιμες επιφυλλίδες. Κείμενα φλογερά που «ισχύουν» δημοσιογραφικά, 40 ολόκληρα χρόνια μετά από την εποχή που γράφτηκαν. Ο πολυγραφότατος Λάδης ετοίμασε ακόμη και την «Ανατομία ενός εγκλήματος – 11 αστυνομικά τραγούδια», ένα CD, σε μουσική Σπύρου Εξάρα, από τον Μετρονόμο, με ερμηνευτές τους: Γ. Νταλάρα, Δ. Δημοσθένους, Γ. Κατσαγεώργη, Α. Λούλατζη και Λ. Ορφανού.

Ο Φώντας Λάδης με την Σεμίνα Διγενή στο 49ο Φεστιβάλ ΚΝΕ-Οδηγητή

***

— Είσαι ποιητής, συγγραφέας, εκδότης και δημοσιογράφος. Αν έπρεπε να συνεχιστεί η ζωή σου με μία μόνο απ’ αυτές τις ιδιότητες, ποια θα επέλεγες και γιατί;

— Η λογοτεχνική μου υπόσταση είναι ενιαία. Αλλά, αφού μου βάζεις το δίλημμα, τότε, ποιητής. Στην επόμενη συνέντευξη θα σου πω και τους λόγους.

— Εχεις γράψει αριστουργήματα που τραγουδιούνται από όλες τις κοινωνικές τάξεις. Πώς γίνεται να σε τραγουδάνε όλοι;

— Το να συγκινούνται συντηρητικοί άνθρωποι με έργα που έχουν ριζοσπαστικά μηνύματα, οφείλεται σε δυο λόγους. Η Τέχνη – με το συναίσθημα που χρησιμοποιεί – κερδίζει τους ανθρώπους, ανοίγει τα μυστικά «δωμάτια» της συνείδησής τους. Aς μην ξεχνάμε, επίσης, ότι η Τέχνη είναι ψυχαγωγία. Η αποδοχή, έστω και πρόσκαιρη, του μηνύματος που μπορεί να περικλείει ένα καλλιτέχνημα – στην περίπτωσή μας ένα τραγούδι – οφείλεται στο ότι ο πομπός κέρδισε, πρώτα απ’ όλα, τον δέκτη, στο αισθητικό πεδίο. Γι’ αυτό όλοι θέλουν να έχουν την Τέχνη σύμμαχό τους.

— Συμμετείχες από 10 χρόνων σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, έγραφες διηγήματα σε εφημερίδες της Δράμας, στα 15 σου έγινες ανταποκριτής σε αθλητικό περιοδικό της Αθήνας, ενώ στην ίδια ηλικία έφτιαξες τη δική σου, μαθητική εφημερίδα. Τι σε ωθούσε να τα κάνεις όλα αυτά;

— Τα πρώτα μου ποιήματα επίσης τα έγραψα σε ηλικία 6 – 7 χρόνων. Είχα την κλίση, αν θες αυτό που λένε ταλέντο. Υπήρχε όμως προφανώς και το περιβάλλον. Ενας πατέρας αγροτικής προέλευσης, από τη Σπάρτη, που έγινε φιλόλογος και έγραψε πέντε εκπαιδευτικά και αυτοβιογραφικά βιβλία, ένας θείος, αδελφός της μητέρας μου, εμψυχωτής των πρώτων μου, παιδικών κειμένων, ένας αδελφός, επίσης ταλαντούχος – σήμερα ψυχίατρος – που με παρότρυνε να διαβάζω Ρίτσο και Βρεττάκο και ένας φιλολογικός κύκλος νέων διανοουμένων στη Δράμα, όπου βρέθηκα στην εφηβεία μου, που με επηρέασε στις αισθητικές και τις πολιτικές μου επιλογές.

Από την ποίηση, στην «Ανατομία ενός εγκλήματος»

— Τελευταία, πληροφορούμαι πως συνδέεσαι με… το πτώμα ενός άντρα που βρέθηκε κάπου στην πόλη. Ποιος είναι αυτός ο νεκρός; Είναι αυτοκτονία ή έγκλημα;— Ο κεντρικός ήρωας στο έργο μου «Ανατομία ενός εγκλήματος», που μελοποίησε ο Σπύρος Εξάρας, λέγεται Νίκος Καραλής. Ξέρουμε μόνο το όνομά του. Τις αιτίες, προσωπικές και κοινωνικές, του θανάτου του δεν τις ξέρουμε. Μέσα από έντεκα τραγούδια θα παρακολουθήσουμε την ιστορία αυτού του άγνωστου, που στη θέση του θα μπορούσε να βρίσκεται οποιοσδήποτε από μας. Το θύμα μάς αφηγείται το ίδιο την ιστορία του. Μας περιγράφει τον κοινωνικό και πολιτικό περίγυρο στην Ελλάδα μέσα στον 20ό αιώνα, τους λιγοστούς, φτωχούς έρωτές του, τα αδιέξοδα όνειρά του. Ο ιατροδικαστής, ο ανακριτής, ο αστυνόμος προσπαθούν μάταια να βρουν τα ίχνη του δολοφόνου. Πάντως προσπαθούν. Γιατί, όπως λέει και ο Μπρεχτ, όλη η ζωή μας είναι αρμοδιότητα του αστυνομικού τμήματος της γειτονιάς μας. Τα υπόλοιπα μπορεί κανείς να τα βρει στο CD, που μόλις κυκλοφόρησε και σε κάποια τραγούδια που έχουν ήδη ανέβει στο διαδίκτυο.

— Πώς εμπνεύστηκες τα συγκεκριμένα ποιήματα;

— Αν ζεις μόνιμα σε μια μεγαλούπολη όπως η Αθήνα, η έμπνευση βρίσκει τις πόρτες ανοιχτές. Το πολεοδομικό σκηνικό, η καθημερινή μας ζωή, οι λαθεμένες κοινωνικές σχέσεις, οι χαμένες προσδοκίες των απλών ανθρώπων, είναι κτήμα, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, όλων μας. Το πρώτο ποίημα που έγραψα όταν ξαναήλθα – μόνιμα αυτή τη φορά – στην Αθήνα, που την ήξερα ήδη από παιδί, ήταν αυτό: «Η πρωτεύουσα με τις οριζόντιες και κάθετες γραμμές της / αυλάκωσε βαθιά τα μάτια και την καρδιά σου». 17 λέξεις. Και ήμουν 17 χρόνων. Είναι ένα ποίημα ανέκδοτο.

Τα «τραγούδια – κόμικ», η ραπ και η επανάσταση

— Εχεις πει πως τα τραγούδια αυτά, τα τοποθετείς σε ένα καινούργιο είδος που το ονομάζεις «τραγούδια – κόμικ». Τι ακριβώς εννοείς;— Υπάρχουν κάποιες ενότητες τραγουδιών, που οι στίχοι τους ξεδιπλώνουν μια ιστορία, που είναι είτε γραμμική – με αρχή, μέση και τέλος – ή την συνθέτουν μια σειρά από στιγμιότυπα, που περιγράφουν μια γενική κατάσταση, ενώ κάποια τραγούδια ανάμεσά τους σκιτσάρουν ορισμένους χαρακτηριστικούς τύπους (Η ξανθιά απ’ το Βισμπάντεν, ο Μήτσος απ’ τα Φάρσαλα κ.ά.). Ολα αυτά παραπέμπουν στο κόμικ, γιατί τόσο η αφήγηση όσο και τα επιμέρους τραγούδια έχουν πολλές εικόνες. Δεν μιλάμε για ανθολογία πολιτικών, κοινωνικών ή ερωτικών τραγουδιών ούτε για σειρές τραγουδιών που αφηγούνται επικά, στοχαστικά, καταγγελτικά ή απλώς νοσταλγικά καταστάσεις που ζήσαμε, ζούμε ή ονειρευόμαστε να ζήσουμε. Ούτε για τραγούδια που μπορεί να μετατρέψει κανείς σε κόμικ. Αυτό έχει γίνει σε πολλές περιπτώσεις. Μιλάμε ειδικά για τραγούδια που παραπέμπουν στην αποσπασματικότητα και την εικονογραφική ματιά του κόμικ, στη γενική φιλοσοφία του ως μέσου.

— Σ’ αυτή την κατηγορία ποια τραγούδια θα κατέτασσες;

Τον «Ομηρο», «Τα Μικροαστικά», τα «Γράμματα από τη Γερμανία» και άλλα.

— Στο βιβλίο σου «Τα τραγούδια του Νόμου και της Τάξης», μιλάς για τη βία σε βάρος κάθε ανθρώπου, που καταγγέλλει και διαμαρτύρεται. Και φυσικά δεν είναι η πρώτη φορά που σε απασχολούν η βία, η αδικία, η εκμετάλλευση. Ακούγεται σήμερα επαναστατικός λόγος στα τραγούδια; Η ραπ είναι επαναστατική;

— Φυσικά και ακούγεται. Υπάρχουν κατά καιρούς όλο και νέα συγκροτήματα που γράφουν πολιτικό τραγούδι. Θίξαμε το θέμα σε μια συζήτηση που οργάνωσε πρόσφατα στο Πεδίον του Αρεως, στο Φεστιβάλ Βιβλίου, η «Σύγχρονη Εποχή». Θα επανέλθουμε. Πρέπει να κάνουμε συνεχή διάλογο εμείς οι δημιουργοί, οι παλιοί και κυρίως οι νέοι. Η ραπ, ναι, είναι από τη φύση της επαναστατική. Τουλάχιστον στις προθέσεις της. Είναι ένα είδος που απευθύνεται ανοιχτά στο κοινό και καταγγέλλει το σύστημα. Χρειάζεται όμως, πέρα από την αρχική ευαισθησία, συνεχής επαναξιολόγηση, δουλειά, ποιητική πύκνωση, αναζήτηση νέων – διαφορετικών για την κάθε περίπτωση – δρόμων, ίσως και μια δόση μελωδικότητας, άρα και ελληνικότητας. Χρειάζεται, τόλμη, πρωτοτυπία και αυθεντικότητα.

— Είναι το πολιτικό τραγούδι ένα «μοναχικό» είδος;

Σίγουρα. Και πρέπει. Είναι ένα είδος εντελώς διακριτό. Αλίμονο αν φτάσουμε σε γενικευμένους αφορισμούς του τύπου «όλα τα τραγούδια είναι πολιτικά». Μιλάμε για ένα είδος, που από τη μεριά μας – της κίνησης προς τα μπρος και των κοινωνικών οραμάτων – πρέπει να το καλλιεργούμε ιδιαίτερα. Στη μορφή είναι – και πρέπει να είναι – ποικιλόμορφο. Αλλά στην ουσία πρέπει να είναι ασυμβίβαστο. Με αισθητικά όμως άρτιους τρόπους.

— Τι είναι σήμερα πρωτοπόρο και επαναστατικό στην Τέχνη; Μπορεί η Τέχνη ν’ αλλάξει τα πράγματα;

— Φυσικά και μπορεί. Εχουμε δει αυτή τη διαδικασία στη χώρα μας μέσα από το έργο πολύ μεγάλων δημιουργών. Η καλή Τέχνη γενικά και η πολιτική τέχνη, ιδιαίτερα, υπάρχουν για να βελτιώνουν τον κόσμο. Τον αλλάζουν κατά το μερίδιο που τους αναλογεί. Αλλοτε απτά και άμεσα. Αλλοτε ανεπαίσθητα και αργά. Τα μονοπάτια της Τέχνης είναι πολλά. Και όλα είναι όμορφα.

«Διεισδύει η εικόνα και η κατ’ επίφαση επικοινωνία στην πολιτική»

— Πώς σχολιάζεις το μιντιακό «σόου» που εξελίσσεται στον χώρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης;

— Πρόκειται για ένα ακόμα δείγμα της διείσδυσης της εικόνας και της κατ’ επίφαση επικοινωνίας, του εύκολου εντυπωσιασμού στις σύγχρονες κοινωνίες. Είναι ταυτόχρονα και ένα καμπανάκι για να ξυπνήσουμε και να αντισταθούμε στον εφησυχασμό, στον οποίο μας ωθεί το σύγχρονο δίπολο: Από τη μια είναι η κεντρική προπαγάνδα με τα ελεγχόμενα ιδιωτικά κανάλια και από την άλλη καραδοκεί η παράδοση άνευ όρων στις διάφορες ηλεκτρονικές εφαρμογές, μέσα από τις οποίες υποτίθεται ότι πληροφορούμαστε, συζητάμε και συμμετέχουμε στα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα. Η πραγματική ζωή όμως είναι έξω, στους δρόμους, στα εργοστάσια, στην ακρίβεια και τον πληθωρισμό που βιώνουμε, στη βία των αρχών και την ασυδοσία των κυβερνώντων, στην καταστρατήγηση των ίδιων τους των νόμων, στον ρατσισμό. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να προσφέρουν πολλά, αλλά η πραγματική αντίσταση των εργαζομένων είναι η ζωντανή επαφή του ενός με τον άλλον μέσα στα συνδικάτα, στις διαδηλώσεις, στους απεργιακούς αγώνες, σε όσα δηλαδή βρίσκονται στο στόχαστρο της αντίδρασης. Με «ηλεκτρονικά» κόμματα και με «ψηφοφορίες των δύο ευρώ» από τον κάθε περαστικό, με συμμετοχή από τον καναπέ και από το κινητό δεν γίνονται κοινωνικοί και πολιτικοί αγώνες.

«Να είμαστε έτοιμοι όταν μας καλέσει η Ιστορία»

— Στη δεκαετία του ’70 έγραφες ποιήματα για τον «Καθημερινό φασισμό». Δυστυχώς, πολλοί από τους παλιούς σου στίχους επανέρχονται με τραγικό τρόπο στο προσκήνιο. Τι πιστεύεις πως τρέφει τη φασιστική ασυδοσία και ξαναζωντανεύει το θηρίο;

— Νομίζω ότι οι στίχοι του τραγουδιού που έγραψα με τον Θάνο Μικρούτσικο απαντούν στο ερώτημα. Ο φασισμός τρέφεται από πολλά πράγματα αλλά μεγαλώνει μέσα στην κοιλιά του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, του καπιταλισμού.

— «Η μέρα εκείνη δεν θα αργήσει», μας έχεις πει κάποτε. Τι πρέπει να γίνει για να μην καθυστερήσει άλλο;

— Την απάντηση σ’ αυτό που ρωτάς την κρύβει ο Χρόνος, η «μαμά Ιστορία». Εμείς αγωνιζόμαστε. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Πίσω μας είναι η λάσπη, το χάος, ο θάνατος. Μπροστά μας είναι ένα όνειρο, βασισμένο όμως στις ανάγκες και τις δυνατότητες της ανθρωπότητας. Πάμε μπρος, αλλά πάμε και πίσω. Μιλάμε για έναν σκληρό, μακρύ αγώνα. Τώρα είμαστε εμείς που βιαζόμαστε. Αύριο όμως θα είναι η Ιστορία. Που καλεί τα παιδιά της ξαφνικά. Πρέπει, λοιπόν, να είμαστε έτοιμοι. Αυτή είναι η απάντηση. Να είμαστε έτοιμοι!

***

Αναμένονται σύντομα και νέα μουσικά «δώρα» από τον Φώντα Λάδη. Ερχονται σε λίγο καιρό «Τα Τραγούδια του Νόμου και της Τάξης», εννιά τραγούδια σε μουσική Γ. Κομπογιάννη με ερμηνεύτρια την Πολυξένη Καράκογλου και το «Μίκης Θεοδωράκης, Το Χρονικό μιας Επανάστασης», από τον Μετρονόμο. Τέλος, τα «Τέσσερα ανεπίδοτα γράμματα» (CD με 4 άγνωστα, ανέκδοτα τραγούδια) από τη σειρά «Γράμματα από τη Γερμανία», σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη, με ερμηνευτή τον Κώστα Θωμαΐδη.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: