― Έννοια σου μπάρμπα, του είπε ο Άρης τότε, κι αυτά τα παιχνίδια που σου μείνανε δώστα σε μένα να τα μοιράσω στα λεβεντόπαιδα τ’ Αετόπουλά μας. Και του χρόνου σου υπόσχομαι νάχει ξεκαθαρίσει ο δρόμος απ’ τους Γερμανούς και τους προδότες και νάρθεις μ’ όλα σου τα δώρα στην πατρίδα μας.
Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους ευρωπαίους συγγραφείς του καιρού του, σήμερα όμως σχεδόν δε διαβάζεται: Ο Γάλλος Ρομαίν Ρολάν. Κι αυτό παρότι τα πολιτικά γραπτά του, που δημιουργήθηκαν στη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, είναι εκπληκτικά επίκαιρα. Κάνουν επίκληση στη λογική και την συνεννόηση.
Μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, θα τελειώσει και η σοβιετική επιστημονική φαντασία, όχι γιατί παρήκμασε ή εκφυλίστηκε ως λογοτεχνικό είδος, αλλά γιατί έπαψαν να υπάρχουν η χώρα και το κοινωνικοοικονομικό σύστημα που την γέννησαν και την προσδιόρισαν.
Κι’ απέ Δεκέμβρη στην Αθήνα και Φωτιά. Τούτο της Γης το θαλασσόδαρτο αγκωνάρι. Λικνίζει κάτου από το Δρύ και την Ιτιά το Διάκο, τον Κολοκοτρώνη και τον Άρη.
Δεν ξέρω γιατί κάθε Πρωτοχρονιά ζωηρά, έντονα, έρχεται στη θύμησή μου η παρακάτω ιστορία. Θα σας τη διηγηθώ ήσυχα και απλά, όπως ήσυχα και απλά μου τη διηγήθηκε κάποιο χειμωνιάτικο βράδυ εδώ και πολλά χρόνια, ένας παληός κατάδικος στις φυλακές της Άμφισσας.
Τις παραμονές της Οκτωβριανής Επανάστασης κυριαρχούσαν καλλιτεχνικά ρεύματα και πολιτικές ιδέες που ιεραρχούσαν ψηλά την επιστήμη και την τεχνολογία, που είχαν το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον και ευαγγελίζονταν το χτίσιμο ενός νέου κόσμου. Εκείνο, όμως, που θα έπαιζε τον καταλυτικό ρόλο στη γέννηση της σοβιετικής ε.φ. ήταν η ίδια η Οκτωβριανή Επανάσταση, το κατεξοχήν νεωτερικό γεγονός του 20ού αιώνα.
Στις 28 του Δεκέμβρη 1925, βρίσκεται απαγχονισμένος, στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου στο Λένινγκραντ, ο Ρώσος ποιητής Σεργκέι Αλεξάντροβιτς Γεσένιν. Είχε γεννηθεί στις 3 του Οκτώβρη 1895. Ο Γεσένιν συγκαταλέγεται στους πιο δημοφιλείς Ρώσους ποιητές του 20ου αιώνα.
Χρόνια γεμάτα κατάρα. Μετά το θάνατο και πριν τη ζωή.
– Φοβάσαι μη λυγίσω; Άκου, φίλε μου, να κάνω δήλωση γιατί; Να κερδίσω τι: δυο μήνες ζωή κι ύστερα; πάλι θα πεθάνω. Κι αν ζήσω χίλια χρόνια μήπως θα χορτάσω; Θα πω νυσάφι; όχι! Δεν έχει σημασία πόσο θα ζήσει κανένας, μα πώς θα ζήσει. Η ποσότητα δε βαραίνει, αλλά η ποιότητα. Αξία έχει το πώς θα πεθάνεις. Με το κεφάλι ψηλά, περήφανα ή μίζερα, κακομοίρικα. Ο χάρος τι θα πάρει: πτώμα ή αγωνιστή;
Ας μας φέρουν οι ταξικοί μας αντίπαλοι ένα δικό τους τραγούδι, που να έχει έστω τη μισή χάρη, τη φρεσκάδα και τη λεβεντιά που έχουν τα τραγούδια της Εθνικής μας Αντίστασης. Δεν έχουν!! Κι ούτε ήταν δυνατό να ’χουν. Γιατί δεν ήταν μόνο ξένοι προς το φρόνημα και το αίσθημα του ελληνικού λαού, ξένοι προς τον υπέροχο πατριωτικό του αγώνα, μα στάθηκαν και φανατισμένοι εχθροί του.