Σκεφτήτε πόσα εκατομμύρια είμαστε! Σκεφτήτε αυτή η ανθρώπινη θάλασσα, που πλημμυρίζει τη γη, να πάρει συνείδηση της μεγάλης δύναμης που κρύβει μέσα της! Θα δήτε όλους αυτούς τους μετρημένους εκμεταλλευτές πως δεν ήταν τίποτες άλλο παρά κούκλες, αδύνατες, ψεύτικες κούκλες, γεμάτες άχυρα.
– Αυτός είναι ο Παπαδιαμάντης, μου ψιθύρισαν. Ένιωσα ένα ιερό δέος σα να έβλεπα κάτι το υπερφυσικό. Μέσα στη βροχή και τον άνεμο μου φάνηκε σαν μαύρο πουλί, διωγμένο από την καταιγίδα, που ήρθε ν’ απαγκιάσει στο φτωχό καφενεδάκι.
Ο Ρ. Γκόλφης ούτε γλωσσικές ιδέες άλλαξε, ούτε από το σοσιαλιστικό στρατόπεδο πήδηξε στο αστικό. Αν και αποτραβηγμένος παρακολουθούσε την εσωτερική πολιτική κίνηση και την ανοδική πορεία της Σοβιετικής Ένωσης. Στα χρόνια του τελευταίου παγκόσμιου πολέμου φώλιαζε μέσα του μίσος άσβεστο ενάντια στο φασισμό και χιτλερισμό.
Την Πρωτοχρονιά του 1912, γεννήθηκε στην Πλούμιτσα Κροκεών της Σπάρτης, ο μεγάλος μας ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος. «Ο ποιητής δεν είναι ένα άτομο ξεκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο… Δεν μπορεί να νοηθεί έξω από τη ζωή, από τα φαινόμενα, από τα γεγονότα, από τις παραστάσεις της…», έλεγε.
Πρέπει να θυμηθείς ότι είχαμε μαζί μας και 33 Σοβιετικούς στρατιώτες που τους απελευθερώσαμε απ’ το χιτλερικό στρατόπεδο της Στυλίδας. Γιορτάσαμε μαζί Πρωτοχρονιά. Θυμάσαι το πρωτοχρονιάτικο δέντρο τους;…Πρέπει να θυμάσαι τη νίλα των χιτλερικών στην Καμπιά…
Δε νιώθω οίκτο για τους αστούς τους ηττημένους. Κι όταν με παίρνει αποκάτω και λυπάμαι, σφίγγω τα δόντια και τα μάτια μου σφαλίζω. Θυμάμαι τις ατέλειωτές μου μέρες χωρίς παπούτσια και τριαντάφυλλα. Θυμάμαι τις ατέλειωτές μου μέρες χωρίς καπέλο κι ούτε σύννεφα. Θυμάμαι τις ατέλειωτές μου μέρες χωρίς πουκάμισο κι όνειρα. Θυμάμαι τις ατέλειωτές μου μέρες με το απαγορευμένο δέρμα μου.
Τίποτα – Τίποτα καλό σε σας δεν έχουν δώσει όσοι σοφοί κι αν πέρασαν και παντογνώστες και μεγάλοι. Ποιον περιμένετε ναρθεί; Ποιον καρτερείτε να σας σώσει;
Για μας στο χωριό η γέννηση ήταν πιο μεγάλη γιορτή από τη σταύρωση και την ανάσταση του Χριστού. Τη γέννηση την ήθελαν και την έκαναν οι άνθρωποι, το θάνατο τον ήθελε και τον έφερνε μοναχά ο Θεός. Κι εμείς πιστεύαμε ότι οι άνθρωποι ήταν πιο δίκαιοι απ’ το Θεό.
Καμιά περιοχή της ανθρώπινης υπόστασης δεν είναι τόσο πολύ γεμάτη από συμβατικότητες, όσο τούτη εδώ. Για τους ανθρώπους ο έρωτας δεν είναι παρά μια απόλαυση, τον κατάντησαν λοιπόν κάτι εύκολο και φτηνό, ακίνδυνο και σίγουρο, όμοιο με τις απολαύσεως των δρόμων.
Ο Φώτης Αγγουλές βρέθηκε στη φυλακή όπως βρέθηκαν οι χιλιάδες αγωνιστές της Εθνικής μας Αντίστασης. Η κατηγορία σε βάρος του ήταν γελοία και φτιαχτή, όπως ήταν κι όλες oι κατηγορίες των συγκρατουμένων του. Η σύλληψή του προκάλεσε τη διεθνή αγανάκτηση. Την ίδια αγανάκτηση προκάλεσε και στον τόπο του, που γνώριζαν τα αισθήματά του και την αξία του.