Θα ’ρθει μια μέρα που τα δέντρα θα μισήσουν την αχαριστία των ανθρώπων και θα σταματήσουν να παράγουν ίσκιο, θροΐσματα κι οξυγόνο. Θα πάρουνε τις ρίζες τους και θα φύγουν. Μεγάλες τρύπες θα μείνουνε στη γη εκεί που ήταν πριν τα δέντρα. Όταν οι άνθρωποι καταλάβουνε τι έχασαν, θα πάνε και θα κλάψουνε πικρά πάνω απ’ αυτές τις τρύπες. Πολλοί θα πέσουν μέσα. Τα χώματα θα τους σκεπάσουν. Κανείς δεν θα φυτρώσει.
Το μόνο που επιθυμούσα ήταν να παρουσιάσω με τον δικό μου τρόπο μερικές από τις πλέον γόνιμες, η καθεμιά με τον δικό της τρόπο, ποιητικές καταθέσεις της περιόδου ενός λογοτεχνικού κινήματος που διαμόρφωσε βαθιά τη γαλλική, και όχι μόνο, λογοτεχνία.
Στην Ομόνοια, στου Χατζηγιάννη και Κυριακού φαντάζουν στις βιτρίνες τα χοιρομέρια και τα φρέσκα βούτυρα, τα σαλάμια, τα χαβιάρια και οι μουρταδέλες. Στου Λαμπρόπουλου και στου Χρυσικόπουλου μπαινοβγαίνει ο Χριστός με τις γούνες…ο Χριστός που έφαγε και θα φάει πάλι…ο Χριστός με τα διαμαντικά και τα μπιζού…ο Χριστός των πλουσίων.
Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο, “Τι σε νοιάζει εσένα;”, μου λέγανε, “θα βρεις το μπελά σου, σώπα”.
Αργότερα φωνάζανε οι προϊστάμενοι “Μη χώνεις τη μύτη σου παντού, κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, σώπα”
Στη δεκαετία του ’50, όταν πήγε στη Γερμανία να δουλέψει, μετά από λίγο καιρό ο προϊστάμενος στο εργοστάσιο του είπε: «Ή τη δουλειά ή το μουστάκι. Διάλεξε ποιο από τα δύο θες να χάσεις». Την εποχή εκείνη υπήρχαν πολύ λίγοι ξένοι κι ακόμα λιγότεροι ξένοι με μουστάκι. Όταν θέλησε να μάθει το λόγο, του είπαν ότι οι Γερμανοί συνάδελφοι τον βλέπουν και τρομάζουν.
Χαρτί και πέτρα η Ευρώπη, στο χάρτη της σμπαράλια, τρέμει κι αιώνες καταρρέει χωρίς σταματημό. Μια θάλασσα στις φλόγες σαν βάλτος από πίσσα. Κι όσοι ως τα χτες για Αλήθεια και Δίκιο τραγουδήσαν πικρό έχουν τώρα ύπνο βαθιά στη μαύρη γη… Στάλιν, οδηγητή.
Κάμποσα χρόνια τώρα περίμενε τον Άη Βασίλη να περάσει απ’ το φτωχικό του πατέρα του και να του φέρει δώρα. Μα ο άγιος δεν φαινόντανε πουθενά. Κρατούσε γι’ αυτόν και για τάλλα φτωχόπαιδα του χωριού μια κακία περίεργη. Μια κακία που δεν μπορούσε να τη φαντασθεί πως ταίριαζε σ’ έναν άγιο, σαν τον Άη Βασίλη…
Κυβερνήτη, πολέμαρχε, εκεί που ένα στόμα για λευτεριά φωνάζει, εκεί που ένα αφτί αφουγκράζεται, εκεί που ένας στρατιώτης κόκκινος τους φαιοχίτωνες τσακίζει εκεί που η δάφνη της λευτεριάς βλασταίνει, εκεί που μια σημαία καινούργια βάφεται απ’ το αίμα της εξαίσιας χαραυγής μας, Μπολιβάρ, κυβερνήτη, εκεί μπορεί να δει κανείς το πρόσωπό σου.
Το έργο της βέβαια αυτονομείται από τη μετέπειτα πολιτική της διαδρομή. Ή μάλλον, για την ακρίβεια, αυτή η ίδια διάλεξε να αυτονομηθεί από το δικό της έργο, και τις ιδέες που εξέφραζε τον καιρό που έγραφε αυτά τα βιβλία. Και αυτά ακριβώς είναι που μένουν σήμερα -και θα μείνουν διαχρονικά- ως χρυσή παρακαταθήκη, για την παιδική -και όχι μόνο- λογοτεχνία…
—Να ’ταν η θάλασσα κρασί και τα βουνά μεζέδες!