Στους κατακερματισμένους μας καιρούς ο Λειβαδίτης πρόλαβε να ολοκληρώσει την πονεμένη πορεία του με την αποδοχή και της τραγικότητας της ανθρώπινης ύπαρξης και της αστείρευτης πληρότητας της ζωής, που θα παραμείνει πάντοτε μια πρόκληση, ένα κάλεσμα…
Οκτώβρης 1917 – Οκτώβρης 2018. Πρώτη επέτειος της δεύτερης 100ετίας. Ο κόκκινος ήλιος με τον οποίον ο ρωσικός λαός έδιωξε τα επίγεια σκοτάδια εξακολουθεί να φωτίζει και να ζεσταίνει τον κόσμο της δουλειάς, τυφλώνοντας την αστική τάξη που ζει εις βάρος του.
Ο Ιβάν Γιεγκόριτς ήταν τυχερός. Γύρισε από το μέτωπο σώος και αβλαβής. Ορισμένοι μάλιστα δεν πίστευαν πως ήταν δυνατόν: ο Ιβάν Γιεγκόριτς δεν έλειψε ούτε μια στιγμή από την πρώτη γραμμή και όχι μόνο δε σκοτώθηκε, αλλά ούτε και τραυματίστηκε.
Παρότι οι μπίτνικς θεωρούνταν από τους πολέμιους τους επικίνδυνοι ριζοσπάστες, η πολιτική τους στάση δεν ήταν ενιαία, με τον Κέρουακ να συνηθίζει μάλιστα να παρακολουθεί τον διαβόητο γερουσιαστή Μακάρθι στην τηλεόραση, επευφημώντας τον υπό την επήρεια ναρκωτικών.
Ο ανώνυμος ήρωας της καθημερινότητας και οι πληγές του. Τα σημάδια του σώματος συναντούν αυτά της ψυχής και μαζί την προσπάθεια για επιβίωση. Η αξιοπρέπεια και η προσδοκία δίνουν τον τόνο και η οργή θρέφει την ελπίδα. Ποιήματα πετράδια φωτός και σκότους. Λόγια λυρικά και αιχμηρά.
Στους νέους ανθρώπους που δε βρίσκουν δουλειά στην πατρίδα και ξενιτεύονται αναζητώντας μοίρα και ζωή στις χώρες της καπιταλιστικής Ευρώπης και στην Αμερική… Όμως ο καπιταλισμός είναι ίδιος παντού. Παρέχει δε μόνιμα, πολύωρη δουλειά, χαμηλά μεροκάματα, ψηλό κόστος ζωής κι άγρια εκμετάλλευση…
Το ποίημα που παρουσιάζουμε γράφτηκε τον Αύγουστο του 1953 από τον Βόσκο Καράτζο και δημοσιεύτηκε στη φιλολογική σελίδα της εφημερίδας «Προς τη νίκη», που έβγαζαν οι πολιτικοί πρόσφυγες στην Τασκένδη.
Κατανόηση ζητάμε απ’ τις επόμενες γενιές κι όχι συγχωροχάρτι. Να μάθουν, πως πολεμήσαμε για τη λευτεριά του τόπου. Κι όχι μόνο «όσοι χόρεψαν σε μαρμαρένια αλώνια…». Όλοι μας και την ψυχή μας, και τη ζωή μας θα δίναμε, αν απ’ αυτό και μόνο θα εξαρτιόταν η ευτυχία του λαού… όμως χάσαμε τον αγώνα! Γιατί;
«Τι περιμένεις;» ρωτούσε η φωνή. «Αυτός είναι ένας φασίστας, ένας φονιάς. Γιατί δεν το σκοτώνεις;» «Δεν είναι όλοι φονιάδες», έλεγε η άλλη φωνή. «Για σκέψου το Γερμανό αντάρτη που οι δικοί μας τον φωνάζουν Μανώλη…Αυτός δεν είναι φίλος του πατέρα σου;»…