Τα γεγονότα του Πολυτεχνείου τα έζησα τυχαία κι από περιέργεια θα έλεγα… Όμως, οι τρεις νύχτες του Νοέμβρη του 1973 μου δίδαξαν όλη την ιστορία των αγώνων των καταπιεσμένων της γης για ψωμί, ειρήνη και ελευθερία. Κι έκτοτε η συνείδησή μου άλλαξε ριζικά…
Πήγα κατευθείαν στο κέντρο να προλάβω το συλλαλητήριο. Ούτε καν άπλυτα δεν πήρα μαζί μου να πάω στη μάνα μου. Είχα σκοπό. Τη δόλια τη μάνα μου θα την έβλεπα μετά.
Οκτώβρης 1917 – Οκτώβρης 2018. Πρώτη επέτειος της δεύτερης 100ετίας. Ο κόκκινος ήλιος με τον οποίον ο ρωσικός λαός έδιωξε τα επίγεια σκοτάδια εξακολουθεί να φωτίζει και να ζεσταίνει τον κόσμο της δουλειάς, τυφλώνοντας την αστική τάξη που ζει εις βάρος του.
Ειλημμένα από την ποιητική συλλογή «Έχω δει θεούς να γκρεμίζονται» όπου το προσωπικό συναντάει το κοινωνικό με θέματα από την κοινωνία, την πολιτική, τον έρωτα, τη ματαίωση.
Στη βάρκα του Λίνου τέσσερις λαβωμένοι κι ανάμεσά τους η Βάσω, πιο βαριά. Η Βάσω!… Ψηλή, ξανθιά, όμορφη κι όλο γελούσε. Για να δεις πράγματα: γελούσε! Φλερτάριζε κιόλας κι ας είχε ανάπηρο σύντροφο. Φλερτάριζε, που γελούσε, δηλαδή… Αυτή ήταν όλη κι όλη η αμαρτία της…
Ο μικρός ράφτης της Σούρπης ονειρευότανε. Τον κόσμο – τον εαυτό του μέσα στον κόσμο. Ονειρευόταν. Αυτό που βρίσκεις εσύ να λείπει στο καφενείο, να λείπει στα κόμματα τα σημερινά. Ο μεγάλος μύθος. Ο ακέριος…
Κεφάλαια πήραν κεφάλια ανάλογης αξίας γιατί έτσι σφραγίζονται οι φιλίες παιδιά που πλούτισαν πριν γεννηθούν από παιδιά που δούλεψαν πριν περπατήσουν
Τώρα όμως έχουν περάσει δυόμιση μήνες από τότε που διοργάνωσε για πρώτη φορά το τραπέζωμα αυτό της γειτονιάς – δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να το αποκαλέσει συσσίτιο, γιατί έβρισκε τη λέξη αυτή στεγνή και δεν μπορούσε να την καταπιεί