«Μπήκε στο ΕΑΤ-ΕΣΑ όρθιος και βγήκε με φορείο. Σακατεμένος»

Ο Άλκης Αλκαίος συμμετείχε ενεργά στον αντιδικτατορικό αγώνα. Πιάστηκε από τη χούντα το καλοκαίρι του 1972, κρατήθηκε και βασανίστηκε άγρια για πέντε μήνες, πρώτα στην Μπουμπουλίνας και ύστερα στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, με αποτέλεσμα να επιδεινωθεί ανεπανόρθωτα η υγεία του. Ο ίδιος προτιμούσε να μη μιλάει. Μόνο ένας δυο στενοί φίλοι γνώριζαν…

«Μπήκε στο ΕΑΤ-ΕΣΑ όρθιος και βγήκε με φορείο. Σακατεμένος»

Ο Άλκης Αλκαίος συμμετείχε ενεργά στον αντιδικτατορικό αγώνα. Πιάστηκε από τη χούντα το καλοκαίρι του 1972, κρατήθηκε και βασανίστηκε άγρια για πέντε μήνες, πρώτα στην Μπουμπουλίνας και ύστερα στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, με αποτέλεσμα να επιδεινωθεί ανεπανόρθωτα η υγεία του. Ο ίδιος προτιμούσε να μη μιλάει. Μόνο ένας δυο στενοί φίλοι του γνώριζαν. Στο βιβλίο του “Αγύριστο κεφάλι – Ο Άλκης Αλκαίος που γνώρισα” (εκδ. Α.Α. Λ ιβάνη, 2013) ο τραγουδοποιός και ερμηνευτής Μίλτος Πασχαλίδης εκτός από στιγμές της γνωριμίας και της συνεργασίας τους,   καταγράφει πτυχές της ζωής και της αγωνιστικής δράσης του Άλκη Αλκαίου, ενός από κορυφαίους ποιητές-στιχουργούς του ελληνικού τραγουδιού, που αν ζούσε σήμερα θα έκλεινε τα 70 του χρόνια… Παραθέτουμε μερικά αποσπάσματα.

***

Γραφικό χαρακτήρα σαν του Άλκη δεν είχα ξαναδεί. Έγραφε πάντα σε πολυτονικό σύστημα -πράγμα που με συγκινούσε βαθιά- και τα γράμματά του ήταν καλλιγραφικά, με έναν ιδιότυπο, τελείως προσωπικό τρόπο.

Πιο πολύ ζωγράφιζε τις λέξεις παρά τις έγραφε.

Δεν είμαι γραφολόγος, γι’ αυτό και ίσως να είχε ενδιαφέρον μια γνώμη ειδικού πάνω στο θέμα, πάντως κανείς, ειδικός ή μη, δε θα μπορούσε να απαντήσει στο θεμελιώδες ερώτημα:

Πώς έπιανε το ρημάδι το στιλό;

Θέλω να πω, πώς ένας άνθρωπος που δεν μπορεί καλά καλά να κλείσει τα δάχτυλά του καταφέρνει να γράψει, όχι μόνο ευανάγνωστα, αλλά σχεδόν καλλιγραφικά;

Ο Αλκής έπασχε από σπονδυλαρθρίτιδα.

Μου το είπε κάποια στιγμή που θεώρησα κατάλληλη να τον ρωτήσω, αρκετά χρόνια μετά την πρώτη γνωριμία μας, όταν ήμουν πλέον βέβαιος ότι η σχέση μας δεν κινδύνευε από δύσκολες ερωτήσεις.

Το έθεσα ακαριαία και σχεδόν αδιάφορα, σαν να ρωτούσα τι καιρό νομίζει ότι θα κάνει αύριο.

Απάντησε στον ίδιο ακριβώς τόνο. Με τρεις λέξεις-γλωσσοδέτες.

«Ρευματοειδή και αγκυλωτική σπονδυλαρθρίτιδα».

«Το είχες από παιδί;» πίεσα λίγο παραπάνω τη συζήτηση.

«Όχι. Η υγεία μου επιδεινώθηκε ραγδαία στη χούντα».

Μου δέθηκε η γλώσσα κόμπος.

Η λέξη που άρχισε να αναβοσβήνει σαν κόκκινο φωτάκι στο μυαλό μου ήταν: βασανιστήρια.

Ύστερα, η μια λέξη έφερε την άλλη. Δεν το έκανα επίτηδες, οι συνειρμοί μου είναι συνήθως ακούσιοι και ακατάσχετοι.

Προκρούστης, -φάλαγγα, Σίνης ο Πιτυοκάμπτης, ηλεκτροσόκ.

Λέξεις-κόκκινα φωτάκια, αμείλικτα.

Πώς λες μια λέξη χωρίς να την πεις;

Απλό.

Δεν τη λες.

Ακόμα κι έτσι, τα alarm συνέχισαν να αναβοσβήνουν.

«Υπάρχει θεραπεία;»

«Μπα, είναι αυτοάνοσο το ρημάδι. Μου επιτίθεται το σώμα μου. Αν υπήρχε θεραπεία, θα το ήξερα. Έχω φτάσει μέχρι Ανατολική Γερμανία για νοσηλεία. Δεν έγινε τίποτα. Ή τουλάχιστον, τίποτα θεαματικό. Παλιά μου έστελναν κάτι ημιπαράνομα φάρμακα από τη Ρουμανία -δεν κυκλοφορούσαν στο εμπόριο στην υπόλοιπη Ευρώπη-, πανάκριβα, αλλά θαυματουργά τα άτιμα, με ίσιωναν, πονούσα λιγότερο. Μετά την κατάρρευση του Τείχους κομμένα και τα παράνομα. Σταμάτησε η παραγωγή τους. Άσ’ τα, μανάρι. Βράσ’ τα. Ό,τι έγινε έγινε».

Ομολογώ όχι αυτή η συνέπεια της κατάρρευσης του Τείχους δε με είχε απασχολήσει ξανά στο παρελθόν.

Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που μιλήσαμε για το όνομα και το ιστορικό της ασθένειάς του.

Μετά το θάνατό του δεν κρατήθηκα, ρώτησα και τον Θάνο και την Έλλη.

Και οι δυο ξεκίνησαν την αφήγηση με ειλικρινή διάθεση να με διαφωτίσουν, αλλά στην πορεία κάπου έχαναν το νήμα. Αμφότεροι κατέληξαν στην ίδια φράση:

«Ρώτα τον Ηλία, εκείνος τα ξέρει καλύτερα».

 

Ο Άλκης  είχε δυο κολλητούς φίλους, έξω από τη μουσική του οικογένεια.

Τον Σταύρο και τον Ηλία.

Ο Ηλίας είναι ο Ηλίας Γεράκης, δικηγόρος.

Τον βρήκα και τον ρώτησα.

Και έμαθα.

Ο Άλκης ήταν ο ορισμός αυτού που λέμε, καμιά φορά ποιητική αδεία, «αφανής ήρωας».

(…)«Ο Άλκης συνελήφθη απ’ τη χούντα το καλοκαίρι του 73; Έτσι διάβασα σε κάποιο σάιτ», μπήκα κατευθείαν στο ψητό.

«Με ρώτησες και στο τηλέφωνο. Στην αρχή έτσι νόμισα κι εγώ, έχουν περάσει και τόσα χρόνια, τελικά όμως είναι λάθος πληροφορία.

»Ο Άλκης έμεινε κρατούμενος Αύγουστο με αρχές Δεκέμβρη. Θυμάμαι όμως ολοκάθαρα να μπαινοβγαίνουμε στο Πολυτεχνείο το Νοέμβρη του 73. Ήμαστε εκεί. Άρα, αποκλείεται το 73.

»Ήταν τον προηγούμενο χρόνο, τον Αύγουστο του 72. Λίγες μέρες μετά τη σύλληψη του Στάθη Παναγούλη. Πήρα τον Στάθη τηλέφωνο, μου το επιβεβαίωσε. Τον Άλκη τον έπιασαν στα μέσα Αυγούστου, με την κατηγορία της συμμετοχής στην οργάνωση που βοηθούσε την ομάδα Παναγούλη να δραπετεύσει στην Ιταλία».

«Μα μόλις τώρα μου είπες ότι τον Παναγούλη τον συνέλαβαν πριν από τον Άλκη…»

«Σωστά! Τον Παναγούλη τον έπιασαν πάνω που ετοιμαζόταν να φύγει. Αλλά οι δικοί μας είχαν ήδη προλάβει να φυγαδεύσουν τον Νίκο Ζαμπέλη και την Εύα Ντίνου, την πρώτη ξαδέρφη του Βαγγέλη. Εν πάση περιπτώσει κάποιος απ’ την ομάδα συνελήφθη, βασανίστηκε, μίλησε. Τους μάζεψαν όλους. Ο Βαγγέλης έμεινε μέσα πέντε μήνες».

Άλκη τον έλεγα εγώ, Βαγγέλη ο Ηλίας.

Με τους πολύ οικείους του Άλκη πάντα συμβαίνει αυτό το μπλέξιμο.

Μιλάμε για εκείνον χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα και τα δυο του ονόματα. Για μας είναι λογικό: η οικογένεια και οι παλαιότεροί του φίλοι τον αποκαλούσαν Βαγγέλη, εμείς οι υπόλοιποι τον λέμε Άλκη.

Αν όμως μας ακούει κάποιος τρίτος, θα του πάρει ώρα μέχρι να καταλάβει ότι ο Βαγγέλης κι ο Άλκης είναι το ίδιο πρόσωπο.

«Είπε ποτέ για εκείνους τους πέντε μήνες; Σε μένα πάντως, τσιμουδιά».

«Δεν είπε λέξη σε κανέναν. Ούτε καν σε μένα. Αλλά εμένα δε χρειαζόταν να μου πει. Τον έβλεπα κάθε μέρα. Τι να μου κάνουν οι λέξεις;»

Σωστά.

Αλλά εμείς που δεν τον βλέπαμε κάθε μέρα μπορούμε να πούμε τις λέξεις με το όνομά τους.

Έστω και επιγραμματικά:

Ο Άλκης έπιασε δουλειά ως ασκούμενος δικηγόρος στο γραφείο του θείου του, αδερφού της μητέρας του, Ζήκου Ντίνου.

Ο Ζήκος Ντίνος ήταν κομμουνιστής, η χούντα τον έστειλε εξορία, γύρισε το 1970 και άνοιξε το δικηγορικό του γραφείο (Πανεπιστημίου 46, Β’ όροφος), στο οποίο παράλληλα συστεγαζόταν και ένας τομέας του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ.

Ο Άλκης συμμετείχε ενεργά στον αντιδικτατορικό αγώνα. Με την ομάδα του έκρυβαν τους κυνηγημένους σε υπόγεια, τους φρόντιζαν και τους φυγάδευαν στο εξωτερικό.

Συνελήφθη το καλοκαίρι του ’72, κρατήθηκε και βασανίστηκε άγρια για πέντε μήνες, πρώτα στην Μπουμπουλίνας και ύστερα στο ΕΑΤ-ΕΣΑ.

Δε μίλησε.

Δε θέλω να εστιάσω καθόλου στο αν μίλησε ή όχι, δεν είμαι εγώ που θα αποφασίσω ποιο είναι το όριο του πόνου, της αυταπάρνησης ή της αξιοπρέπειας. Και να είχε μιλήσει δε θα τον αδικούσα, όπως δεν αδικώ όσους υπέγραψαν κι έφυγαν ζωντανοί απ’ τη Μακρόνησο και τα άλλα ξερονήσια.

Δεν είμαι ήρωας και δε δικαιούμαι να κρίνω τους ήρωες.

Πάντως, για την Ιστορία, ο Άλκης δε μίλησε.

Κι όταν η ανάγκη γίνεται Ιστορία, τότε η ιστορία γίνεται σιωπή.

Μπήκε στο ΕΑΤ-ΕΣΑ όρθιος και βγήκε με φορείο.

Σακατεμένος.

Για πολύ καιρό ήταν κατάκοιτος και τον τάιζαν με καλαμάκι.

Κάποια στιγμή συνήλθε κάπως και επέστρεψε στην ενεργό δικηγορία. Εντάχθηκε στο Κόμμα, στην οργάνωση των δικηγόρων, και παρέμεινε ενεργό μέλος για πολλά χρόνια.

Από το ’74 και μετά άρχισαν τα μεγάλα προβλήματα.

Η υγεία του επιδεινώθηκε ραγδαία.

«Να φανταστείς», μου λέει ο Ηλίας, «ήταν να με παντρέψει το 1975, αλλά δεν τα κατάφερε, γιατί νοσηλευόταν για μεγάλο διάστημα στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο.

Τελικά μπορέσαμε να γίνουμε κουμπάροι, μετά από μερικά χρόνια βάφτισε την κόρη μου την Κατερίνα».

Για χρόνια μπαινόβγαινε στα νοσοκομεία. Μέχρι την Ανατολική Γερμανία έφτασε. Τη «Ρόζα» εκεί την έγραψε. Στο νοσοκομείο στη Λειψία.

(Αναρωτιέμαι που να έχει χαθεί αυτό το χειρόγραφο. Να θυμηθώ να ρωτήσω τον Θάνο.)

Ο Άλκης ήταν αγωνιστής.

Το πάλεψε όσο μπορούσε. Για ένα διάστημα επέστρεψε και στη μάχιμη δικηγορία. Έφυγε απ’ το γραφείο του θείου του και άνοιξε δικό του, στη Βερανζέρου. Παρέμεινε ανοιχτό μέχρι το ’84. Μετά δεν μπορούσε άλλο. Όχι να δικηγορήσει, καλά καλά ούτε να σταθεί όρθιος για πολλή ώρα. Οι πόνοι ήταν αφόρητοι.

Ήταν τότε λοιπόν που ξεκίνησε η καινούργια του εξορία, η εξορία του κλειστού δωματίου, όπως σπαραχτικά την περιγράφει στο «Σαράκι του Ρεμπώ»:

[…] τέσσερις τοίχοι η καινούργια μου εξορία.
Δε φταις εσύ, δε λέει συγγνώμη ο κεραυνός.

Κλείστηκε σπίτι. Αλλά ποτέ δεν απομονώθηκε.

Απλώς ζούσε μια ζωή, δυο πόντους έξω απ’ τη ζωή.

Εμείς,, οι νεότεροι φίλοι του, έτσι τον γνωρίσαμε. Στο σπίτι.

Δεν ήταν πάντα έτσι.

Ο Ηλίας τα ξέρει καλύτερα:

«Με τον Βαγγέλη γνωριζόμαστε απ’ τον Οκτώβρη του ’67, πρωτοετείς στη Νομική. Είχε ήδη εκδώσει τη μελέτη του στον Καρυωτάκη, εντυπωσιακό πράμα για παιδί δεκαεφτά χρόνων. Ήταν λεπτός, ευγενής, συνεσταλμένος.

»Αμέσως γίναμε φίλοι.

»Τα βράδια γυρνούσαμε τις μπουάτ. Πηγαίναμε στον Μαρκόπουλο, στη Λήδρα, στον Λεοντή ν’ ακούσουμε το Καπνισμένο τσουκάλι με τον Ξυλούρη, στον Θάνο, στην Αρλέτα, στον Γιώργο Ζωγράφο, σε όλους.

»Δεν αφήναμε μαγαζί για μαγαζί.

(…)«Ρε Μίλτο, γράφτηκαν πολλές σαχλαμάρες μόλις έφυγε. Ο Βαγγέλης δεν ήταν αποκομμένος απ’ τη ζωή. Ήταν ένας ζωντανός άνθρωπος, κεφάτος, γεμάτος από ζωή. Να ’ξερες τι χαρά έκανε όταν τον έπαιρνα τις Κυριακές και πηγαίναμε στο στέκι μας στην Πεντέλη, να φάμε το αγαπημένο του κατσικάκι φρικασέ και να πιούμε τα κρασάκια μας… Το ίδιο και στα στέκια του στην Πάργα. Απλώς δε γούσταρε να τον βλέπουν δημόσια σε κοινωνικές εκδηλώσεις και να νιώθει ότι προκαλεί τον οίκτο. Γι’ αυτό δεν πολυέβγαινε. Όχι γιατί δεν ήθελε».

Το γράφω. Και το προσυπογράφω.

 

Τους δυο βασανιστές του τους συνάντησε κάποτε. Μικρός τόπος είμαστε, συνεχώς πέφτουμε ο ένας πάνω στον άλλο.

Τον ένα στην Ευελπίδων, έξω από μια αίθουσα δικαστηρίου. Ήταν αστυνομικός.

Ο Αλκής τον γνώρισε αμέσως. Του λέει: «Με θυμάσαι;» Ο άλλος δεν τον κατάλαβε. «Κάτι μου θυμίζεις, αλλά δεν είμαι σίγουρος. Μήπως υπηρετήσαμε μαζί φαντάροι;»

Ο Αλκής χαμογέλασε και του είπε:

«Έχεις δίκιο. Μαζί υπηρετήσαμε. Μόνο που εσύ ήσουν από πάνω κι εγώ από κάτω».

Έκανε μεταβολή και έφυγε.

Τον άλλο τον πέτυχε στο καράβι.

Μου έλεγε τις προάλλες ο Γρηγόρης, ο αδερφός του: «Κάποια φορά, λίγο μετά τη μεταπολίτευση, όταν πια μπορούσε να στηρίξει την πλάτη του σε κάθισμα, τον πήρα με το αμάξι να τον φέρω στην Πάργα. Τότε η γέφυρα δεν υπήρχε ακόμα ούτε ως υποψία, πήραμε το καραβάκι απ’ το Ρίο και τον βοήθησα ν’ ανέβει τα σκαλάκια να βλέπει τη θάλασσα. Όταν φτάσαμε στο Αντίρριο και μπήκαμε στο αμάξι για να συνεχίσουμε το δρόμο μας, μου είπε: Πάνω στο πλοίο είδα το βασανιστή μου.

»Του λέω: Είσαι σίγουρος;

»Με κοίταξε μ’ ένα βλέμμα που έλεγε: Αστειεύεσαι; Μπορώ να τον ξεχάσω ποτέ;

»Λύσσαξα, πάτησα φρένο: Δείξ’ τον μου τον πούστη να τον σκίσω. Αν μου τον έδειχνε, δε θα έβγαινε ζωντανός απ’ τα χέρια μου.

»Δε μου τον έδειξε. Έκανε μόνο μια κίνηση με το δεξί χέρι: Προχώρα, δεν έχει σημασία. Χρυσό τον έκανα, εκείνος τίποτα, αμετάπειστος. Τον ήξερες δα τον Άλκη, δεν του γύριζες το κεφάλι με τίποτα. Εκ των υστέρων κρίνω ότι καλά έκανε. Ακόμα στη φυλακή θα ήμουν».

Σε γενικές γραμμές, αυτή ήταν η στάση του Άλκη απέναντι στο παρελθόν.

Το γνώριζε, το θυμόταν, αλλά κοιτούσε μπροστά.

Ούτε μεμψιμοιρούσε, αλλά ούτε ένιωθε και ήρωας.

Εμείς, πάντως, για εκείνα τα παλιά δεν ξαναμιλήσαμε, ούτε για την ασθένειά του. Τι νόημα είχε άλλωστε;

Κάτι άσχετες ώρες που μου ’ρχόταν να τον ρωτήσω περισσότερες λεπτομέρειες, θυμόμουν την ατάκα του:

«Άσ’ τα, μανάρι. Βράσ’ τα. Ό,τι έγινε έγινε».

Και δε ρωτούσα τίποτα.

Ό,τι έγινε έγινε.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: