Α’ Μέρος – «Θα ήθελα να μπορούσα να απαλείψω τον πόνο από τον κόσμο του παιδιού μου. Θα ήθελα -εγώ τουλάχιστον- να μην το πληγώσω ούτε στο ελάχιστο. Καθόλου. Γνωρίζω όμως ότι αυτό δεν είναι δυνατόν να αποφευχθεί. Κι αυτό με πληγώνει».
Τα επιχειρήματα είναι εντελώς ανίσχυρα μπροστά σε μια τέτοια απολιθωμένη παράδοση, και μπορούν να την επηρεάσουν όσο κι ένας βράχος το κύμα. Και σαν τη δική της διαπαιδαγώγηση, ήταν και η διαπαιδαγώγηση όλων των υπόλοιπων. Και το πιο λαμπερό μυαλό σ’ ολόκληρη τη χώρα δε θα ήταν ικανό να καταλάβει πόσο λαθεμένη ήταν η άποψή της…
Το πρωί τον βρήκανε κάτω από τα παράθυρα του κοριτσιού. Σημάδι δεν έμενε πια απ’ την ασχημιά του και χρειάστηκαν άλλα σημάδια για να γνωρίσουν ποιος ήτανε. Κανένας δεν τον λυπήθηκε, κανένας δεν τον έκλαψε και σαν τον θάψανε σα σκυλί την άλλη μέρα, άνδρες και γυναίκες γελούσαν με τα παράξενα που γίνονται στον κόσμο.
“Την επανάστασή μας την πλησίασε τίμια και μ’ ενθουσιασμό, αλλά οι λεπτοκαμωμένες κομψές λέξεις του συμβολιστή δεν μπορούσαν ν’ αντέξουν και να σηκώσουν στους ώμους τους τις βαριές εικόνες που έφερε η επανάσταση, πέρα για πέρα πραγματικές και ωμότατες.” (Μαγιακόφσκι)
Αδυνατώντας να συλλάβει την ταξική φύση του φασιστικού φαινομένου, ο Τσβάιχ ήταν καταδικασμένος να το αντιλαμβάνεται σχεδόν ως”φυσική καταστροφή”, προσλαμβάνοντάς το κυρίως με όρους υπαρξιακής απώλειας, με αυτοκαταστροφικές τελικά συνέπειες.
“Την Ιστορία του Κόμματος μας, σύντροφοι, δε μπορούν να τη μετρήσουν οι αριθμοί, ούτε να την ιστορήσουν οι σελίδες οι γραμμένες με αίμα…”
Μεγάλος σατιρικός ποιητής αλλά λιγότερο γνωστός από τον συμπατριώτη του Ανδρέα Λασκαράτο, ο Κεφαλλονίτης Μικέλης Άβλιχος, γεννήθηκε στις 18 του Μάρτη 1844 και έφυγε από τη ζωή στις 28 του Νοέμβρη 1917.
«Ανοίγοντας» το συγκλονιστικό «Σακί» του Γιώργη Παυλόπουλου…
Κι ο στρατός του Φιντέλ Κάστρο, / μπόρα που κλωσάει κυκλώνες, / σαν από εκατό ποτάμια / της Αμαζονίας ορμάει. * Πόσο η δύναμή σου θα μας λείψει. / Μα ούτ’ ο θάνατος ο ίδιος να σε σβήσει δεν μπορεί. * Μετά τον είδα να φεύγει / Γυμνός και ωραίος: / Να κυνηγάει τους κανάγιες / Με της ζωής τα κανόνια.
Η φωνή μας δεν είναι μήτε μια σταγόνα μια σταγόνα που θα ανέβαζε το κύμανα σκεπάσει ένα χαλίκι