Πρέπει να πούμε ότι ο Βερλαίν ποτέ δεν ξεστόμισε λόγια οργής για την Κομμούνα όπως κάνανε κάποιοι άλλοι Γάλλοι συγγραφείς μετά τη συντριβή της. Τον χαρακτήρισαν «βασιλιά των ποιητών». Αυτός ο βασιλιάς, όπως είναι γνωστό έζησε και πέθανε όπως ο τελευταίος ζητιάνος.
Η ποίηση και ο πόνος των ανθρώπων κάποτε ταυτίζονται Του δίκιου όμως η πάλη σπίτι δεν μένει. Πυρακτωμένο σίδερο αιωρείται.
Η Τάνια Νομικού απαγγέλλει τρία μικρά αποσπάσματα από ποιήματα του Φώτη Αγγουλέ.
“Όμως υπάρχουν ακόμα λίγοι άνθρωποι που δεν είναι κόλαση η ζωή τους … ψάξε καλά βρες τους, Ποιητή!”
“Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα. Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή…”
“Αρρώστια άγνωστη, διάγνωση ελλιπής. Μια σίγουρα ασθενής ζωή μέχρι θανάτου.”
Η ώρα τρεις. Κραυγάζω και θρηνώ για όποιον βουβά, μόνος πεθαίνει. Είναι δική μου η ευθύνη; Η ώρα τρεις. Δε σε θυμάμαι πια. Το μόνο που έχει μείνει πίσω, είναι η ανάγκη να αλλάξουμε τον κόσμο.
“…λίγες μέρες μπροστά, θα’ ναι Απρίλης και αυτός πάνω από μια κόκκινη παπαρούνα το’ χει βάλει σκοπό να δακρύσει μπας και πέσει ένα φύλλο καταγής, ένα φυλλαράκι τόσο δα και του θυμίσει λίγο πιο απαλό φως- του φθινοπώρου.”
Ο πρόσφυγας απ’ το Τσεσμέ της Ερυθραίας , απέναντι απ’ τη Χίο, Φώτης Χονδρουδάκης ή Αγγουλές, σαν τέτοια μέρα ταξίδευε απ’ τη Χίο προς Πειραιά. Ήτανε 26 προς 27 Μάρτη ξημέρωμα όταν στο πλοίο Κολοκοτρώνης, βρέθηκε νεκρός, στο διάδρομο της τουριστικής θέσης, έχοντας ένα εικοσάρικο στην τσέπη.
κι αρχίσαμε ξανά να ονειρευόμαστε μήπως και βρούμε πάλι την αρχή κι ας είχαμε ξεμάθει να παλεύουμε να κολυμπάμε ανάποδα στο ρεύμα