REVOLTERPIECES – Και τέτοια μουσική που χτυπάει τ’ αυτί…

Η μη-αναγνωσμένη φύση του hiphop, αυτή που έχει την πραγματική σημασία

Γενικά μιλώντας

Το παρόν κείμενο γράφεται κατά “παραγγελία” ενός τύπου, μάλλον αναγνώστη της στήλης, ο οποίος στην ηλικία των πρώτων -άντα προσπαθούσε μέσα από μια σειρά ερωτήσεων προς εμένα να καταλάβει πώς και γιατί οι Ζωντανοί Νεκροί είναι το guilty pleasure του. Ερωτήσεις όπως: Τι λέμε για το hiphop γενικά; Γιατί το ακούμε και τι έχει να προσφέρει; Πώς μπορούμε να ξεπεράσουμε όλες τις προβληματικές του περιεχομένου του με τις οποίες έχουμε ριζικές διαφωνίες; Πώς δηλαδή μια μουσική που συνηθίζει να ασχολείται με ιστορίες βίας, ναρκωτικών και σεξισμού/ομοφοβίας, στολισμένα με τόνους αυτοαναφορικότητας και ναρκισσισμού μπορεί να ταιριάξει στα οράματα και τα προτάγματά μας; Μήπως τελικά στη καλύτερη το hiphop κάνει μόνο για guilty pleasure, μια απόλαυση που έχουμε παρότι αναγνωρίζουμε τη βλαπτικότητα της;

Η πρώτη απάντηση είναι πως όποιος είναι άσχετος και αδιάφορος με την ταξική ανάλυση της κοινωνίας, δεν μπορεί να καταλάβει την τύφλα του για αυτήν. Και δε μπορεί να καταλάβει το hiphop. Η μαύρη μουσική πάντα ήταν μιας μορφής “εργατική αυτοαξιοποίηση”1 των πιο υποτιμημένων κομματιών των αμερικάνικων μητροπόλεων και της επαρχίας, μια διαδικασία δημιουργίας ταυτότητας και δημιουργίας φωνής σε μια κοινωνία που τους είχε στερήσει αυτό το δικαίωμα. Η μαύρη κοινότητα η οποία βρέθηκε μετά από μια διαδικασία μαζικής απαγωγής πεταμένη σε μια κοινωνία και ένα κράτος που επί αιώνες τους αντιμετωπίζει σαν πολίτες Β’ κατηγορίας. Έχοντας λοιπόν την ιστορία τους εν πολλοίς ξεριζωμένη από την κοινότητα, χρειάστηκε να δημιουργήσουν μια νέα ταυτότητα, αυτή του “αφροαμερικάνου”. Και η πολιτιστική παραγωγή έπαιξε τεράστιο ρόλο σε όλο αυτό.

Αν κάτι διαχωρίζει το hiphop από τις προηγούμενες μουσικές μορφές, είναι ίσως ο μηδενισμός που σε κάποια φάση υιοθετήθηκε μαζικά από τους rapper, ένας vulgar υλισμός που μιλάει για φαγητό και προσβάλλει τις ευαίσθητες μυτούλες των χορτασμένων της κοινωνίας, ο οποίος είναι αποτέλεσμα της ήττας των κοινωνικών κινημάτων της μαύρης κοινότητας. Αυτό μεταφράζεται στο ότι όταν τα κινήματα ηττήθηκαν για τα καλά, και όταν αυτή η ήττα έγινε πλέον αποδεκτή σαν τέτοια από τη μαύρη κοινότητα, τότε δημιουργήθηκε σιγά-σιγά μια στροφή και στο περιεχόμενο του hiphop. Στις ΗΠΑ κεφαλαιοποιημένη αυτή η στροφή εκφράστηκε από τους NWA στα τέλη της δεκαετίας του ’80, χωρίς να σημαίνει ότι και οι NWA δεν εξέφραζαν σε ένα βαθμό κάποιες πιο κοινωνικές ανησυχίες (δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι βρέθηκαν στο στόχαστρο του FBI για το κομμάτι τους Fuck The Police). Παρόλα αυτά εκεί ήταν το σημείο που η θεματική παίρνει ένα άλλο ρεύμα και θαυμάζει πλέον την ατομικότητα, τον πλουτισμό μέσα στα ερείπια του ghetto, την υποτίμηση για τις γυναίκες, την αγάπη για τις ουσίες. Έκτοτε, το πιο “πολιτικό” και “κοινωνικά ευαισθητοποιημένο” hiphop έχει γίνει μια μειονότητα, χωρίς βέβαια ποτέ να αποτελεί ξένο σώμα μέσα στο σύνολο της κουλτούρας -κάθε άλλο.

Το hiphop είναι ένας μεγεθυντικός φακός ή ένας καθρέφτης των πιο ακραίων φαινομένων της κοινωνίας, αλλά και για αυτό το λόγο μπορεί να σε βοηθήσει να την κατανοήσεις μέσα από τις πιο βάρβαρες συμπεριφορές της. Είναι γεμάτο από όλα αυτά τα προβληματικά φαινόμενα γιατί αυτό είναι το κοινωνικό πλαίσιο από το οποίο προέρχεται. Η αφήγηση ότι οι rappers είναι γενικά και ανιστορικά κάποιοι βίαιοι τύποι με παραβατική συμπεριφορά δεν έχει καμία απολύτως αξία αν δεν μιλήσεις για το κοινωνικό περιβάλλον που γεννάει τέτοιους χαρακτήρες και προσωπικά μου θυμίζει τις αφηγήσεις των New Left μικροαστών που στον 20ο αιώνα κάναν μόδα το να υποτιμούν την εργατική τάξη με αφηγήσεις του στυλ “οι εργάτες δέρνουν τις γυναίκες τους”.

Ακόμα και η αυτοαναφορικότητα που υπάρχει, που παρουσιάζεται σαν ναρκισσισμός, δεν βγάζει νόημα αν δεν ιδωθεί σαν ένας τρόπος άμυνας. Σε μια κοινωνία που σου λέει ότι είσαι αποτυχημένος και πρέπει να νιώθεις ντροπή για αυτό αν είσαι φτωχός, σε μια κοινωνία που σου λέει ότι το χρώμα του δέρματός σου και όλα τα χαρακτηριστικά που σε χαρακτηρίζουν σαν φυλή, σε κάνουν να θεωρείσαι άσχημος, σε μια κοινωνία που -πάλι- κάθε μορφή συλλογικού αγώνα έχει ξεριζωθεί ακόμα και από τη συλλογική μνήμη, η μόνη απάντηση που μπορεί να υπάρξει σε όλα αυτά είναι ο αντεστραμμένος ναρκισσισμός και η αυτοαναφορικότητα. Την οποία για να νικήσεις δεν αρκεί, ούτε χρησιμεύει ιδιαίτερα να της ασκήσεις κριτική την ώρα που πραγματώνεται, αλλά πρέπει να πιάσεις το θέμα -πάλι- διαλεκτικά και με συγκροτημένη σκέψη. Αν δεν υπάρχει συλλογική αντίληψη για την αλλαγή του κόσμου, δε θα υπάρξει και συλλογικό υποκείμενο για να εκφραστεί από την Τέχνη. Όσο δεν υπάρχει, οι τελευταίοι που φταίνε είναι οι υποτιμημένοι της κοινωνίας που κάνουν Τέχνη, προσπαθώντας να αλλάξουν έστω και ατομικά τις συνθήκες ζωής τους.

Ταυτόχρονα η αίσθηση της κοινότητας είναι ισχυρή. Το hiphop εκφράζει την πρωτόλεια αίσθηση συλλογικότητας που υπάρχει στους κόλπους της εργατικής τάξης σαν ένστικτο. Η γειτονιά, η παρέα, ακόμα και η εκπροσώπηση της κοινωνικής ταυτότητας (μαύρος από τα ghetto) είναι έννοιες που έχουν ιδιάζουσα σημασία για την κουλτούρα αυτή. Το hiphop δεν είναι μια σύγχρονη μορφή fin-de-siecle2 τέχνης της μικροαστικής απογοήτευσης, αλλά μια μορφή τέχνης που εκφράζει τη μητροπολιτική φρίκη που γεννάει ένα σύστημα το οποίο δεν έχει να προσφέρει τίποτα στον άνθρωπο, ειδικά στα πιο αποκλεισμένα κομμάτια της κοινωνίας.

Η γλώσσα είναι ένα ιδιαίτερο ζήτημα που αφορά το hiphop. Για διάφορους που έχουν ασχοληθεί με το θέμα, από γλωσσολόγους μέχρι τον Στάλιν και το Σπινόζα, η γλώσσα είναι, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, που προφανώς διαφέρει μεταξύ όσων αναφέρθηκαν στα χαρακτηριστικά, μια συλλογική δημιουργία όλης της κοινωνίας. Το κράτος μεν πάντα προσπαθεί να περάσει τους όρους του μέσα της για να πετύχει τους σκοπούς του (λχ οι έννοιες “λαθρομετανάστης”, “τρομοκράτης”, “εθνικό συμφέρον” κτλ είναι έννοιες που νοηματοδοτούνται από το κράτος και τους υπερασπιστές του κατά περίπτωση για να διαμορφώσουν την αντίληψη πάνω στα πράγματα), αλλά το ίδιο κάνει και η εργατική τάξη και τα σύμμαχα σε αυτήν στρώματα. Το hiphop είναι η πρώτη φορά που η γλώσσα που δημιούργησε η μαύρη κοινότητα γίνεται τόσο διαδεδομένη σε τέτοιο βαθμό, που ακόμα και ο μέσος Έλληνας κάτω των 40 σήμερα μπορεί να ακούσει το επιφώνημα “Yo!” και να ξέρει από πού κατάγεται ο όρος.

Και δηλαδή, όλα καλά;

Σε καμία περίπτωση. Τα προβλήματα δε θα μπορούσαν να λείπουν από το hiphop, όπως δε λείπουν από πουθενά. Πέρα από τα θέματα περιεχομένου που θέσαμε ήδη, υπάρχει “ο ελέφαντας στο δωμάτιο” που λέγεται “βιομηχανία”. Η οποία είναι η μορφή που το Κεφάλαιο και εδώ παρεμβαίνει στην υλική ζωή. Μόδες που διαμορφώνονται και προωθούνται με βάση το τι πιστεύουν κάποιοι γραφειοκράτες σε γραφεία μονοπωλιακών ομίλων ότι θα πουλήσει καλύτερα. Μόδες οι οποίες για να το πετύχουν αυτό, κατά κανόνα βάζουν σαν στόχο τον κατώτερο δυνατό ποιοτικό πήχη. Οι στίχοι σου και η μουσική σου πρέπει να είναι εύπεπτα όσο δεν πάει, γιατί ειδάλλως χάνεις κοινό. Τα τραγούδια σου πρέπει να εξυπηρετούν το καθένα ένα κομμάτι στην πίτα του αγοραστικού κοινού. Και βέβαια… “μακριά από κόμματα μη βρεις μπελά”– τα πολιτικά όρια που ανέχεται η βιομηχανία είναι ούτως ή άλλως περιορισμένα, στην εποχή μας, ίσως πιο πολύ σαν μέσο προστασίας της εμπορικότητας παρά σαν κάτι άλλο. Οι καλλιτέχνες που καταφέρνουν να το σπάσουν όλο αυτό είναι οι λαμπρές εξαιρέσεις.

Αξίζει να σημειωθεί εδώ το φαινόμενο Drake, όπου μιλάμε για έναν άνθρωπο, γόνο μεσοαστικών στρωμάτων από τον Καναδά, ο οποίος είναι γνωστό ότι δεν γράφει ο ίδιος όλους τους στίχους του και ότι πίσω του κρύβονται ομάδες δημιουργών (μεγάλο foul γενικότερα για την κουλτούρα του hiphop) ο οποίος είναι μάλλον ο πιο επιτυχημένος εμπορικά rapper στην Ιστορία αλλά ο οποίος είναι ξεκάθαρο ότι δεν λειτουργεί με όρους hiphop, παρά χρησιμοποιεί την τεχνογνωσία και την κουλτούρα για να κάνει pop με μάσκα hiphop. Κάτι που είναι μάλλον ένδειξη του πού έχει φτάσει το επίπεδο χαλιναγώγησης της κουλτούρας από τη βιομηχανία.

Ωραία όλα αυτά, αλλά τι γίνεται εδώ;

Στα καθ’ ημάς, εμείς είμαστε στη πραγματικότητα τουρίστες στη “χώρα” του hiphop. Ζούμε σε άλλη ήπειρο, έχουμε άλλες συνθήκες ζωής, άλλες ιστορικές αναφορές, άλλες ιδεολογικές διεργασίες που διαμορφώνουν την κοινωνία μας. Και έτσι, και το hiphop που κάνουμε σαν κοινωνία είναι διαφορετικό. Έχουμε άλλους κώδικες επικοινωνίας, γεμίζουμε τα τραγούδια μας με άλλο περιεχόμενο, στοχεύουμε να πετύχουμε αρκετά διαφορετικά πράγματα και, κάποιοι από μας, εκπροσωπούμε σαν καλλιτέχνες και ένα τελείως διαφορετικό πλαίσιο αξιών.

Παρόλα αυτά, το hiphop υπάρχει και είναι λίγο-πολύ γέννημα αντίστοιχων κοινωνικών καταστάσεων. Σε μουσικό επίπεδο η Ελλάδα τα τελευταία δέκα χρόνια δεν τα πάει καθόλου άσχημα, και σε επίπεδο μορφής και, κυρίως, σε επίπεδο στίχων. Το hiphop πλέον έχει ενσωματωθεί τόσο μέσα μας που μπορούμε και παράγουμε μια δικιά μας ταυτότητα, είτε αυτό βγαίνει καλά, είτε όχι. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και εδώ, ειδικά τα τελευταία δέκα χρόνια, δεν έχουν υπάρξει και καρικατούρες, οι οποίοι πιθηκίζουν ανεπίτρεπτα τις μόδες στις ΗΠΑ και το κοπιάρουν καταλήγοντας να μη μιλάνε για κάποιο υπαρκτό κοινωνικό υποκείμενο. Και εκεί για μένα είναι ένα σημείο ρήξης με κάποιον καλλιτέχνη.

Για να έρθω λοιπόν στο ερώτημα που ξεκίνησε το κείμενο, προσωπικά η γραμμή μου είναι ότι αν είναι καλό σε μορφή και μιλάει για κάποιο πραγματικό κοινωνικό υποκείμενο, το ακούω. Ακόμα και αν διαφωνώ σε θέσεις ή και αντιλήψεις. Το Χ συγκρότημα/rapper που μιλάει για τον ντελιβερά της καφετέριας που την Κυριακή παίζει ξύλο με τα ΜΑΤ σε κάποιο γήπεδο και περιμένει να πιάσει το Πάμε Στοίχημα για να αγοράσει το νέο PlayStation, το ακούω. Ακόμα και αν το κάνουν εξυμνώντας μια επιθετική/βίαιη αντίληψη ή ακόμα και αν το κάνουν μιμούμενοι τη γλώσσα των κόμιξ, φτιάχνοντας τα δικά τους εσωτερικά σύμπαντα νοήματος. Άλλωστε, και εγώ με τη μουσική μου στην ίδια τάξη απευθύνομαι, έστω και με τελείως διαφορετικούς όρους.

Αυτούς που δεν, είναι οι καρικατούρες που μιλάνε για σκηνικά που δεν υπάρχουν στην ελληνική κοινωνία, με μια μουσική γλώσσα που είναι τελείως πλαστή, ανθρώπους με μια εμφάνιση-στολή που δε βλέπω στη δουλειά, στο σούπερ μάρκετ, στην ουρά του νοσοκομείου, ανθρώπους που στήνουν μια πλαστή εικόνα για το ποιοι είναι προκειμένου να με εντυπωσιάσουν υποτιμώντας τη νοημοσύνη μου, που μιλάνε μια γλώσσα γεμάτη με φράσεις c/p από Αμερική που δεν υπάρχουν στην ελληνική κοινωνία, δεν τους ακούω. Έχω καλύτερους τρόπους να περάσω καλά “χαζεύοντας” χωρίς να μου σπάσουν τα νεύρα.

Οπότε στο ερώτημα αν ακούμε ΖΝ… Ακούμε γενικά, ναι.

Edit: αρχικά το κείμενο έγραφε, εκ παραδρομής, ότι το “πολιτικό” και “κοινωνικά ευαισθητοποιημένο” hiphop ήταν “ξένο σώμα” στην κουλτούρα.

Σημειώσεις

1 Ο όρος της “εργατικής αυτοαξιοποίησης” ανήκει στον Τόνι Νέγκρι από την περίοδο της εργατικής αυτoνομίας και περιγράφει τις δραστηριότητες που έχει η εργατική τάξη έξω από τη σχέση της με το Κεφάλαιο για να αξιοποιήσει την εργασιακή και παραγωγική της δυνατότητα και φαντασία. Είναι αρκετά προβληματική η δημιουργία του όρου, μιας και προσδιορίζεται σε σχέση με την αυτοαξιοποίηση του Κεφαλαίου του Μαρξ χωρίς να αντιστοιχίζεται η λειτουργία τους, αλλά είναι αρκετά καλός για να περιγράψει τη συγκεκριμένη διαδικασία. Δεν σημαίνει όμως και αποδοχή της υπόλοιπης στρατηγικής που αναπτύχθηκε με βάση αυτόν τον όρο και τις υποτιθέμενες δυνατότητες που έδινε η ανάγνωσή του από το κίνημα της εργατικής αυτονομίας.

2 https://en.wikipedia.org/wiki/Fin_de_si%C3%A8cle

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: