Τα φοιτητικά τα χρόνια

ΦΟΙΤΗΤΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ – ΑΦΙΕΡΩΜΑ: «Τους μαθητές τους τρώει το στρες κι η αγωνία αν θα μπούνε στις ανώτατες σχολές» λέει το άσμα κι εγώ μετά το στρες κι έχοντας «κερδίσει» χρονιά, ανέβηκα ως οριακά ανήλικος στην μεγάλη φτωχομάνα του Βορρά για να ξεκινήσω τις σπουδές μου…

«Γυρίζει ο νους καμιά φορά στα χρόνια τα φοιτητικά  στη Σαλονίκη. Έμπαιν’ ο μήνας  στα μισά  κι εμείς δεν είχαμε λεφτά  ούτε για νοίκι».

Στα πλαίσια του ανεπίσημου αφιερώματος της «ΚΑΤΙΟΥΣΑ» στις φοιτητικές εκλογές, μου ήρθαν στον νου, ένα ένα χρόνια (όχι τόσο) δοξασμένα, από τη φοιτητική μου ζωή.

«Τους μαθητές τους τρώει το στρες κι η αγωνία αν θα μπούνε στις ανώτατες σχολές» λέει το άσμα κι εγώ μετά το στρες κι έχοντας «κερδίσει» χρονιά, ανέβηκα ως οριακά ανήλικος στην μεγάλη φτωχομάνα του Βορρά για να ξεκινήσω τις σπουδές μου.

«Φοιτητές σε ξένη γη,  βαθιά πληγή η φυγή,  άλλη χώρα άλλη γλώσσα και μια άλλη ζωή» λέει ο Πασχάλης, αλλά δεν ήταν ακριβώς η περίπτωσή μου.  Το τραγούδι πάλι «Πάνω σε πακέτο Άσσο είχα γράψει τ’ όνομα σου, στο φοιτητικό σου πάσο ο καιρός περνάει, βιάσου» δεν είχε τύχει ποτέ να το ακούσω κι έτσι κινούμενος  με το πάσο μου (πριν καν πάρω στα χέρια μου αυτό του φοιτητή), ανέβηκα με μια μικρή καθυστέρηση στη Συμπρωτεύουσα, πράγμα που έκανε την εύρεση διαμερίσματος ιδιαιτέρως δύσκολη. Ως χάιλαϊτ της αναζήτησης δεν μπορώ παρά να θεωρήσω μια μικρή γκαρσονιέρα των €300,00 (ήταν σε δραχμές τότε αλλά δεν το παραδέχομαι) στην  Προξένου Κορομηλά, αν θυμάμαι καλά, όπου η κουζίνα συστεγαζόταν στο ίδιο δωμάτιο με την τουαλέτα. Από την παραγωγή στην κατανάλωση ή μάλλον το αντίθετο.

Η ανεπιτυχής ανεύρεση οικίας με οδήγησε στο να νοικιάσω, μέσω γνωστού, τριάρι, με λιγότερα χρήματα από τη γκαρσονιέρα του κέντρου, στις Δυτικές Συνοικίες (όλο το νησί ένα βότσαλο στα πόδια σου) της πόλης και συγκεκριμένα στο Κορδελιό. Η αλλαγή δυο συγκοινωνιών για να φτάσω στη σχολή δεν με πτόησε ιδιαίτερα και το «19» έγινε ο καλύτερός μου φίλος. Μην έχοντας ανοίξει ακόμα η γνωστή αλυσίδα σουηδικών αλογοκεφτέδων για την αγορά επίπλων  στην πόλη (άνοιξε νομίζω την επόμενη χρονιά) πήρα σβάρνα όλα τα επιπλάδικα του κέντρου. Αφού κατέληξα  στο ποιες από τις υπερκοστολογημένες φτηνοκατασκευές μου έκαναν περισσότερο, ανέβηκα στο φορτηγάκι  του επιπλάδικου με τον Ρώσο μετανάστη Οδηγό του, για να κατευθυνθούμε προς το διαμέρισμα.

Καθώς  πιάσαμε κουβέντα, του εξήγησα πώς έχει η κατάστασή μου,  έτσι πήρε το θάρρος να μου εκφράσει πόσο περίεργα και παράλογα του φαίνονταν όλα αυτά, ως ταλαιπωρία και κόστος, αφού στην πατρίδα του, όταν ήταν νέος, σπούδαζαν εντελώς δωρεάν και τους δίνονταν και κίνητρα. Τα μάτια του έλαμψαν όταν με είδε να συμφωνώ και σπινθηροβόλησαν όταν του έδωσα φιλοδώρημα μετά την εκφόρτωση. Με έπιασε από τον ώμο τότε, με οδήγησε στο μπαλκόνι μου και δείχνοντάς μου  με το χέρι του μια εταιρία σεκιούριτι που στεγαζόταν λίγο παρακάτω  μου είπε:  «Φίλοι μου από την πατρίδα, θα τους πω να σε προσέχουν, ό,τι χρειαστείς πες τους». Η αλήθεια είναι πως δεν τους ζήτησα ποτέ τίποτα και το γεγονός πως το διαμέρισμά μου ήταν το μόνο από τα τρία που κατοικούνταν στη νεόδμητη πολυκατοικία, στο οποίο δεν πραγματοποιήθηκε διάρρηξη, στα δυο χρόνια που έμεινα εκεί πριν μετακομίσω στο κέντρο, το θεωρώ εντελώς συμπτωματικό.

Στις εγγραφές της σχολής πρώτα με πλησίασαν τα μέλη της ΠΑΣΠ. Εγώ όντας μαθητής σε ιδιωτικό σχολείο, δεν είχα αναπτύξει ιδιαίτερη πολιτική δράση έως τότε (αν και ήταν η εποχή που έπρεπε να κάτσει καλά ο Γεράσιμος), ήμουν παρ’ όλα αυτά σχετικά προσανατολισμένος. Μην έχοντας εντοπίσει όμως με το βλέμμα μου άτομα του πολιτικού χώρου με τον οποίο θα επιθυμούσα να έρθω σε επαφή, δέχτηκα τη βοήθεια των «ναι μεν ΠΑΣΟΚ αλλά ντεμέκ ανεξάρτητων φοιτητών».

Αυτή η επαφή με τον καιρό έγινε εντονότερη και να οι «Μούσες» και τα λέλουδα και  να τα τραπεζώματα με μεγαλοστελέχη της Νεολαίας ΠΑΣΟΚ της πόλης και να οι παπαρολογίες για εκσυχρονιστές και τίμιους Προεδρικούς, Παπανδρεϊκούς ΠΑΣΟΚους (βλ. Τσοχατζόπουλο τότε). Περισσότερο εντύπωση μου είχε κάνει όμως πως όποιος μου συστηνόταν, δίπλα από το ονοματεπώνυμό του κότσαρε κι έναν εντυπωσιακό τίτλο. Κάπως έτσι, αφού γνώρισα Προέδρους, Αντιπροέδρους α΄ και β΄, Γραμματείς και Φαρισαίους, ήρθε και η ώρα να γνωρίσω και τον Παπανδρεϊκό Υπεύθυνο  Προβολής κι Επικοινωνίας της Σχολής (στο εξής Π.Υ.Π.Ε.Σ.) ο οποίος μου πρότεινε να συνεργαστούμε  στο παραταξιακό περιοδικό της σχολής, υπό τον ευφάνταστο τίτλο (#not) ΠΑΣΠορτ.

Αν και μπροστά στο αντίστοιχο της ΔΑΠ που ονομαζόταν «επί ΔΑΠιτος» φάνταζε υψηλής διανόησης έντυπο, δεν απάντησα αμέσως, κυρίως επειδή δεν ήξερα πόσο ευέλικτοι θα ήταν στο να αρθρογραφεί και να γελοιογραφεί κάποιος που είχε ήδη οργανωθεί σε άλλη παράταξη. Τα νέα προφανώς δεν άργησαν να φτάσουν κι έτσι σε μια συνάντηση σχετικά με τη συμμετοχή μου στο Πασοκικό έντυπο, ο Π.Υ.Π.Ε.Σ. εντελώς συμπτωματικά, αναφέρθηκε στο παρελθόν του, όπου θεωρώντας τον εαυτό του Αριστερό είχε οργανωθεί σε άλλη παράταξη, μέχρι που μια μέρα οι τότε σύντροφοί του, τον πήραν στο κυνήγι για να τον δείρουν, «επειδή Στάλιν».

Θυμάμαι επίσης πως μεταξύ άλλων μου είπε πως γνωστή ατημέλητη φυσιογνωμία της άλλης παράταξης, που έπρεπε να απορρίψω, είναι γιος επιχειρηματία, που ντύνεται έτσι για τα μάτια του κόσμου. Το συγκεκριμένο άτομο όταν το γνώρισα, διαπίστωσα πως ήταν γιος άνεργου Οικοδόμου και δούλευε ο ίδιος σε δυο δουλειές για να μπορέσει να βγάλει τη Σχολή, ενώ συχνά τσοντάραμε για να πάρει δεύτερο σουβλάκι. Μετά την ενημέρωση, ευχαρίστησα τον Π.Υ.Π.Α. για τις πληροφορίες του και  κυρίως για τα ουίσκι που κέρασε κι αφού συμφωνήσαμε πως θα τα ξαναπούμε, έφυγα σκεπτόμενος πως στο εξής θα πρέπει να πληρώνω τα ουίσκι μόνος μου.

«Μα κιόλας το μουρλό φοιτηταριό μελισσολόγαγε στούς δρόμους και στα στάδια» γράφει ο Ρίτσος κι έτσι τα επόμενα χρόνια ήταν έντονα. Αντιπολεμικά συλλαλητήρια, περιφρουρήσεις σε απεργίες, η Σύνοδος της Ε.Ε. στη Θεσσαλονίκη, έρωτες και στο τέλος ο Μαγιούνης. Από εκεί φτάσαμε στις καταλήψεις, στα κοινά Πλαίσια, τις κοινές αποφάσεις που κάποιοι χρησιμοποιούσαν ως μέσο προσωπικής υγιεινής και στις σχεδόν καθημερινές Συνελεύσεις.  Το τελευταίο ήταν εντελώς πρωτόγνωρο για τη Σχολή μου στην οποία η αυτοδυναμία της ΔΑΠ που έγινε αυτοδυναμία της ΠΑΣΠ, είχαν για χρόνια καταργήσει τις Συλλογικές διαδικασίες, στις οποίες στο εξής υπήρχε έντονη παρουσία «φουσκωτών» φοιτητών από άλλα Τμήματα, των δυο μεγάλων, τότε, παρατάξεων αφού ήμουν η μόνη αντρική παρουσία με συνδικαλιστική δράση  στη Σχολή κι αυτό για κάποιο λόγο τους ανησυχούσε.

Μετά τον Μαγιούνη ακολούθησε η διπλή εξεταστική και το πτυχίο. Εγώ έφυγα για φαντάρος εγκαταλείποντας τις γειτονιές όπου διαμορφώθηκα ως ενήλικας και γύρισα στην πόλη όπου γεννήθηκα αλλά η οποία πλέον μου φαινόταν ξένη. Μαζί μου πήρα  μόνο τη νοσταλγία, την αντιπάθεια στην απάθεια,  τα βιβλία μου και την ταινιοθήκη μου. Τα έπιπλα, τα άφησα σε μια πρώην και ίσως να σκονίζονται πλέον σε κάποια αποθήκη. Ίσως πάλι να έπεσαν θύματα της αύξησης του κόστους θέρμανσης. Αυτό κι αν θα φαινόταν περίεργο και παράλογο στον Ρώσο Οδηγό.

 

Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του αφιερώματος στις φοιτητικές εκλογές

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: