«Αν σου πω σ’ αγαπώ, τι θα κάνεις;»

Στη βάρκα του Λίνου τέσσερις λαβωμένοι κι ανάμεσά τους η Βάσω, πιο βαριά. Η Βάσω!… Ψηλή, ξανθιά, όμορφη κι όλο γελούσε. Για να δεις πράγματα: γελούσε! Φλερτάριζε κιόλας κι ας είχε ανάπηρο σύντροφο. Φλερτάριζε, που γελούσε, δηλαδή… Αυτή ήταν όλη κι όλη η αμαρτία της…

«Αν σου πω σ’ αγαπώ, τι θα κάνεις;»

Το 1978 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κέδρος ο τόμος διηγημάτων του κομμουνιστή λογοτέχνη, δημοσιογράφου και αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, Δημήτρη Ραβάνη-Ρεντή με τίτλο «Το φιμωμένο φως». Τα δεκατέσσερα διηγήματα που συγκεντρώνονται σ’ αυτό το βιβλίο, αγκαλιάζουν μια συγκλονιστική περίοδο από την ιστορία της χώρας μας: τον εμφύλιο πόλεμο. Ο συγγραφέας, μαχητής του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας ο ίδιος, και αργότερα πολιτικός πρόσφυγας για πολλά χρόνια, μεταφέρει κάτι από τη δραματική ατμόσφαιρα της εποχής εκείνης. Από «Το φιμωμένο φως» παραθέτουμε δυο διηγήματα που ξεχωρίσαμε.

Αν σου πω σ’ αγαπώ, τι θα κάνεις;

«Αν σου πω σ’ αγαπώ, τι θα κάνεις;»

Πέντε έξι βάρκες κυλούσανε στη Μικρή Πρέσπα. Σκοτάδι πίσσα. Κάποιο καθυστερημένο πολυβόλο μιλούσε για θάνατο μέσα στη νύχτα.

Δεν τους ένοιαζε που κάνανε φασαρία, που χτυπούσανε τα κουπιά στο νερό. Ήταν και τα βογγητά, που δεν μπορούσαν να τα σταματήσουν. Ήταν κι από κάποια ξαφνική φωνή, ουρλιαχτό, γυναίκα ή άντρας. Γεμάτες οι βάρκες τραυματίες.

Στη βάρκα του Λίνου τέσσερις λαβωμένοι κι ανάμεσά τους η Βάσω, πιο βαριά.

Η Βάσω!… Ψηλή, ξανθιά, όμορφη κι όλο γελούσε. Για να δεις πράγματα: γελούσε! Φλερτάριζε κιόλας κι ας είχε ανάπηρο σύντροφο. Φλερτάριζε, που γελούσε, δηλαδή… Αυτή ήταν όλη κι όλη η αμαρτία της.

Στη Γιουγκοσλαβία, στο χωριό Μπούλκες που είχαν συγκεντρωθεί οι πολιτικοί πρόσφυγες το 1945, της κάνανε κριτική για τη στάση της εκείνη κι η Βάσω σηκωνότανε κι έκανε αυτοκριτική με το κεφάλι σκυφτό, τέτοια αυτοκριτική που έλεγες πως δε θα σκάσει ποτέ πια το χείλι της! Η πονηρή! Τα πράσινα μάτια της είχαν μια ειρωνεία που έσφαζε.

Τώρα τραυματισμένη στη βάρκα από τη μάχη στο Μαλιμάδι. Και παντού, σ’ όλες τις βάρκες κοπελιές λαβωμένες. Ήταν από ένα τάγμα όλο κορίτσια δεκαοχτώ με είκοσι πέντε χρόνων. Και πολλές από τη Νάουσα που ’χαν ανέβει στο βουνό μετά την αντάρτικη επίθεση. Να, μια από αυτές τις κοπέλες ή δεν ήξερε πως όταν ρίξει με το πάντζερ πρέπει να κοιτάξει πίσω της να δει αν υπάρχει εμπόδιο, ή τρόμαξε και βιάστηκε να πατήσει τη σκαντάλη… Αν γίνει αυτό, μπορεί να χτυπηθείς εσύ ο ίδιος, ή να σκοτώσεις κανέναν από τους δικούς σου, γιατί αν τα αέρια βρούνε εμπόδιο γυρνάνε πίσω σαν λάβα και σε καίνε.

Μια φωτοβολίδα άστραψε ξαφνικά πάνω από τα κεφάλια τους, και του Λίνου του φάνηκε πως τα μάτια της Βάσως γελούσαν. Ειρωνικά.

«Αν σου πω σ’ αγαπώ, τι θα κάνεις;».

Ο Λίνος έσκυψε πάνω της, στο σκοτάδι.

— Βάσω!…

Γύρισε τα μάτια της και τον κοίταξε. Τον αναγνώρισε;

— Θα γίνεις καλά, θα δεις…

Σαχλαμάρες!… Τι, θα γίνει καλά…

Η Βάσω είχε καρφώσει τα μάτια της πάνω του, αλλά σαν να μην τον έβλεπε, σαν να κοίταγε κάπου πέρα, ή κάπου πριν…

Εκεί, στο Μπούλκες παίζανε τα «γράμματα». Να, είναι ένα παιγνίδι που γράφεις μόνο το πρώτο γράμμα μιας φράσης και τα όμοιά του, και αντί για τ’ άλλα βάζεις παύλες και ο συμπαίχτης πρέπει να μαντέψει ποια είναι τ’ άλλα γράμματα και τι λέει η φράση.

Στο παιγνίδι η Βάσω έβαζε και φράσεις ερωτικές!

«Α- — — – α-α– — -α -α—-».

Ο Λίνος το ’χε βρει: «αν σου πω σ’ αγαπώ τι θα κάνεις;».

Γίνονται, τώρα, τέτοια πράματα στο Μπούλκες; Ξεσπιτωμένοι, προδομένοι, πικραμένοι, ξεριζωμένοι κι η Βάσω με τις αγάπες!

Άστραψε κάπου πιο κοντά μια φωτοβολίδα κι είδε το πρόσωπό της. Την είχαν κάψει τα αέρια από το πάντζερ της Ναουσιώτισσας. Του φάνηκε σαν εφιάλτης. Θεέ μου, τι πρόσωπο!…

Κάποιος από τους τραυματίες βόγκηξε μέσα στη βάρκα. Ο άλλος δεν ακουγότανε καθόλου. Ο σύντροφός του τράβαγε κουπί, χωρίς να προσέχει να μην κάνει θόρυβο. Πότε πότε καμιά ριπή πολυβόλου γάζωνε το μαύρο πανί της λίμνης, στα τυφλά. Βγήκε ξαφνικά και το φεγγάρι, που καλύτερα να μην έβγαινε γιατί τώρα έβλεπε καθαρά το πρόσωπο της Βάσως. Εκείνη γύρισε τα μάτια της κατά πάνω του και ψιθύρισε.

— Αν σου πω σ’ αγαπώ, τι θα κάνεις;

— Θα γίνεις καλά, Βάσω!…

Εκείνη γύρισε αργά αργά το κεφάλι και κοίταξε το νερό. Μαύρο. Ή κόκκινο ;

«Να προσέχω, σκέφτηκε ο Λίνος. Να προσέχω μη μου πέσει στο νερό!».

Μα η Βάσω είχε μια μικρή «μπερέτα».

Την είδε να βγάζει την «μπερέτα» ή δεν την είδε; Άκουσε τον πυροβολισμό ή δεν τον άκουσε ο Λίνος; Δεν θυμάται. Δεν μπορεί να το πει με σιγουριά.

Ήταν, λέει, σαν να κοιμότανε κι έβλεπε όνειρο κι ήταν η Βάσω στο όνειρό του, η Βάσω όχι η τοτινή αλλά αυτή, η παραμορφωμένη που σταύρωνε τα χέρια της και τον παρακαλούσε:

«Αν θελήσω να σκοτωθώ μη μ’ εμποδίσεις! Καταλαβαίνεις και μόνος σου, Λίνο, πως δεν μπορώ να ζήσω έ τ σ ι. Σ’ εξορκίζω στην αγάπη που δεν αγαπηθήκαμε, στη χαρά που δεν χαρήκαμε, στη νίκη που δε νικήσαμε, σ’ εξορκίζω, Λίνο, μη μ’ εμποδίσεις! Σ’ αυτά που χάσαμε και σ’ αυτά που περιμένουμε, μη μ’ εμποδίσεις!».

Σαν σε όνειρο…

Δεν είναι σίγουρος αν είδε το χέρι της, αν είδε εκείνο το μαυριδερό πράμα κοντά στην καρδιά της, αν άκουσε τον πυροβολισμό. Συνήλθε από τη φωνή του συντρόφου του που τράβαγε κουπί:

— Λίνο! Τι κάνεις; Δεν την είδες που αυτοχτόνησε;

Ο Λίνος κοίταξε το σύντροφό του και ψιθύρισε:

— Αν σου πω σ’ αγαπώ, τι θα κάνεις;

—Να πάρει η οργή, αγανάχτησε ο άλλος. Τι σας φέρνουνε εδώ αφού έχετε αδύνατα νεύρα; Πρόσεχε τους άλλους, μην έχουμε τα ίδια. Πρέπει να τους πάμε στο ορεινό χειρουργείο. Θέλεις, δηλαδή, να φάμε κατσάδα;

Οι βάρκες, γεμάτες τραυματίες κυλούσανε βαριές στην Μικρή Πρέσπα…

***

Δεν ξέρεις μερικά πράματα…

Βρέχει. Περπατάμε σκυφτοί, με τους γιακάδες σηκωμένους, ο ένας δίπλα στον άλλον. Μόνο λίγες ομπρέλες ανοιγμένες. Καθώς δυναμώνει η βροχή, μερικοί τρέχουν να πάρουν θέση κάτω από καμιά ομπρέλα.

Ακούγεται μόνο κάτι σαν ψίθυρος.

Τα πόδια στα βρεμένα πλακάκια, η βροχή, τα δέντρα που βρέχονται και βρέχουν — όλα κάνουν ένα σούσουρο σαν ανάμνηση. Σαν τους ψίθυρους που έχουμε μέσα μας.

—Από πότε είσαι μέλος του κόμματος, μπάρμπα;

—Από πριν…

—Από πριν; Τι θα πει από πριν; Από πριν — πότε; Πριν να γεννηθείς εσύ, πριν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, πριν απ’ το δεύτερο — πριν.

Δε μας λες κάτι για κείνη την απεργία, μπάρμπα;

—Ποιαν απεργία;

—Εκείνη που σε καταδικάσανε σε θάνατο.

— Ααα, καλά! γελάει ο μπάρμπας. Πάει καιρός από τότε. Μέτρα: 1920

—Μα για μια απεργία να σε καταδικάσουνε σε θάνατο;

— Μα ήταν απεργία για την Ειρήνη.

—Καλά, για την Ειρήνη, μα πάλι σε θάνατο;

—Εσύ, παιδί μου δεν ξέρεις μερικά πράματα! κουνάει το κεφάλι του ο μπάρμπας και σου λέει την ιστορία.

Τα θυμάται όλα, μέρη, ονόματα, φάτσες — όλα. Έφευγε ένα τραίνο με δυο τάγματα, λέει και σώνει και καλά να το σταματήσουνε. Ας λέγανε, λέει πως τα τάγματα πάνε στη Μικρασία — ψέματα! Στη Ρωσία τα στέλνανε. Ήταν τότε, με την «Επέμβαση», και δεν έπρεπε, βλέπεις να λείπουν οι Έλληνες κι ας είχαμε τότε τα δικά μας, για ν’ αποσώσουμε με τη λευτεριά του τόπου. Κι ας ετοιμαζότανε η πληγή στη Μικρασία.

—Και πέτυχε η απεργία;

—Μπα, δεν πέτυχε, γιατί είμαστε λίγοι τότες. Βρήκαν ανθρώπους να κινήσουν τα τραίνα, κι εμείς, οι σοσιαλιστές, όλοι κι όλοι πέντε. Μα το τραίνο το καθυστερήσαμε.

—Πώς, μπάρμπα;

—Με δυο βαρέλια λίπος!

Βρήκανε, λέει, δυο βαρέλια λίπος, και το αδειάσανε σε μια ανηφοριά πάνω στις ράγες. Το τραίνο αγκομαχούσε και τσούλαγε πίσω. Όσο να καθαρίσουνε τις γραμμές είδαν κι έπαθαν! Να κοιλοπονάμε στη Μικρασία και να στέλνουμε στρατό στη Ρωσία!

— Μα, πάλι, σε θάνατο, μπάρμπα;

— Δεν ξέρεις μερικά πράματα… Πρώτον ήμουνα στρατιώτης. Δεύτερον, οι αστοί κατάλαβαν τι τους περίμενε από τη Ρωσία.

Και βρέχει… Τώρα δε φυλάγεται κανείς. Ούτε φημερίδα πάνω από το κεφάλι, ούτε τσάντες — άχρηστες κι οι ομπρέλες. Μούλια είμαστε όλοι.

Περπατάμε κολλητά ο ένας κοντά στον άλλον, ώμο με ώμο πες, σαν να το ΄χουμε ανάγκη αυτή τη στιγμή, νέοι και γέροι, άντρες και γυναίκες και παιδιά. Περπατάμε ανάμεσα στα μάρμαρα, στους σταυρούς, στα λουλούδια.

—Και τ άλλο, με την ομελέτα, μπάρμπα;

Μ’ αυτό πια, με την ομελέτα, τον βγάζεις τον μπάρμπα κουτό των κουτών! Ήταν ένας κοκκινομάλλης γέρος — γέρο τον θυμόμαστε — με φακίδες στο στρογγυλό του πρόσωπο. Υδραυλικός.

—Α, για την ομελέτα; Ήταν τότε που ήμουνα σύνδεσμος με τα αδερφά κόμματα, στην Ευρώπη. Με είχαν ταράξει στην ομελέτα!

—Δηλαδή;

—Τι δηλαδή; Ταξίδευα συνέχεια, μια στη Βιέννη, μια στο Παρίσι, αύριο στη Ρώμη! Κι έτρωγα όλο ομελέτα, πρωί ομελέτα, μεσημέρι ομελέτα, βράδυ ομελέτα!

—Και γιατί μπάρμπα;

—Άκου, γιατί! Εσύ δεν ξέρεις μερικά πράματα, παιδί μου! Εγώ, τότε, ήμουνα σύνδεσμος κι είχα τέσσερα διαβατήρια. Μόνο τα ρούσικα ήξερα, που τα ’χα μάθει στην εξορία… Από τ’ άλλα κάτι λίγα…

Ταξίδευε, λέει, πάντα σαν έμπορος κι έπιανε, γιατί, έτσι όπως ήταν κοκκινομάλλης και με φακίδες, τον περνούσανε για εβραίο. Και δεν έπρεπε να κάνει κανένα λάθος ήθελε να μιλάει πολύ λίγο, λέει, για να μην καταλάβουν από την προφορά του πώς είναι ξένος. Γι’ αυτό στα εστιατόρια, στα τραίνα, στα ξενοδοχεία η παραγγελιά του για φαγητό ήταν πάντα μια: «ομλέτ!».

—Καλά, μωρέ μπάρμπα, χάθηκε να μάθεις κάνα δυο λέξεις ακόμη ας πούμε «φασόλ», «σούπ», για να μη σε ταράξουνε στην ομελέτα;

—Εσύ παιδί μου, δεν ξέρεις μερικά πράματα! σε κοιτάει παραξενεμένος αληθινά ο μπάρμπας. Κι αν έκανα κάνα λάθος στην προφορά; Θα ’ταν σαν να περπατούσα και με τα τέσσερα ψεύτικα διαβατήρια κρεμασμένα στο στήθος! Κι ύστερα…

— Κι ύστερα, να σου πω τη μαύρη αλήθεια, το φαγητό το θυμόμουνα μόνο όταν καθόμουνα να φάω… συμπληρώνει, σαν το σκέφτεται μόλις τώρα αυτό και σαν να ντρέπεται κιόλας που δεν του ’χε περάσει τότε από το μυαλό.

Η βροχή δε λέει να σταματήσει. Μπροστά κάπου, ακούγεται σκάψιμο. Σκάβουν ακόμη. Ανάμεσα από τα δέντρα, που βρέχουν κι αυτά τώρα πιο πολύ, έρχονται κι άλλοι. Φίλοι του μπάρμπα. Όλοι γνωστοί.

Δε μιλάνε όμως. Κοιτάζονται και κουνάνε το κεφάλι, τον ώμο, το χέρι, κατά το συνήθειο του καμένου: «Να, αυτά είναι…» ή, «δε βαριέσαι!», η «ε, τι να κάνουμε;» —τέτοια. Καλά, που ‘χει κάτω πέτρινες πλάκες και δεν πατάμε λάσπες…

—Πες μας για τη δραπέτευση, μπάρμπα.

—Ποιαν απ’ όλες;

—Εκείνη, με το κουτάλι!

—Α, ναι, λέει. Είχα βρει ένα κουτάλι και σκέφτηκα να το σκάσω από τη φυλακή.

—Πότε ήταν;

—Δε θα ‘ταν το τριάντα εφτά;

— Κι έσκαψες λαγούμι;

—Εκατό μέτρα λαγούμι για να βγω από το κελί, ίσα έξω στον τοίχο της φυλακής.

— Και το χώμα που το ’βαζες;

—Έκανα τα παντελόνια φουφούλες και το ‘βγαζα από το κελί, στο «μέρος», με το συμπάθειο!

— Πόσο σου πήρε αυτή η δουλειά;

—Δε θα πήρε έξι μήνες;

—Και δραπέτευσες;

—Ειδοποίησα το Κόμμα: «είμαι έτοιμος», λέω!

—Γιατί;

—Τι γιατί, παιδί μου; Εσύ δεν ξέρεις μερικά πράματα! Για να δραπετεύσεις, πρέπει να ’χεις την άδεια του κόμματός, γιατί, τι νομίζεις; Για καθένα που το σκάει, σφίγγουν τα λουριά στη φυλακή! Εσύ, δηλαδή, ελεύθερο πουλί και οι άλλοι, οι σύντροφοί σου στην απομόνωση;

—Ναι, καλά, το καταλαβαίνω… Λέω, το Κόμμα σου είπε: βγες, αφού είσαι έτοιμος.

—Το Κόμμα είχε ανάγκη από άλλον.

—Δηλαδή;

—Τι δηλαδή, μωρέ, τι δηλαδή; Είχαμε ένα σύντροφο στην ίδια φυλακή που ’πρεπε να ’ναι έξω για να οργανώσει τον παράνομο μηχανισμό.

Αλλάξανε, λέει, κελιά, μετά τον πρωινό περίπατο στην αυλή, και βγήκε ο άλλος ο φυλακισμένος που έπρεπε να δουλέψει παράνομα. Ο μπάρμπας έμεινε στη φυλακή. Τον βάλανε τρεις μήνες στην απομόνωση, κοντέψανε να τον σαπίσουνε.

—Και πότε δραπέτευσες, μπάρμπα;

—Το σαρανταένα.

—Δεν τα κατάφερες νωρίτερα;

—Ίσια ίσια που τα κατάφερνα, γι’ αυτό κι έμεινα στη φυλακή και στα νησιά, ύστερα. Οργάνωνα τις δραπετεύσεις. Εγώ έφυγα με την τελευταία, μόλις μπήκαν οι χιτλερικοί.

Τώρα δεν έχει πλάκες, και βουτάμε στη λάσπη. Στεκόμαστε όρθιοι στη βροχή. Ο παπάς είναι κάπως μακριά και δεν τον βλέπουμε. Ακούμε μόνο τη φωνή του:

«…ανάπαυσον τον δούλον σου Γεώργιον!..»

Γιώργη τον λέγανε; Εμείς τον ξέραμε «μπάρμπα». Ύστερα περνάμε ένας ένας από την πλάκα που γράφει και τ’ άλλο του όνομα: ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΛΕΥΡΑΣ. Κι άλλες πλάκες γύρω και σταυροί με ονόματα… Και από κάτω: πολιτικός πρόσφυγας — για να ξεχωρίζουν οι ντόπιοι νεκροί από τους Έλληνες.

Κι εμείς όρθιοι, όλοι, δε λέμε να φύγουμε. Με τα μάτια καρφωμένα στις πλάκες. Ακούμε τη βροχή. Και τον τελευταίο ψίθυρο, του μπάρμπα.

«Ένα παράπονο έχω, μωρέ! Να πεθάνω στην πατρίδα!…».

***

Ο Δημήτρης Ραβάνης – Ρεντής γεννήθηκε στις 24 Δεκέμβρη του 1925 και πέθανε στις 21 Μάρτη του 1996. Κομμουνιστής λογοτέχνης, δημοσιογράφος, αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης. Ένας ξεχωριστός άνθρωπος, που χάρισε απλόχερα το ταλέντο του στο λαό του, στην υπόθεση του αγώνα για μια καλύτερη, ανθρώπινη ζωή, για το σοσιαλισμό.

Δημήτρης Ραβάνης – Ρεντής (1925-1996)

Τα χρόνια της δημιουργίας του τα μοίρασε ανάμεσα στην Αθήνα και το Βουκουρέστι, όπου έζησε ως πολιτικός πρόσφυγας από το 1949 ως το 1968, οπότε επαναπατρίστηκε. Ασχολήθηκε με όλα τα είδη του γραπτού λόγου, από το στίχο και την ποίηση, έως το θέατρο και το σενάριο. Έγραψε αστυνομικά, παιδικά, έγραψε στίχους που έχουν τραγουδήσει εκατομμύρια Έλληνες, χωρίς να ξέρουν ότι αυτός είναι ο δημιουργός τους. Δικοί του είναι οι στίχοι στα τραγούδια “Παιδιά σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους”, “Σαν ατσάλινος γίγας”, “Ο Μπελογιάννης ζει”, κ.ά. Έγραψε σενάρια, έγινε κινηματογραφικός καλλιτεχνικός διευθυντής, γύρισε δική του ταινία με τίτλο “Οι δρόμοι έχουν αναμνήσεις”, που είχε μεγάλη επιτυχία και απέσπασε πολλά διεθνή βραβεία. Επί χούντας δούλεψε στη διαφήμιση και έγραφε με ψευδώνυμο. Παρά την τεράστια ποικιλία του γραπτού έργου του, παρά τις χρονικές αποστάσεις μεταξύ των έργων του, όλα έχουν ένα κοινό γνώρισμα. Φέρουν τη σφραγίδα της φιλοσοφίας του δημιουργού τους, έχουν στόχο την κοινωνική δικαιοσύνη, τη λευτεριά και την πρόοδο. Όλα διέπονται από την ίδια ουμανιστική ευαισθησία και την ίδια συγκινησιακή ένταση. Ο Ραβάνης είναι μαχητής μιας ιδέας. Η τέχνη του φοράει άρματα. Είναι στρατευμένη στην υπόθεση του λαού του. Έχει νεύρο, αποπνέει δυναμισμό, βάθος, κινείται σε υψηλά επίπεδα. (Βιογραφικά στοιχεία από biblionet.gr).

 

Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του αφιερώματος της Κατιούσα στα 100 χρόνια του ΚΚΕ και τα 50 χρόνια της ΚΝΕ

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: