«Καμιά Άλλη Επιλογή / No Other Choice» του Παρκ Τσαν-Γουκ (2025, Ν. Κορέα)
Όταν η «επιλογή» γίνεται παγίδα.
Μία πολιτική ανάγνωση της ταινίας του Παρκ Τσαν-Γουκ.
Στις βασικές αρχές μιας ρεαλιστικής πολιτικής αισθητικής βασίζεται η ταινία του Παρκ Τσαν- Γουκ «Καμιά Άλλη Επιλογή» που αναγνωρίζει και διαπιστώνει τα υπαρξιακά αδιέξοδα του ήρωά της στα όρια μιας καπιταλιστικής σύγχρονης κοινωνίας, με τις τραγικές συγκρούσεις και τους προβληματισμούς της σε ατομικό επίπεδο, όπου η σύγχρονη προβληματική αλλάζει και κινείται διαρκώς. Η έννοια του τραγικού αποστασιοποιείται από την αριστοτελική έννοια, γιατί εδώ καμία κάθαρση δεν επέρχεται και γιατί οι πράξεις των ηρώων δεν καθοδηγούνται από μια σχέση αιτίας-αιτιατού που να συνδέει το μέρος με το όλο, αλλά αφήνουν το μέρος ξεκομμένο από το όλο να καθοδηγήσει τις πράξεις τους, έτσι ώστε αυτές να καταλήγουν στο αποτρόπαιο, στο εγκληματικό, στο ανήθικο, στο πέρα από τους κανόνες της λογικής και της ηθικής που μπορούν να συγκροτήσουν μια ανθρώπινη κοινωνία προόδου και ευημερίας.
Το αίτιο είναι η απόλυση του ήρωα από μια δουλειά που του είχε εξασφαλίσει μια άνετη και ευχάριστη οικογενειακή ζωή. Το αιτιατό είναι η απόφαση του ήρωα να εξαφανίσει όλους τους υποψήφιους ανταγωνιστές του που θα διεκδικήσουν τη θέση μιας άλλης εργασίας, η οποία θα επαναφέρει όσα κινδυνεύει να χάσει ο ήρωάς μας. Και μέσα σε αυτήν την απόσταση λαμβάνουν χώρα οι σκέψεις του, οι εσωτερικές του αντιφάσεις, οι οποίες φέρνουν στην επιφάνεια τα δομικά χαρακτηριστικά που συγκροτούν την προσωπικότητα του ήρωά μας-χαρακτηριστικά που έχουν διαμορφωθεί από εξωτερικές καταστάσεις, από έναν τρόπο ζωής που στην πραγματικότητα έχει επιβληθεί και που δεν έχει αφήσει περιθώρια ανάπτυξης της ατομικής συνείδησης, της προσωπικής στάσης και θεώρησης, της προσωπικής φιλοσοφίας απέναντι στην ίδια τη ζωή. Της φιλοσοφίας εκείνης που θα μπορούσε να αποτελέσει και τον μοχλό αντίστασης απέναντι στην καταστροφική λαίλαπα που μπορεί να εισέλθει στη ζωή του καθενός, όταν αυτή έχει αφεθεί έρμαιο στα δόντια του καπιταλισμού.
Στην ταινία “Καμιά Άλλη Επιλογή”, ο ίδιος ο τίτλος ενσωματώνει και αναδεικνύει το θέμα της: ένα αφηρημένο και θεωρητικό ζήτημα σχετικά με την ύπαρξη ή μη ύπαρξη επιλογών στη ζωή μας όταν τα πράγματα ζορίζουν. Ένα θέμα πάνω στο οποίο ο σκηνοθέτης, Παρκ Τσαν-Γουκ, διατυπώνει την κεντρική του ιδέα, η οποία στη συνέχεια αποκτά μεγαλύτερη ακρίβεια μέσα από τον τρόπο που την προσλαμβάνει ο ήρωάς του.
Τι σημαίνει για τον ήρωά του η έννοια της επιλογής;
Η απάντηση που δίνει ο ίδιος είναι η απάντηση που συναντάμε και στους δευτερεύοντες χαρακτήρες, οι οποίοι συνδέονται μαζί του μέσω δεσμών άμεσης αλληλεξάρτησης. Δεσμοί που τους κρατούν φυλακισμένους, ανίκανους να αντιδράσουν, μετατρέποντάς τους σε θύματα ενός συστήματος που έχουν ήδη αποδεχτεί.
Δεν έχει άλλη επιλογή η εργοδοσία από το να απολύσει.
Δεν είχαν άλλη επιλογή οι εργαζόμενοι από το να ακολουθήσουν τη δουλειά που σπούδασαν, πιστεύοντας πως θα τους εξασφάλιζε μια καλύτερη ζωή. Η απόλυσή τους δεν ήταν δική τους επιλογή. Έμαθαν να μην αντιδρούν σε ό,τι ανέτρεπε τις «δεδομένες» επιλογές που άλλοι καθόρισαν για αυτούς. Έμαθαν να μην αντιδρούν στον τρόπο με τον οποίο χαράσσονται οι «επιλογές» τους. Δε έχει άλλη επιλογή ο ήρωας από το να εξαφανίσει οποιονδήποτε στέκει εμπόδιο στην επαγγελματική του σταδιοδρομία. Δεν έχει άλλη επιλογή η οικογένεια από το να στηρίξει τις αποφάσεις του.

Έτσι, το πλαίσιο μέσα στο οποίο καθορίζονται οι επιλογές τους γεννά διαφορετικές αντιδράσεις: από την παθητικότητα μέχρι την ψευδαίσθηση του ατομικού αγώνα- «θα επιβιώσω μόνος μου»- μέσα σε ένα σύστημα που δεν έμαθαν να δίνουν πραγματικές μάχες. Ένα σύστημα στο οποίο πίστεψαν τη σιγουριά που τους υποσχέθηκε. Μια σιγουριά που τελικά μετατράπηκε σε φυλακή, αντικαθιστώντας τους συλλογικούς δεσμούς με αυτούς του μικρού οικογενειακού πυρήνα. Ενός πυρήνα αποκομμένου από την κοινωνία, που λειτουργεί ως η πιο αποτελεσματική ψευδαίσθηση και ο πιο σίγουρος τρόπος αποκοίμισης της σκέψης, της κρίσης, της αντίστασης.

Κι όμως, εκεί όπου οι οικογενειακοί δεσμοί θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως πρώτη γραμμή άμυνας και αφετηρία μιας ευρύτερης συλλογικής αντίστασης απέναντι στη μέγγενη του καπιταλισμού, η οικογένεια καταλήγει το αντίθετο: μια ανίσχυρη μονάδα που “κατασπαράζει” έμμεσα τα ίδια της τα μέλη, αφήνοντάς τα να συνθλιβούν μόνα απέναντι στο αδίστακτο τέρας της κερδοφορίας- το διαρκές «ο θάνατός σου, η ζωή μου» της κυρίαρχης ιδεολογίας.

Με έναν καταιγιστικό αφηγηματικό ρυθμό, όπου το μαύρο χιούμορ λειτουργεί αντιστικτικά στην τραγωδία του κεντρικού ήρωα, η ταινία τον παρακολουθεί να βυθίζεται σε δαιδαλώδεις, σκοτεινές και παρανοϊκές σκέψεις που επιτείνουν ακόμη περισσότερο την κρίση του. Ο ρυθμός αυτός σταδιακά κατευνάζεται στο δεύτερο μέρος, όταν πλέον οι αποφάσεις έχουν παρθεί και οι ευθύνες μοιράζονται εξίσου σε όλους όσοι συμμετέχουν -έστω και μέσω της συγκάλυψης -στο «έγκλημα».
Έτσι, αναδεικνύονται οι ανίσχυροι δεσμοί που συχνά φαντάζουν ως οι σημαντικότεροι στη ζωή του ανθρώπου, αλλά τελικά αποκαλύπτεται η υποκρισία τους. Με έναν σχεδόν κυκλικό ρυθμό, η ταινία καταλήγει στη διαπίστωση πως τίποτα δεν μπορεί να αντέξει αν η οπτική του ατόμου δεν επεκταθεί σε μια συνολικότερη θέαση του ρόλου του ως μέλους όχι απλώς μιας οικογένειας, αλλά ενός κοινωνικού συνόλου.
Εκεί βρίσκεται και η μόνη πραγματική «επιλογή».
Η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους.
